Λυτρίβη στο libre: Δρομολογείται συντεταγμένα το ζήτημα κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων
«Η αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ύστερα από πολλά χρόνια απαξίωσης», βρίσκεται στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης τονίζει στη συνέντευξη που ακολουθεί η υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Ιωάννα Λυτρίβη.
Ως αρμόδια σε θέματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, η κ. Λυτρίβη περιγράφει τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για την Παιδεία στην Ελλάδα από το 2019 και μετά.
Η ίδια, παραδέχεται ότι οι επαγγελματικές σπουδές συνεχώς υποβαθμίζονται, προσελκύοντας περισσότερο μαθητές χαμηλών επιδόσεων. Την ίδια στιγμή περιγράφει τους τρόπους που τα επόμενα χρόνια η επαγγελματική εκπαίδευση μπορεί να αναβαπτιστεί και να αναβαθμιστεί «ως μια ισάξια εναλλακτική διαδρομή με αυτή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Συνέντευξη
–Κυρία Υφυπουργέ, από το 2020 συγκροτήθηκε και λειτουργεί το Κεντρικό Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης. Ήθελα να σας ρωτήσω ποιοι ήταν οι λόγοι της απόφαση αυτής και ποιο είναι το μέχρι στιγμής αποτύπωμα του νέου αυτού οργάνου;
Η αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ύστερα από πολλά χρόνια απαξίωσης, βρέθηκε στο επίκεντρο των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών για την παιδεία στην Ελλάδα από το 2019 και μετά. Η μεταρρύθμιση στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Διά Βίου Μάθηση (Ε.Ε.Κ. & Δ.Β.Μ.) και όχι σε αποσπασματικές παρεμβάσεις. Τα χρόνια προβλήματα και οι αστοχίες της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα που συνδέονται με τη μειωμένη ελκυστικότητά της, τη στρεβλή αποτύπωση μαθησιακών διαδρομών, την προβληματική διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας και την περιορισμένη και διαρκώς αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα του περιεχομένου των προγραμμάτων της, διογκώθηκαν από την απουσία συντονισμού και ενιαίου σχεδιασμού και την απουσία ουσιαστικού ελέγχου και αξιολόγησης ειδικά στο πεδίο της μη τυπικής μάθησης. Έτσι, με τον ν. 4763/20 συστάθηκε το Κεντρικό Συμβούλιο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Κ.Σ.Ε.Ε.Κ.), ως το βασικό όργανο διακυβέρνησης της ΕΕΚ, σε κεντρικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, εκπροσώπων της αγοράς και λοιπών εμπλεκόμενων φορέων, και σε λειτουργική διασύνδεση με την περιφέρεια, μέσω των αντίστοιχων περιφερειακών συμβουλίων σύνδεσης με την παραγωγή και την αγορά εργασίας. Στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται η μελέτη και αξιοποίηση των πορισμάτων του μηχανισμού διάγνωσης αναγκών, αλλά και των εισηγήσεων των περιφερειακών συμβουλίων και στη βάση αυτών, η συστηματική αναπροσαρμογή των επαγγελματικών τομέων και των ειδικοτήτων που προσφέρονται στις δομές της ΕΕΚ, η δημιουργία και ένταξη νέων τομέων και ειδικοτήτων, ειδικών μαθημάτων, προγραμμάτων και δραστηριοτήτων στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και στην περίπτωση αλληλεπικαλύψεων, η κατάργησή τους, η διασφάλιση της ποιότητας των εισροών και εκροών της παρεχόμενης μη τυπικής και άτυπης μάθησης. Από τη συγκρότησή του, τον Φεβρουάριο του 2021, μέχρι σήμερα το Κ.Σ.Ε.Ε.Κ. έχει πραγματοποιήσει 18 συνεδριάσεις, με πλούσια ύλη, με πολυφωνία, με δημιουργικότητα.
–Στην Ελλάδα η επαγγελματική εκπαίδευση συνήθως αφορά μαθητές με χαμηλές επιδόσεις. Δεν πρόκειται δηλαδή για επιλογή, στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά για μια διέξοδο ώστε οι μαθητές με κακούς βαθμούς να βρουν έναν τρόπο να ολοκληρώσουν το σχολείο.
Είναι γεγονός ότι όλες οι στατιστικές και οι διαθέσιμοι δείκτες μαρτυρούν τη συνεχή υποβάθμιση των επαγγελματικών σπουδών ως συνειδητής επιλογής ζωής για τις νεότερες γενιές, την ίδια στιγμή που η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται να επενδύει τις ελπίδες της για ανάπτυξη στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού πρότυπου. Πρόκειται για ένα κομβικό παράδοξο: από τη μια, ευαγγελιζόμαστε την ανάπτυξη μέσα από την παραγωγική ανασυγκρότηση κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, επικαλούμενοι τις ανοιχτές κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας, ενώ από την άλλη συνεχίζουμε να περιβάλουμε με συγκαταβατική απαξία και να θέτουμε το στίγμα της αποτυχίας στους νέους ανθρώπους που σχεδιάζουν την επαγγελματική τους ζωή μέσα στην παραγωγή διεκδικώντας τη θέση τους στον κόσμο της εργασίας. Εν ολίγοις, έχουμε μεγάλη δυσκολία να μετακινηθούμε από μια αντίληψη συνεχούς κοινωνικής απαξίωσης της γνώσης και της μάθησης που συνδέεται με την παραγωγή και την εργασία. Έτσι, για πολλά χρόνια οι δομές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης στη χώρα μας, λειτουργούσαν μεταξύ τους κάπως ασύνδετα. Κάθε δομή επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, κατέληγε σε ένα δικό της αδιέξοδο, που εμπόδιζε στην πραγματικότητα, τη συνεχή εξέλιξη και τη σταδιοδρομία των σπουδαστών και των μαθητών.
Από την άλλη, κάθε δομή επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, αρκούνταν στους πεπερασμένους πόρους και τις δυνατότητες που τους παρέχονταν, ασφυκτιώντας, ουσιαστικά, εντός των στενών θεσμικών της ορίων. Να το πούμε ξεκάθαρα. Για δεκαετίες, δεν ανοίγαμε δρόμους και δεν χτίζαμε γέφυρες, αλλά ορθώναμε τείχη και φτιάχναμε, με έναν τρόπο, αδιέξοδα. Έτσι καταλήξαμε η επαγγελματική εκπαίδευση να προσελκύει περισσότερο μαθητές χαμηλών επιδόσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτό. Είναι εθνικός στόχος να πάψει η επαγγελματική εκπαίδευση να θεωρείται ο παρίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Και σε αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε συστηματικά από το 2019. Ξεκινώντας από τον νόμο του 2020 και προχωρώντας με την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας, μπορούμε πραγματικά να μιλάμε όχι μόνο για εθνικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά και για ένα πραγματικό δίκτυο παραγωγικής ανάπτυξης και αναβάθμισης δεξιοτήτων που θα καλύπτει το σύνολο των περιφερειών της χώρας. Η επαγγελματική εκπαίδευση εδραιώνεται ως μια ισάξια εναλλακτική διαδρομή με αυτή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε για να σπάσουμε το στίγμα, όμως οι βάσεις έχουν πλέον τεθεί, και είναι γερές.
–Πιστεύετε ότι ένα καλύτερο σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αρκεί να μειώσει την ανεργία ή να συμβάλει στην δημιουργία καλύτερων και καλύτερα αμειβόμενων δουλειών; Και κάτι συναφές, πώς αντιμετωπίζετε το μείζον ζήτημα της κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων;
Ναι. Το πιστεύω ακράδαντα. Με την προϋπόθεση όμως ότι παύουμε από χθες να αντιμετωπίζουμε τις δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης ως υποβαθμισμένα σχολεία χαμηλών προσδοκιών. Εδώ και δυο δεκαετίες μιλάμε για την κοινωνία της γνώσης και πιο πρόσφατα αρχίσαμε να ανησυχούμε για τις επιπτώσεις της ψηφιακής μετάβασης των επιχειρήσεων στους δείκτες της ανεργίας. Χρειαζόμαστε επειγόντως να επανεξετάσουμε την σχέση της γνώσης με την εργασία και αυτό σημαίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Το νέο εθνικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν απευθύνεται μόνο στους μελλοντικούς μαθητές και τους σπουδαστές του. Φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως εκκολαπτήριο νέων παραγωγικών μεθόδων, θεσμός παραγωγής τεχνογνωσίας και διάχυσης καινοτομιών. Για αυτό τον λόγο, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και διοίκησης αναβαθμίζεται ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων και φορέων της αγοράς όπως τα επιμελητήρια. Για αυτό τον λόγο η πρακτική άσκηση σπουδαστών και μαθητών μετατρέπεται σε κρίσιμο εργαλείο διασύνδεσης των δομών επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενώ τα Γραφεία Επαγγελματικής Ανάπτυξης και Σταδιοδρομίας αποκτούν κεντρικό ρόλο στην συνεχή επικοινωνία των εκπαιδευτικών δομών με τις τοπικές κοινωνίες και τις περιφερειακές αγορές εργασίας. Ως προς το μείζον – θα συμφωνήσω – ζήτημα της κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων, ζήτημα, εν πολλοίς αρρύθμιστο διαχρονικά, που εντάθηκε με την κατάργηση των ΤΕΙ, δρομολογείται συντεταγμένα με συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Ήδη, προχωρήσαμε στον καθορισμό της αντιστοιχίας των επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων του τμήματος Ναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ) με το τμήμα Ναυπηγών Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής ΑΕΙ με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Υποδομών και Μεταφορών, και Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Και συνεχίζουμε.
–Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι εδώ και πολλά χρόνια – και κυρίως μετά την έναρξη της κρίσης – η δημόσια εκπαίδευση έχει υποβαθμιστεί σε τεράστιο βαθμό. Μήπως τελικά χρειάζεται κάτι περισσότερο από έναν σχεδιασμό ο θεσμός της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα;
Είναι γεγονός ότι ο σχεδιασμός και οι καλές προθέσεις δεν αρκούν για την ενίσχυση και αναβάθμιση της εκπαίδευσης, του πιο ισχυρού ιμάντα κοινωνικής κινητικότητας στη χώρα μας. Έτσι, η παρούσα κυβέρνηση, σχεδίασε μεθοδικά, παρουσίασε στη λεπτομέρεια προεκλογικά, και από το 2019, με σταθερά και γενναία βήματα, υλοποιεί μια στρατηγική για τη συνολική αναβάθμιση της εκπαίδευσης στη χώρα μας. Ξεκινώντας από τη βάση της πυραμίδας, την προσχολική εκπαίδευση, και προχωρώντας με μεταρρυθμίσεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την ανώτατη εκπαίδευση, την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και τη δια βίου μάθηση, την ειδική αγωγή και εκπαίδευση. Η φροντίδα όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλες τις βαθμίδες είναι κρίσιμη προτεραιότητα και στρατηγική για την κυβέρνηση. Αυτός είναι και ο λόγος που η συστηματική προσπάθεια εντείνεται διαρκώς με νέες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες για την εξυγίανση όλων των βαθμίδων. Είμαστε απόλυτοι σε αυτό, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού και καμία ανοχή σε όσους αποπειραθούν να υποβαθμίσουν ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς εθνικής ανάπτυξης που είναι η εκπαίδευση για τη χώρα μας.