Πολιτικό σύστημα σε κενό …αυτοδυναμίας- Ο “Κανένας”, οι εσωστρέφειες και τα ανεπίλυτα καθημερινά προβλήματα

 Πολιτικό σύστημα σε κενό …αυτοδυναμίας- Ο “Κανένας”, οι εσωστρέφειες και τα ανεπίλυτα καθημερινά προβλήματα

Με (έως τώρα) δεδομένα το 28% που συγκέντρωσε στις ευρωεκλογές και την εκτίμηση ψήφου στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις (GPO, Metron Analysis, Τάσεις MRB) κοντά στο 30%, η Ν.Δ φαίνεται πόρρω να απέχει από το όριο αυτοδυναμίας του 38%+ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Βεβαίως, στο Μέγαρο Μαξίμου δικαιούνται να πιστεύουν πως μέχρι το 2027, που είναι -εάν δεν αλλάξουν οι σχεδιασμοί του πρωθυπουργού- εκλογική χρονιά, μπορούν να αντιστρέψουν την καθοδική πορεία και να επαναφέρουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των 1.000.000 ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος που προτίμησαν να μην φτάσουν στις (ευρω)κάλπες ή εκείνους που κινήθηκαν σε πολιτικά σχήματα δεξιότερα.

Θεωρητικά όλα είναι πιθανά, όμως η κυβέρνηση παρουσιάζει εδώ και καιρό σημάδια κόπωσης και αναποτελεσματικότητας και, κυρίως, δείχνει να απομακρύνεται από τις προσδοκίες του εκλογικού της σώματος και τα πραγματικά καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Ισχυρότερο όπλο της ήταν και παραμένει ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης και η απουσία εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, όμως, όπως διαπιστώνεται και στις Τάσεις της MRB, ο “Κανένας” προηγείται πάνω από δέκα μονάδες στην “καταλληλότητα για πρωθυπουργός” έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι αμφίβολο εάν οι σημερινοί οπαδοί του “Κανένα” εκδηλωθούν εκλογικά υπέρ της Ν.Δ, ή εάν συνεχιστεί η τάση αποχής, ακόμα και η μετακίνησή τους στη ζώνη διαμαρτυρίας.

ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δίνουν, είναι αλήθεια, πολλές πολιτικές αναπνοές στη Ν.Δ, βυθισμένα καθώς είναι στην εσωστρέφεια ή την έπαρση –κυρίως η Κουμουνδούρου– πως χάρη σε αυτά κατακρημνίστηκε από το 41% το κυβερνών κόμμα. Επειδή, όμως, η επιτελική ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου δεν συνηθίζει να αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους, ήδη –όπως αποκαλύπτουν ρεπορτάζ φιλοκυβερνητικών μέσωνυποβάλλονται στον πρωθυπουργό εισηγήσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου ώστε να είναι ευκολότερη η επίτευξη αυτοδυναμίας.

Ακόμα κι έτσι, όμως, είναι σαφές πως όσο η κυβέρνηση δεν αποκτά αντανακλαστικά αποτελεσματικότητας στα μείζονα προβλήματα των πολιτών (ακρίβεια, υγεία, εγκληματικότητα κ.ά), και όσο προκαλούνται συγκρούσεις με μεγάλες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, τόσο το κλίμα θα βαραίνει. Για παράδειγμα, με τις απειλές του υπουργού Υγείας προς τους ιδιώτες γιατρούς που αντιδρούν στην πρόσκληση να στελεχώσουν το καταρρέον Εθνικό Σύστημα Υγείας (κυρίως στα περιφερειακά νοσοκομεία και δη αυτά των νησιών), δεν βαθαίνει μόνο το χάσμα με την συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα που πρόσκειται στη Ν.Δ αλλά και αποκαλύπτεται η αδυναμία να εφαρμοστούν μόνιμες και ορθολογικές λύσεις για το πρόβλημα υποστελέχωσης του ΕΣΥ.

Η αλλαγή του εκλογικού νόμου θα ήταν μεν μία “τεχνικού τύπου υπεκφυγή” για την εκμαίευση συνθηκών αυτοδυναμίας, όμως από την άλλη είναι πιθανό να εκληφθεί ως ομολογία ουσιαστικής πολιτικής αδυναμίας και να ενισχύσει έτι περαιτέρω την αποδυνάμωση της κυβέρνησης, ακόμα κι αν δεν υπάρχει επικίνδυνος πολιτικός αντίπαλος.

Το Μέγαρο Μαξίμου δεν μπορεί να βασίζεται ,ούτε στην εσωστρέφεια που παράγει η εσωκομματική εκλογή στο ΠΑΣΟΚ, ούτε, φυσικά, στον αλλοπρόσαλλο πολιτικό χαρακτήρα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ που δημιουργεί ρήγμα με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Έστω και αργά θα δημιουργηθούν νέες συνθήκες και τα νέα πρόσωπα που σταδιακά αναδεικνύονται θα αντιληφθούν πως, ούτε μόνο του το ΠΑΣΟΚ, ούτε μόνος του αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να απειλήσουν ουσιαστικά τη Ν.Δ σε βάθος τριετίας.

Θα καταστεί δε κατανοητό ότι εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση στις επόμενες βουλευτικές εκλογές δεν θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ίσως, μάλιστα, ενισχυθεί ακόμα περισσότερο το πολιτικό φάσμα στα δεξιά της Ν.Δ, και ο κατακερματισμός στην κεντροαριστερά θα δυσχεράνει πολύ τον σχηματισμό ακόμα και κυβέρνησης συνεργασίας. Εάν, όμως, υπερισχύσουν οι φωνές εκείνων που προτείνουν εκλογική συμπόρευση πολιτικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων στα αριστερά της Ν.Δ, τότε ίσως προβάλλει μία σχετικά πειστική εναλλακτική εκδοχή διακυβέρνησης.

Το τελευταίο παρεμποδίζεται προσώρας από τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Νίκος Ανδρουλάκης και Στέφανος Κασσελάκης δείχνουν να προτιμούν να διατηρήσουν σχήματα σχήματα αυτονομίας που ναι μεν θα συνομιλούν (αενάως) και ίσως και θα συνεργάζονται ad hoc κοινοβουλευτικά, θα παραπέμπουν, ωστόσο, σε συγκλίσεις στη βάση που δεν θα παράγουν συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει, από την άλλη, ότι μία νέα ηγεσία στη Χαριλάου Τρικούπη ίσως οδηγήσει σε ανασυνθέσεις, τις οποίες θα ακολουθήσουν πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με μακρά κοινοβουλευτική και κυβερνητική εμπειρία, τα οποία σήμερα ασφυκτιούν στο “οχυρό” του κ. Κασσελάκη, αλλά και βουλευτές και στελέχη της “Νέας Αριστεράς”.

Με την παρότρυνση πολιτικών προσωπικοτήτων με επιρροή κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην συγκρότηση ενός ευρύτερου σχήματος συμπόρευσης που θα αποκτούσε χαρακτήρα αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει κυβέρνησης.

[Από τα …ραντάρ, ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι οι εξελίξεις σχετικά με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι απίθανο να δράσουν και προς την αντίθετη κατεύθυνση: να προσφέρουν, δηλαδή, προϋποθέσεις για συνεργασία ακόμα και με τη Ν.Δ. Μέχρις ώρας, μόνο ο Χάρης Δούκας και ο Μιχάλης Κατρίνης έχουν εκφραστεί απολύτως αρνητικά σε κάτι τέτοιο, μένει να δούμε πως θα επιδράσει σε όλα αυτά και η πιθανότατα νέα υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου]

Ο χρόνος δεν είναι, όμως, σύμμαχος κανενός. Ούτε του Κυριάκου Μητσοτάκη, ούτε του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Ο πρώτος θα βρίσκει μπροστά του τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και δεν μπορεί να ελπίζει μόνο στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Αναμφισβήτητα, ως κυβέρνηση έχει και θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, όμως τα “καύσιμα” τελειώνουν και τα λάθη δεν διορθώνονται μόνο με ανασχηματισμούς. Τα ελληνοτουρκικά αλλά και τα κοινωνικά θέματα θα παράγουν εσωτερικές αντιθέσεις και θα κινητοποιούν τους πρώην πρωθυπουργούς, η δε συνοχή της Κ.Ο θα δοκιμαστεί με την εκλογή ΠτΔ, στην οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να βρει την κατάλληλη λύση για να αποφύγει νέους κραδασμούς.

Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται νέα πολιτική ταυτότητα και νέο αφήγημα. Ταυτότητα που θα υπερβαίνει το ερώτημα “με ποιόν θα πάτε” (το οποίο θα ενταθεί στην πορεία προς μία εκλογική αναμέτρηση σε πιθανό κενό αυτοδυναμίας) και αφήγημα με πρωταγωνιστικές πρωτοβουλίες. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη πορεύεται προς μία νέα διάσπαση καθώς οι συνεχείς προκλήσεις του προς τον πρώην πρωθυπουργό και ιστορικό ηγέτη του χώρου αργά ή γρήγορα θα προκαλέσουν εξελίξεις.

Σχετικά Άρθρα