Αντίφαση: Η κυριαρχία Μητσοτάκη, η “κατάρα” της δεύτερης τετραετίας και η ανυπαρξία των “άλλων”
Η χώρα και το πολιτικό της σύστημα βυθίζεται ολοένα και περισσότερο τους τελευταίους μήνες σε μία ιδιότυπη πολιτική αντινομία, απότοκο του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου του 2023 και της “κατάρας της δεύτερης τετραετίας” που αρχίζει και βαραίνει την κυβέρνηση. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σκιαγραφούν μία κρίσιμη πολιτική καμπή με τους πολίτες/ψηφοφόρους να καταδικάζουν τις κυβερνητικές πολιτικές σχεδόν σε όλα τα μεγάλα θέματα, από την άλλη, όμως, προσφέρουν άνετη πολιτική κυριαρχία στον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία βασίζεται εν πολλοίς στο ογκούμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης στα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και ΠΑΣΟΚ).
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που περιγράφεται από μία μεγάλη αντίφαση και ως εκ τούτου οι ευρωεκλογές του Ιουνίου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για την εκπροσώπηση της χώρας στους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς αλλά και για την διαμόρφωση του εσωτερικού πολιτικού χάρτη.
Οι μετρήσεις είναι αποκαλυπτικές: Από τη μια, η κυβέρνηση διατηρεί μια συντριπτική υπεροχή έναντι της αντιπολίτευσης -μαζί τα τρία επόμενα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) ίσα που αθροίζουν την επιρροή που έχει μόνη η ΝΔ. Από την άλλη, τεράστια είναι τα ποσοστά απόρριψης κεντρικών κυβερνητικών πολιτικών, ανάλογά τους συναντάς μόνο σε κυβερνήσεις που είναι σε αποδρομή: Όπως έδειξε η Metron Analysis, μόνο 21% επικροτούν την πολιτική Παιδείας, 20% τη φορολογική πολιτική, 18% την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, 15% της διαφθοράς, 14% της ακρίβειας, 13% επικροτούν την πολιτική υγείας και 11% την πολιτική κατά της εγκληματικότητας.
Ο συνδυασμός αυτών των ευρημάτων δείχνει ότι η κυριαρχία της κυβέρνησης στηρίζεται κυρίως στην έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους, που δεν πείθουν ότι μπορούν να εγγυηθούν τη σταθερότητα στη διακυβέρνηση του τόπου. Δύναμή της, η αδυναμία των αντιπάλων της -όχι τόσο η θετική αποτίμηση των πολιτικών της, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει μία ανάλυση του KREPORT.
Το πολιτικό και επικοινωνιακό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου επιδεικνύει εντυπωσιακή ευελιξία στον χειρισμό των μεγάλων θεμάτων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται “γκάζι στις μεταρρυθμίσεις”, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει την πολιτική κόπωση της κυβέρνησής του, η οποία επέδειξε πενιχρή αποτελεσματικότητα και έμπνευση τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Τους δύο τελευταίους μήνες συμβαίνει το εξής ενδιαφέρον: το πολιτικό σύστημα αντιπαρατίθεται επί κεντρικών κυβερνητικών πολιτικών, κυρίως στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, τις οποίες, όμως, ουδείς γνωρίζει στο σύνολό τους. Κανένα σχέδιο νόμου δεν έχει ανακοινωθεί, όλα περιστρέφονται γύρω από τις γενικές περιγραφές που έχει κάνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί. Έτσι, το Μέγαρο Μαξίμου κατορθώνει να χειρίζεται τόσο τις εσωτερικές (στη Ν.Δ) αντιδράσεις, όσο και την κοινωνική πίεση, αξιοποιώντας στο έπακρο τις αντιφάσεις και τους ακατανόητους ελιγμούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης που σύρονται από την “επικαιρότητα” που διαμορφώνει η ίδια η κυβέρνηση.
Η κυβερνητική φθορά που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις δεν διοχετεύεται στα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι κοινωνικές αντιδράσεις παραμένουν ανοργάνωτες και ενίοτε μετέωρες. Ως προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, η πολιτική ρευστοποίηση συγκρατείται περισσότερο στο εσωτερικό της Ν.Δ, με την σκληρή δεξιά πτέρυγα να αυτονομείται χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την παραταξιακή συνοχή, και κατά ένα μικρό βαθμό κινείται προς την “Ελληνική Λύση” του Κυριάκου Βελόπουλου ή την γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων.
Στο μείζον θέμα των αγροτών, η οργή των Θεσσαλών για την καθυστέρηση καταβολής αποζημιώσεων και τα αδιέξοδα που έχουν δημιουργήσει οι πρόσφατες καταστροφές εκτονώνεται προς το παρόν στα μπλόκα, με αβέβαιη πολιτική έκφραση, πλην ίσως κάποιας ενίσχυσης του ΚΚΕ, το οποίο δημοσκοπικά διανύει την καλύτερη περίοδό του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η μεγάλη αναταραχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εν αναμονή του νομοσχεδίου για τα μη κρατικά ΑΕΙ, αντιμετωπίζεται “τεχνικά” (ψηφιακές εξετάσεις) και ενδεχομένως κατασταλτικά- κάτι τέτοιο, φυσικά, θα φουντώσει την φωτιά.
Είναι ωστόσο εντυπωσιακό πως με τόσα μεγάλα ανοικτά κοινωνικά μέτωπα που γεννούν δυσαρέσκεια ακόμα και στο εκλογικό ακροατήριο της Ν.Δ, και με τον εφιάλτη της ακρίβειας να παραμένει και να “ροκανίζει” τα εισοδήματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σχεδόν αλώβητος και πάντως πολιτικά κυρίαρχος. Είναι αυτός που αίρεται πάνω από μία κουρασμένη κυβέρνηση και αποτρέπει την μεγαλύτερη δημοσκοπική φθορά, παίζοντας το πολιτικό χαρτί του “ενός”, ήτοι αναδεικνύοντας την αδυναμία των άλλων παικτών -κυρίως του Στέφανου Κασσελάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη– να εμφανιστούν ως πειστικές εναλλακτικές προτάσεις. Ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ προκαλεί απορία γιατί δεν μπορεί να δει τα ποσοστά του να αυξάνονται σημαντικά και να εδραιώνεται ως η “άλλη λύση”, ιδιαίτερα όταν έχει στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης να αντιμετωπίσει έναν “ζαλισμένο” και συχνά χωρίς αρχή, μέση και τέλος ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.
Αν αυτό το στοιχείο ήρθε για να μείνει ή είναι περαστικό, θα φανεί στο άμεσο μέλλον. Η τρέχουσα ευρωπαϊκή εμπειρία πάντως, αν λέει κάτι, δείχνει ότι όταν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα πεισθούν ότι οι ασκούμενες πολιτικές δεν είναι «για αυτά», κατατείνουν στην αναζήτηση μιας νέας σταθερότητας, αναζήτηση που, αν λείπει πειστική δημοκρατική εναλλακτική, αποκτά μια δυναμική μεγάλης αστάθειας. Κάπου υπάρχει κι εδώ ένα σημείο μη επιστροφής.