Ούτε Μέση Ανατολή, ούτε Ουκρανία:Οι καθηγητές Ρούσος-Αλεξίου αναλύουν στο libre πού θα κριθούν οι εκλογές
Η εσωτερική πολιτική είναι εκείνη που θα επηρεάσει περισσότερο τους Αμερικανούς ψηφοφόρους ενόψει των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Λιγότερο θα επηρεάσει η εξωτερική πολιτική, ακόμη και αν περιλαμβάνει τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Οι καθηγητές Σωτήρης Ρούσσος και Νίκος Αλεξίου αναφέρονται στις εξελίξεις και περιγράφουν τους παράγοντες που θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εξελίξεων.
Σ’ ό,τι αφορά το εσωτερικό η οικονομία, η μετανάστευση είναι τα θέματα που κυριαρχούν. Επίσης ο ανταγωνισμός Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων σε θέματα που αφορούν την πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, τα δικαιώματα των Γυναικών και των Μειονοτήτων καθώς και της LGBTQ+ κοινότητας, παραμένουν ψηλά στην ατζέντα.
Από την άλλη, η εμπλοκή δισεκατομμυριούχων όπως του Έλον Μάσκ και του Τζέφ Μπέζος υπέρ των Ρεπουμπλικάνων μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στις εκλογές.
Σχεδόν σίγουρο ωστόσο είναι ότι το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών δεν θα κριθεί από την αμερικανική στάση στη Μέση Ανατολή ούτε καν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι αμερικανικές εκλογές και η Μέση Ανατολή
Είναι βέβαιο ότι το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών δεν θα κριθεί από την αμερικανική στάση στη Μέση Ανατολή ούτε καν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η οικονομία, η μετανάστευση και λιγότερο η θεσμική αποδυνάμωση της αμερικανικής δημοκρατίας είναι στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας. Και οι δύο υποψήφιοι στηρίζουν με διαφορετικά «εκφραστικά μέσα» το Ισραήλ και το μόνο που επιθυμούν είναι ο τερματισμός της σύγκρουσης στην Γάζα και τον Λίβανο. Δεν είναι όμως διατεθειμένοι να ασκήσουν σοβαρή πίεση στο Τελ Αβίβ για να επιτευχθεί σταθερή και μακροχρόνια εκεχειρία. Ο Τραμπ θέλει να τελειώνει η σφαγή των Παλαιστινίων για να περιλάβει τη Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ και να ολοκληρώσει έτσι τη αρχιτεκτονική ασφαλείας που είχε ήδη σχεδιάσει. Σε αυτό ταυτίζεται με την κυβέρνηση Νετανιάχου, η οποία υποστηρίζει ότι η εξουδετέρωση της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, των δύο βασικών βραχιόνων του Ιράν στον αραβικό κόσμο, ανοίγει για μια νέα στρατηγική ασφάλειας που θα περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Άλλωστε πρέπει να αναγνωριστεί ότι η σφαγή των Παλαιστινίων δεν οδήγησε στην ακύρωση των Συμφωνιών του Αβραάμ από τα αραβικά κράτη που τις υπέγραψαν. Η Καμάλα Χάρις από την άλλη πλευρά, βρίσκεται μάλλον σε αδύναμη θέση καθώς δεν προτείνει μια στρατηγική που να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες που επικρατούν στη Μέση Ανατολή και στο Παλαιστινιακό αλλά αναμασά το διπλωματικό κλισέ της λύσης των δύο κρατών χωρίς να έχει ιδέα πώς θα φτάσουν σε αυτό.
Εκεί που υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι οι σχέσεις με το Ιράν. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διαμόρφωσε ένα πλαίσιο εξωτερική πολιτικής στη Μέση Ανατολή, η οποία περιλάμβανε την διαπραγμάτευση για την επιστροφή στη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν (JCPOA) και την διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με την Τεχεράνη μέσω κυρίως του Ομάν. Το πλαίσιο αυτό αναμένεται να ακολουθήσει και η Χάρις θεωρώντας ότι η συμφωνία JCPOA, που υπεγράφη το 2015 για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και από την οποία αποχώρησε μονομερώς η κυβέρνηση Τραμπ, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση των εντάσεων στην περιοχή. Από την άλλη μεριά ο Τραμπ στηρίζει μια πιο σκληρή στάση απέναντι στο Ιράν και εκφράζει την αντίθεση του στην αναβίωση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αντιθέτως υποστηρίζει την αύξηση της οικονομικής πίεσης μέσω αυστηρότερων και αποτελεσματικότερων κυρώσεων και συνεχούς στρατιωτικής πίεσης στο Ιράν και τους συμμάχους στον «άξονα της αντίστασης».
Η συνδυασμένη πίεση Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ μπορεί όμως να λειτουργήσει και ως πολύ ισχυρό κίνητρο για επίσπευση της απόκτησης πυρηνικού όπλου από το Ιράν ως την τελική γραμμή αποτροπής. Είναι μάλιστα πιθανό η Ρωσία να ξεπεράσει τις σοβαρές επιφυλάξεις της για την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν κατανοώντας ότι τυχόν ραγδαία αποδυνάμωση του Ιράν θα αυξήσει την επιρροή της Δύσης σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή για τη Μόσχα.
Παρά τις κρίσιμες ώρες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όποιος/α τελικά νικήσει στις εκλογές δεν θα προχωρήσει γρήγορα σε σημαντικές πρωτοβουλίες στη Μέση Ανατολή. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης τους οι πρόεδροι των ΗΠΑ εστιάζουν πάντα στα εσωτερικά προβλήματα και αυτά απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών πρωτοβουλιών, εκτός βέβαια αν υπάρξει ένα γεγονός του μεγέθους της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αμερικανικές Εκλογές 2024: Μερικές Σκέψεις
Οι Αμερικανικές εκλογές που θα διεξαχθούν την Τρίτη, 5 Νοεμβρίου αναμένεται να είναι μια από τις πιο κρίσιμες και αμφιλεγόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην πρόσφατη ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Με το πολιτικό τοπίο να παραμένει έντονα πολωμένο, οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ διαφορετικών οραμάτων για το μέλλον της χώρας.
Το αποτέλεσμα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και για την παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη.
Να σημειώσουμε ότι η ημέρα των εκλογών είναι εργάσιμη, και σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών σε ηλικία ψήφου αναμένεται να είναι περίπου 258 εκατομμύρια. Αυτός ο αριθμός αντιπροσωπεύει το θεωρητικό μέγιστο των δυνητικών ψηφοφόρων. Στις προεδρικές εκλογές του 2020, περίπου 213,8 εκατομμύρια Αμερικανοί ήταν εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι. Αναμένεται ότι αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί ελαφρώς για τις εκλογές του 2024.
Μερικά από τα κεντρικά ζητήματα που κυριαρχούν στην προεκλογική ατζέντα περιλαμβάνουν:
Οικονομία και Πληθωρισμός. Η οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία και ο έλεγχος του πληθωρισμού αποτελούν πρωταρχικές ανησυχίες για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους.
Μετανάστευση. Η μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού συστήματος και η ασφάλεια των συνόρων παραμένουν αμφιλεγόμενα θέματα, με τις δύο πλευρές να προτείνουν διαφορετικές προσεγγίσεις.
Καθώς επίσης, Υγειονομική Περίθαλψη, Εθνική Ασφάλεια, και Κλιματική Αλλαγή.
Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από τη διάκριση μεταξύ της λαϊκής ψήφου και του Εκλεκτορικού Κολλεγίου. Η Λαϊκή Ψήφος αντιπροσωπεύει το σύνολο των ψήφων που λαμβάνει κάθε υποψήφιος από το εκλογικό σώμα σε εθνικό επίπεδο. Το Εκλεκτορικό Κολλέγιο είναι το σύστημα μέσω του οποίου εκλέγεται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ. Κάθε πολιτεία έχει έναν αριθμό εκλεκτόρων ανάλογο με τον πληθυσμό της. Ο υποψήφιος που κερδίζει την πλειοψηφία σε μια πολιτεία, συνήθως, αλλά όχι αναγκαστικά, λαμβάνει όλους τους εκλέκτορές της.
Το Εκλεκτορικό Κολλέγιο αποτελείται από 538 εκλέκτορες, κατανεμημένους στις 50 πολιτείες και την Περιφέρεια της Κολούμπια. Για να εκλεγεί ένας υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει 270 εκλέκτορες. Έτσι, επειδή το Εκλεκτορικό Κολλέγιο, παίζει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, οι υποψήφιοι επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε πολιτείες που μπορούν να κερδίσουν οριακά, γνωστές ως «αμφίβολες» (swing states).
Σκιαγραφώντας ορισμένους πολιτικούς παράγοντες:
Αριστερά Κινήματα. Τα προοδευτικά και αριστερά κινήματα έχουν αποκτήσει σημαντική δυναμική τα τελευταία χρόνια. Υποστηρίζουν πολιτικές όπως το Εθνικό Σύστημα Υγείας για όλους, ή την αύξηση του κατώτατου μισθού, κι έχουν ωθήσει, σε κάποιο βαθμό, τους Δημοκρατικούς προς πιο προοδευτικές θέσεις, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι είναι αντίθετοι σε όποια δημοκρατική μεταρρύθμιση.
Γυναίκες και Μειονότητες. Η συμμετοχή και εκπροσώπηση των γυναικών και των μειονοτήτων στην πολιτική διαδικασία αποτελεί κρίσιμο ζήτημα. Όσον αφορά τις φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες, σίγουρα η φυλετική δικαιοσύνη και η ισότητα αποτελούν κεντρικά θέματα, ιδιαίτερα μετά τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter.
Επίσης, τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από διακρίσεις, παραμένουν σημαντικά θέματα.
Όμως και η εμπλοκή των πολύ πλουσίων υποστηρικτών όπως ο Έλον Μάσκ ή του Τζέφ Μπέζος υπέρ των Ρεπουμπλικάνων μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στις εκλογές. Ενώ προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα σε επίπεδο χρηματοδότησης και επιρροής, μπορεί επίσης να προκαλέσει αντιδράσεις και να εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ισότητα και τη δημοκρατική διαδικασία. Η τελική επίδραση θα εξαρτηθεί από το πώς αυτή η υποστήριξη θα αξιοποιηθεί και πώς θα αντιδράσουν οι ψηφοφόροι και οι αντίπαλοι πολιτικοί.
Οι εκλογές του 2024 αναμένεται να είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές, με τα δύο κύρια κόμματα να προσπαθούν να κινητοποιήσουν τη βάση τους και να προσελκύσουν αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Η έκβαση θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των υποψηφίων να απευθυνθούν στις ανησυχίες των Αμερικανών για τα προαναφερθέντα κεντρικά πολιτικά ζητήματα.