Γιώργος Αλτής στο libre: Έψαξα τα χαμένα ίχνη της φυλής των μπουζουξήδων

 Γιώργος Αλτής στο libre: Έψαξα τα χαμένα ίχνη της φυλής των μπουζουξήδων

Μια συζήτηση με τον Γιώργο Αλτή είναι σημαντική εμπειρία. Όχι γιατί συνομιλητής μου είναι ένας από τους καλύτερους χειριστές του μπουζουκιού στη χώρα, αλλά γιατί αυτός, ο γεμάτος πάθος άνθρωπος, μεταδίδει το βίωμα και την αγάπη του με ποικίλους τρόπους, συνδέοντας την τέχνη και τη στάση ζωής με την ουσιαστική παρουσία στο παρόν και τους ανθρώπους του.

Πολυγραφότατος, απλός, δωρικός, αλλά κι ευφάνταστος, είναι ο εμπνευστής της πιο αυτοσχέδιας σκηνής στην κεντρική αγορά της Αθήνας, δίπλα στα χασάπικα και τα τυροκομεία, με το κοινό να αποθεώνει κάθε φορά την ομάδα του.

Και τίποτα να μην είχαμε πει με τον Αλτή, μόνο και μόνο για κουβέντες όπως αυτή «έχω κοινά μυστικά με αυτούς τους ανθρώπους που δεν τους γνώρισα, αλλά σχεδόν τους μύρισα. Ένα καλοκαίρι, ήμουν σε μια παραλία και νόμισα ότι είδα τον Χιώτη και τον Σπόρο, με κουστούμια, ότι είχαν έρθει να μιλήσουμε», χαίρομαι γιατί συνάντησα έναν πραγματικά ευαίσθητο άνθρωπο.

Συνέντευξη

Κύριε Αλτή, είναι γνωστό τοις πάσι, αλλά θέλω να μου πείτε για ο,τι σας ώθησε να στραφείτε στο μπουζούκι, να το σπουδάσετε, να το καθαγιάσετε ως μέσο επικοινωνίας, ως μια ακριβή και εξέχουσα γλώσσα.

Στο σπίτι μου δεν έπαιζε κάποιος  μπουζούκι. Δεν είχα κάποια εικόνα ως παιδί. Υπήρχε όμως το ξυλουργείο του Σταύρου Πηγουνάκη, όπου έπαιζε όλη την μέρα το ραδιόφωνό του λαϊκά τραγούδια με ηλεκτρικά μπουζούκια. Ο κυρ – Σταύρος είναι ο πατέρας ενός φίλου μου. Εκεί άραζα κι άκουγα εκείνο τον ήχο, που τον κουβαλάω μέσα μου μέχρι σήμερα. Όταν ήμουν δέκα χρόνων, άκουσα στην τηλεόραση από την Οπισθοδρομική Κομπανία τις Παρτίδες του Μανώλη Χιώτη και με έπιασε μια αναστάτωση. Σκέφτηκα να μάθω τα λόγια, αλλά και πάλι είπα μέσα μου «και τι έγινε». Κόλλησα.

Σκεφτόμουνα ότι κάτι πρέπει να κάνω με το τραγούδι. Ούτε που πέρασε από το μυαλό μου να πάρω ένα μπουζούκι. Εκείνη την εποχή, έπαιζε στην τηλεόραση το «Μινόρε της αυγής», το σήριαλ του Φώτη Μεσθεναίου και μαγεύτηκα. Και δεν ήμουν μόνο εγώ, όλα τα αγόρια της γειτονιάς πήραμε μπουζούκια από το Μοναστηράκι.

  • Όλα γίναν από μόνα τους. Οδηγήθηκα εκεί που έπρεπε. Ξέρεις, όσοι παίζουν μουσικά όργανα δεν το επιλέγουν οι ίδιοι. Η μουσική τούς έχει επιλέξει. Απλά πρέπει να ακολουθήσεις αγόγγυστα τον δρόμο σου. Πρέπει να ακούσεις τη σειρήνα μέσα σου.

Άρχισα το μπουζούκι, φτιάξαμε μια κομπανία με τα παιδιά της γειτονιάς κι αρχίσαμε να παίζουμε σε ταβέρνες της Ηλιούπολης. Όμως, ήθελα να μάθω, να προχωρήσω. Τότε δε διδάσκανε μπουζούκι στα ωδεία κι όπου υπήρχε κάποιος δάσκαλος ήταν κιθαρίστας που έπαιζε μπουζούκι. Οι καλοί μπουζουξήδες, οι επαγγελματίες, δεν διδάσκανε. Ήτανε η εποχή που τα κέντρα δουλεύανε κάθε βράδυ, πού να κάνανε μαθήματα. Γύρω στα 18, έμαθα από τον Νίκο Κατσίκη, που ήμασταν φίλοι από το σχολείο, για τον Θέμη Παπαβασιλείου. Τον μεγάλο δάσκαλο του μπουζουκιού. Τι να πω για τον Θέμη. Χιλιάδες μπουζουξήδες χρωστάμε στον Θέμη. Το ίδιο το μπουζούκι ως όργανο τού χρωστάει. Ο Θέμης άλλαξε το επίπεδο των μπουζουξήδων. Τους έκανε μουσικούς, τους έδωσε άλλη πνοή, άλλα όνειρα. Τους ώθησε για παραπέρα μουσικές σπουδές. Τα μαθήματα στον Θέμη ήτανε πολύ σκληρά, πολλή μελέτη. Είχα χαθεί από φίλους και γνωστούς. Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο όλη την μέρα με το μπουζούκι, τον μετρονόμο, τσιγάρα και καφέδες.

Έκανα βαθιά έρευνα, από αγάπη. Έψαξα τα χαμένα ίχνη, της φυλής των μπουζουξήδων, ειδικά, της Αμερικής.

Μετά τον στρατό, έμαθα ότι κάνει μαθήματα ο μεγάλος μπουζουξής Γιάννης Παλαιολόγου και πήγα. Όλα εκείνα τα χρόνια έπαιζα σε κέντρα. Για τον Γιάννη Παλαιολόγου ό,τι και να πω είναι λίγο. Ξαφνικά κάποιος τράβηξε την κουρτίνα και είδα από πίσω έναν κόσμο, που δεν είχα φανταστεί. Μιλάμε τώρα για αυθεντικές καταστάσεις. Όλα ήτανε μπροστά μου. Ο,τι έμοιαζε με άπιαστο όνειρο. Ηταν μπροστά μου ο Παλαιολόγου και μού το έπαιζε. Το έφερνε στα χέρια μου και μου έλεγε: «έλα κάντο, αυτό είναι». Έφευγα από το μάθημα και τον σκεφτόμουν όλη την εβδομάδα.

Η αναζήτηση του μπουζουκιού μας έφερε μαζί με τον Θανάση Βασιλά, τον Νίκο Κατσίκη και τον Παντελή Κωνσταντινίδη, να φτιάξουμε το 1999 το κουαρτέτο μπουζουκιών ΡΑΣΤ. Ήταν η βουτιά στο όνειρο. Ρίξαμε πολλή δουλειά, πολλή πρόβα. Υπήρχε πολλή αγάπη για το μπουζούκι. Με τα παιδιά, που τα θεωρώ αδέλφια μου από επιλογή, ζήσαμε πολύ μεγάλες στιγμές. Την αγάπη του κόσμου, φανταστικά παιξίματα, δελεαστικές προτάσεις που τις απορρίψαμε γιατί θα χάναμε το ανόθευτο κίνητρό μας.

Υπήρξατε τυχερός στο ξεκίνημά σας. Προλάβατε τις τεράστιες προσωπικότητες, τους βιρτουόζους του είδους;

Ναι, γνώρισα πολλούς. Όχι όμως από τα πρώτα χρόνια. Μέσα από τους ΡΑΣΤ, γνώρισα τον Γιάννη Σταματίου, τον θρυλικό Σπόρο. Κάναμε πολλή παρέα, τουλάχιστον για μια δεκαετία. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει τη δόξα από μικρή ηλικία. Χορτασμένος άνθρωπος, ακομπλεξάριστος και στο πλευρό κάθε νέου, που έπαιζε καλό μπουζούκι. Εμάς ως ΡΑΣΤ μάς υποστήριξε πάρα πολύ. Αυτό που με ώθησε να τους γνωρίσω από κοντά, είναι ότι ένιωσα πως όλα αυτά που άκουγα από τους παλιούς, ιστορίες, στοιχεία για ηχογραφήσεις, ήταν ένας κόσμος  που ξεθώριαζε μέσα στα χρόνια κι έπρεπε να διασωθεί . Έτσι σκέφθηκα να καταγράψω τις βιογραφίες τους.

Όταν ήμουν δέκα χρόνων, άκουσα στην τηλεόραση από την Οπισθοδρομική Κομπανία τις Παρτίδες του Μανώλη Χιώτη και με έπιασε μια αναστάτωση

Η γνωριμία με τον Γιώργο Τσιμπίδη με ώθησε να αρχίσω να γράφω. Τον Τσιμπίδη δεν κατάλαβα ποια δύναμη με έσπρωξε να πάω να τον συναντήσω στο νοσοκομείο. Μετά από μήνες, η ίδια δύναμη με έστειλε ένα βράδυ του χειμώνα και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του, στο Γαλάτσι. Από εκεί μπήκα σε έναν άλλο κόσμο. Γνώρισα πολύ κόσμο του πραγματικού λαϊκού τραγουδιού. Έκανα παρέα μαζί τους. Ήμουν πανευτυχής μέσα στον κόσμο που χρόνια θαύμαζα.

Έκανα βαθιά έρευνα, από αγάπη. Έψαξα τα χαμένα ίχνη, της φυλής των μπουζουξήδων. Ειδικά, της Αμερικής. Γνώρισα  τις κόρες του Μπέμπη, την γυναίκα του. Έγραψα τη βιογραφία του, που μέχρι τότε δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο, το ίδιο και του Βασίλη Καραπατάκη. Βρήκα στοιχεία σε απίστευτα μέρη. Έζησα  συγκλονιστικές καταστάσεις. Έχω κοινά μυστικά με αυτούς τους ανθρώπους που δεν τους γνώρισα, αλλά σχεδόν τους μύρισα. Ένα καλοκαίρι, ήμουν σε μια παραλία και νόμισα ότι είδα τον Χιώτη και τον Σπόρο, με κουστούμια, ότι είχαν έρθει να μιλήσουμε.

Ο Άντονι Πέρκινς σε συνέντευξή του, τη δεκαετία του 1960, είχε πει ότι προτιμούσε τον Χιώτη από τον Μπραμς. Η λαϊκή μουσική μπορεί να υπερβεί σύνορα και στενά βιώματα. Τι λέτε;

Η μουσική από μόνη της μπορεί να σε συνεπάρει. Πόσα «ξένα τραγούδια», όταν ήμασταν μικροί, μάς συνεπήραν, χωρίς να καταλαβαίνουμε τον στίχο. Νιώθαμε ότι μας εκφράζουν απόλυτα, ότι ήταν στο πετσί μας. Αργότερα όταν καταλάβαμε τον στίχο, έλεγε πράγματα τελείως διαφορετικά, από αυτά που φανταζόμασταν.

Η μουσική από μόνη της, όταν είναι αληθινή, όταν έχει ξεπηδήσει από ταλαιπωρημένες ψυχές ή ευτυχισμένες εκφράζει πολύ κόσμο, ανεξαρτήτως γλώσσας.Η πραγματική λαϊκή μουσική έχει πολλή δύναμη, ξεκλειδώνει συναισθήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Μανώλης Χιώτης, την εποχή που έκανε τη δήλωση ο Άντονι  Πέρκινς, έπαιζε παγκόσμια μουσική.

Ήταν η σύγχρονη λαϊκή μας μουσική, αλλά ο ήχος της ήταν παγκόσμιος. Είχε λάμψη η μουσική του, ήταν γκλάμουρους. Το 1960, υπήρχε παγκόσμια άνθηση σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Ο Χιώτης ήταν εκεί μέσα. Αν υπήρχε κάποιος να προωθήσει το έργο του ή αν η MGM (Metro- Goldwyn-Mayer) έβαζε τραγούδια του σε μία δύο ταινίες, θα τον κάνανε θεό του Χόλλυγουντ. Ο Χιώτης εξέφραζε πιο πολύ την εποχή του Πέρκινς, από ό, τι ο Μπράμς.

Πέγκυ Ζάρρου – Γιώργος Αλτής

Έχετε μακρά πορεία σε μικρές και μεγάλες σκηνές, σε ταυτοτικά στέκια, περιγράψτε μας στιγμές που σας έχουν εκτυπωθεί.

Θυμάμαι σε μια συναυλία με τους ΡΑΣΤ στη Μαγιόρκα, παίζαμε σε μια πλωτή εξέδρα, μέσα σε ένα κανάλι, μπροστά στον καθεδρικό ναό. Ορχηστρικά και λίγα τραγούδια. Είχε 2.500 άτομα. Παίζαμε και ήταν λες και δεν υπήρχε κανένας. Στο τέλος κάθε ενότητας, γινόταν χαμός από τα χειροκροτήματα. Και ξαφνικά, ακούστηκαν κάποιες φωνές «Α, ρε Ελλάδα» , ή κάτι τέτοιο. Ήταν Δόκιμοι του Πολεμικού Ναυτικού, που κάνανε ταξίδι κι όταν βγήκαν στο λιμάνι, άκουσαν από μακριά μπουζούκι, μουσική του Ζαμπέτα. Ήρθαν τρέχοντας. Στο τέλος, ήρθαν και μας αγκαλιάσανε. Ήταν πολύ συγκινητικό.

Η μουσική από μόνη της, όταν είναι αληθινή, όταν έχει ξεπηδήσει από ταλαιπωρημένες ψυχές ή ευτυχισμένες εκφράζει πολύ κόσμο, ανεξαρτήτως γλώσσας

Πέρσι τον χειμώνα, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Δημήτρης Βύζας, κανόνισε μια συνάντηση με τους παλιούς μουσικούς του Πάνου Γαβαλά, στο σπίτι της Ρίας Κούρτη. Ο Δημήτρης Βύζας είναι μεγάλο κεφάλαιο στο χώρο του μπουζουκιού. Έχουμε κάνει άπειρες συζητήσεις, πολλές ώρες παρέα, μού έχει παίξει μπουζούκι και έχει προσφερθεί να μου δείξει οτιδήποτε θέλω. Ο Δημήτρης κανόνισε σε εκείνη την συνάντηση να παίξω και εγώ μπουζούκι μαζί του.

Ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Όταν παίξαμε όλοι μαζί και η Ρία Κούρτη άρχισε να τραγουδά «κάθε λιμάνι και καημός», νόμιζα ότι ήμουν στην ηχογράφηση του ιστορικού τραγουδιού και μάλιστα ότι έπαιζα και μπουζούκι. Αξέχαστη εμπειρία που την χρωστάω στον Δημήτρη Βύζα που τόσο αγαπάω και σέβομαι. Γενικά, υπάρχουν πολλές ιστορίες, έχω δει και καβγάδες. Έχω δει παρέα, να σβήνουν τα φώτα και να εξαφανίζεται στο δευτερόλεπτο. Οι σερβιτόροι τους εξαφανίσανε. Και άλλα πολλά.

Δημήτρης Βύζας – Ριά Κούρτη – Γιώργος Αλτής

Είναι ισχυροί οι δεσμοί και οι ελευθερίες ώστε η μουσική που υπηρετείτε να υπάρχει και στο μέλλον; Εξελισσόμενη και όχι ως μουσειακό είδος;

Το είδος που υπηρετώ δεν κινδυνεύει να γίνει μουσειακό. Τα τραγούδια που παίζουμε εκφράζουν απόλυτα τα συναισθήματα αυτών που συνυπάρχουμε μαζί την κάθε βραδιά. Το ότι αυτοί που εμπορεύονται το τραγούδι, ως προϊόν εδώ και χρόνια έχουν άλλες προτιμήσεις, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουμε. Το ότι δεν είμαστε στο mainstream του τώρα, δεν σημαίνει ότι είμαστε παρελθόν. Είμαστε ολοζώντανοι. Καινούρια τραγούδια γράφονται, αλλά δεν ακούγονται.

Ο Χιώτης εξέφραζε πιο πολύ την εποχή του Πέρκινς, από ό, τι ο Μπράμς

Τραγούδια που ο καθένας τα βγάζει μόνος του, τα πληρώνει μόνος του και «τρέφει» το πάθος του. Εγώ, τα τελευταία δύο χρόνια, έχω βγάλει αρκετά τραγούδια. Έχω κάνει δύο τραγούδια σε στίχους του Κώστα Χρηστίδη, που τα τραγούδησε η Χρυσή Παπαγιανούλη, άλλα δύο με τον Μανώλη Τοπάλη σε στίχους του Βαγγέλη Ατραϊδη και την «Άτακτη» («Άτακτη γεννήθηκα») σε στίχους της αγαπημένης μου Αθηνάς Καμπάκογλου, που το είπε η Δήμητρα Σταθοπούλου, κι άλλα πολλά. Αυτά τα παίζουμε στη Βαρβάκειο κι έχουν μεγάλη επιτυχία. Υπάρχει πολύς κόσμος σε αυτό το μετερίζι που παλεύει κι από τη νέα γενιά. Πολύ καλοί μουσικοί, τραγουδιστές και τραγουδίστριες.

Μετά την ηχογράφηση του «Ηριδανού», με τους Σταμάτη Κραουνάκη & Γιάννη Γιοκαρίνη (Μουσική: Γιώργος Αλτής, Στίχοι: Γιώργος Σαλεμής, Album: Ντρίνγκι ντρίγκι χοπ)

 -Όσον αφορά στο γράψιμο, έχετε κάτι στα σκαριά τώρα;

Κοντεύω να τελειώσω τη βιογραφία του Λάκη Καρνέζη, ενός ιστορικού προσώπου του Ελληνικού τραγουδιού. Έχουμε δουλέψει με τον Λάκη, αρκετά χρόνια γι’ αυτό το βιβλίο. Υπάρχουν ιστορίες και στοιχεία που θα βγουν για πρώτη φορά στην δημοσιότητα, ειδικά μέσα από την συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πρώτη φορά θα δούμε την πορεία του Μίκη Θεοδωράκη, μέσα από τα μάτια ενός ξεχωριστού μουσικού. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2024.

Διδάσκετε; θα σας ενδιέφερε;

Κάνω μαθήματα. Πρέπει το μπουζούκι να συνεχίσει να αναπνέει. Μέσα από τη συναναστροφή μου με παλιούς δεξιοτέχνες, έχω μάθει πράγματα που πρέπει να τα παραδώσω στις επόμενες γενιές. Δεν φτάνουν μόνο οι νότες για να μάθει κάποιος μπουζούκι. Το όργανο σού διαμορφώνει σιγά-σιγά  τον χαρακτήρα.

-Κύριε Αλτή, ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι και γιατί;

Είναι πολύ δύσκολο να έχω αγαπημένο τραγούδι. Δεν υπάρχει το τραγούδι που να περικλείει όλα τα συναισθήματα. Κάθε αυθεντικό τραγούδι κρύβει κομμάτια αλήθειας. Ανάλογα με το πώς νιώθω, επιλέγω και τραγούδι. Υπάρχουν λαϊκά τραγούδια που τροφοδοτούν την τρέλα μου και άλλα που την καλμάρουν.

Υπάρχει η «Μπουζουκομανία» του Μπάμπη Μπακάλη και το «Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα» του Μανώλη Χιώτη. Υπάρχει ο «Απόκληρος», υπάρχει και το «Συ μου χάραξες πορεία». Ευτυχώς, είναι πλούσιο το λαϊκό τραγούδι και καλύπτει ποικίλα συναισθήματα.

Τι αποκομίσατε καταγράφοντας την ιστορία του σπουδαίου Γιάννη Μωραΐτη;

Ο Γιάννης Μωραΐτης είναι μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Τον γνώρισα το 1999 και αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα. Είναι πηγή έμπνευσης ο Μωραΐτης. Μύστης του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού. Κουβαλάει επάνω του ζωντανό το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Όταν διηγείται, δεν μεταφέρει νεκρές ιστορίες του παρελθόντος, τις βλέπει μπροστά του. Δεν λέει «θυμάμαι τότε». Όσα σου λέει, γίνανε χθες και θα γίνουν πάλι αύριο, μόλις πάει στη Σατωβριάνδου ή σε κάποιο κέντρο. Στη βιογραφία του, έχει καταγραφεί ένας ολόκληρος κόσμος.

Δεν φτάνουν μόνο οι νότες για να μάθει κάποιος μπουζούκι. Το όργανο σού διαμορφώνει σιγά-σιγά  τον χαρακτήρα

Ονόματα, μαγαζιά, δρόμοι, συνήθειες. Εγώ, μέσα από το βιβλίο και τη συναναστροφή μας, γνώρισα τι γινότανε πραγματικά, εκείνη την εποχή. Είδα πόσο σημαντικός ήταν και ο τελευταίος μουσικός και η άσημη μικρή τραγουδίστρια, στην δημιουργία του πυρήνα του λαϊκού τραγουδιού. Επειδή ο Μωραΐτης δεν είναι εγωιστής, μού διηγήθηκε πρόσωπα και πράγματα, ακριβώς όπως έγιναν. Ανέφερε ονόματα που ποτέ δεν είχαν καταγραφεί. Όλα αυτά, επειδή ήταν πάντα ταπεινός και τον ενδιέφερε να μάθει εκείνον τον κόσμο, καθαρά από αγάπη. Όλες αυτές οι γνώσεις και το αυθεντικό του παίξιμο στο μπουζούκι, επειδή παίζουμε κάθε εβδομάδα εδώ και είκοσι χρόνια, με κάνουν να αισθάνομαι πολύ τυχερός. Οι νότες του και το παίξιμό του, μού έχουν καρφωθεί στην καρδιά.

Πάντα στη Βαρβάκειο και φέτος;

Ναι, στην Μαχαιρίτσα, στη Βαρβάκειο, έχουμε φτιάξει μια πολύ δυνατή κατάσταση. Αρχίσαμε με τους συνεργάτες μου, από το καλοκαίρι του 2021. Η όλη φάση είναι κάτι πρωτόγνωρο. Μέσα στην αγορά, στα χασάπικα, στήνεται γλέντι με φούλ μπουζούκι και λαϊκό τραγούδι. Ο κόσμος είναι ανάμεικτος. Από βόρεια προάστια, νότια προάστια, ροκάδες, κουλτουριάρηδες, παρέες από ταβέρνες, από μπουζούκια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αυτό είναι το κοινό μας. Αυτό το κοινό δεν το αλλάζω με τίποτα! Και στη μέση της βραδιάς, όλοι γίνονται μια παρέα. Ένας φίλος μού είπε, μια βραδιά: «είναι σαν να παίζετε στο Μαρακανά. Τα βιντεάκια σας δεν φαντάζεσαι σε πόσα μέρη του κόσμου έχουν πάει». Πραγματικά, μού έχουν αναφέρει φίλοι από το εξωτερικό ότι τα έχουν δει. Παίζουμε και έχει όρθιους, με μπύρες στο χέρι. Είμαστε το μεγαλύτερο σαλόνι της Αθήνας, που κάθε Παρασκευοσάββατο, γίνονται ξέφρενα πάρτι. Τα κορίτσια μας, η Χρυσή Παπαγιαννούλη και η Πέγκυ Ζάρρου, είναι μοναδικές τραγουδίστριες. Ντιζέζ! Και οι δύο έχουν πει τραγούδια μου και έχουν μεγάλο γκελ, στο κοινό. Τις Παρασκευές, ο κόσμος τραγουδάει με την Χρυσή «Δε γίνεται» και τα «Γλυκά νέρα», ενώ τα Σάββατα με την Πέγκυ, υπάρχουν άτομα που περνάνε για να ακούσουνε  το «Μου λες θα φύγεις» σε στίχους της ποιήτριας Λένας Παππά. Το τραγούδι θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα στις πλατφόρμες.

Όλη η ομάδα είμαστε χρόνια μαζί. Ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ηλεκτρική κιθάρα, ο Θάνος Βρεττός κρουστά και  ο Jony Moas κρουστά. Μαζί μας είναι η Belly dancer Amira Balkis το λουλούδι της Ανατολής, όπως τη λέω εγώ. Φυσικά δεν λείπουν και διάφοροι gest, που είναι οι εκπλήξεις της κάθε βραδιάς. Το κέφι απογειώνεται με τις στοίβες πιάτα που σπάζονται από το απογειωμένο κοινό.

«ΛΑΙΚΑΛΤ» είναι ο τίτλος του προγράμματος, show θα το έλεγα καλύτερα και σημαίνει ΛαϊκάΚαλτ Αλτ-ής. Η Μαχαιρίτσα τα τελευταία δύο χρόνια έχει γίνει στέκι της Αθήνας, με φανατικούς οπαδούς. Παράλληλα με την Μαχαιρίτσα από πέρσι, ξεκινήσαμε μια σειρά αφιερωμάτων μαζί με την αγαπημένη Αθηνά Καμπάκογλου, δημοσιογράφο, παρουσιάστρια και δημιουργό της «Αυλής των Χρωμάτων», στο «Μπαράκι της Διδότου», στο Κολωνάκι. Οι φετινές μας παραστάσεις έχουν τίτλο «Ιστορίες του Μπουζουκιού και της Νύχτας» και είναι βασισμένες σε ιστορίες από τα βιβλία μου «Λαϊκά Πορτραίτα, ΙΙ» και «Η νύχτα είπε καληνύχτα». Οι επόμενες παραστάσεις είναι 30 Ιανουαρίου, 6 και 13 Φεβρουαρίου. Τραγουδούν η Εύα Κανέλλη και ο Μανώλης Τοπάλης. Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει το νέο μας τραγούδι «Ατέλειωτα φιλιά» με την Εύα Κανέλλη, σε στίχους Αθηνάς Καμπάκογλου και μουσική δική μου.

Σχετικά Άρθρα