Αλέξης Χαρίτσης: Η κυβέρνηση των χαμένων ευκαιριών
Στις 15 Μαρτίου ο οίκος Moody’s δημοσίευσε την περιοδική αξιολόγησή του για την ελληνική οικονομία σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα παρέμεινε στην επενδυτική βαθμίδα Baa1· δεν κατάφερε, δηλαδή, να λάβει επενδυτική βαθμίδα ανεπτυγμένης χώρας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια απότομη προσγείωση για το κυβερνητικό επιτελείο το οποίο ήλπιζε ότι η νέα έκθεση θα αποτελούσε άλλο ένα λιθαράκι για την εμπέδωση του success story στην οικονομία που φιλοτεχνεί για τον εαυτό της η ΝΔ. Πού έχει όμως στηριχθεί αυτό το αφήγημα και γιατί μια προσεκτικότερη ματιά στα οικονομικά δεδομένα αποκαλύπτει μια διαφορετική πραγματικότητα;
Του Αλέξη Χαρίτση, Βουλευτή Μεσσηνίας, Πρόεδρος της Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς
Η επιτυχία της κυβέρνησης υποτίθεται ότι στηρίζεται σε τέσσερα δεδομένα. Πρώτον, στους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Δεύτερον, στην υποτιθέμενη αύξηση των εισοδημάτων και της εγχώριας κατανάλωσης. Τρίτον, στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Και τέταρτον, στην αναμενόμενη επενδυτική έκρηξη που θα προκαλούσε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Είναι όμως έτσι;
Πρώτον, η περίοδος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έχει σημάνει μια επιστροφή στο παραγωγικό μοντέλο που οδήγησε τη χώρα στην κρίση με έμφαση στον τουρισμό, τις κατασκευές, το real estate και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Αυτό προκύπτει αβίαστα από τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου την τελευταία τριετία καθώς σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το α΄ εξάμηνο του 2023 οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν κατά 47,5% σε ετήσια βάση, ενώ οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό μειώθηκαν κατά 8,1%. Η ελληνική οικονομία, δηλαδή, αναπτύσσεται σε μη παραγωγικούς τομείς και οι επιδόσεις της παραμένουν αναιμικές εκεί που «πονάει», δηλαδή στους εξαγώγιμους κλάδους και στη μεταποίηση.
Δεύτερον, η περίοδος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έχει οδηγήσει σε απώλεια εισοδήματος για τα χαμηλά και μεσαία οικονομικά στρώματα. Σε αυτό βασική αιτία αποτέλεσε ο πληθωρισμός όλη την προηγούμενη τριετία και η επιμονή της κυβέρνησης να μην λάβει αποτελεσματικά και δίκαια μέτρα αντιμετώπισής του. Την περίοδο 2020-2023 η σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού προσέγγισε το 13,4%, ενώ ακόμα και σήμερα που αποκλιμακώνεται παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος στην Ευρώπη (8,9%) στα τρόφιμα. Οι αναμενόμενες αυξήσεις του κατώτατου μισθού λίγο πάνω από τον τρέχοντα πληθωρισμό, παρά την πολιτική επένδυση της κυβέρνησης σε αυτή, λίγα πράγματα θα κάνουν για να κλείσει η εισοδηματική ψαλίδα και οι κοινωνικές ανισότητες στη χώρα μας.
Τρίτον, όπως ανέδειξε και η πρόσφατη έρευνα του ΚΕΠΕ, η αποκατάσταση της υποτιθέμενης «υγείας» του τραπεζικού συστήματος έχει στηριχθεί σε δύο τεχνάσματα. Πρώτον, στην τεράστια διαφορά επιτοκίου δανεισμού και επιτοκίου καταθέσεων και δεύτερον στις υπέρογκες και ανορθολογικές χρεώσεις για τραπεζικές υπηρεσίες προς τους καταναλωτές που λειτουργούν ως υποχρεωτική «εισφορά υπέρ τραπεζών» εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Άρα, ούτε ο τραπεζικός τομέας έχει κέρδη από νέα υγιή δάνεια, ούτε, ακόμα περισσότερο, η πραγματική οικονομία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επωφελούνται από την, επώδυνη για την κοινωνία, συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων τους.
Τέταρτον, η Νέα Δημοκρατία έχει αποτύχει ποιοτικά και ποσοτικά στη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ποιοτικά, γιατί η σύνταξη της ελληνικής πρότασης στηρίχθηκε στην εν κρυπτώ διαβούλευση με ελάχιστους ολιγοπώλιακούς δρώντες της εγχώριας αγοράς. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το ότι το Σχέδιο Ελλάδα 2.0 δίνει, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές προτάσεις, μικρή έμφαση στον καταστατικό του σκοπό, δηλαδή στην ενίσχυση της πράσινης μετάβασης, στην ενίσχυση των κοινωφελών υποδομών και στην αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, η αποτυχία είναι και ποσοτική όπως προκύπτει και από τα διαθέσιμα στοιχεία για την επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα μας. Ως γνωστόν, ο προϋπολογισμός του 2023 υπολόγιζε ότι η επενδυτική κίνηση θα βρίσκεται κοντά 15,5%, αλλά τα πραγματικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι αυτή κινήθηκε κοντά στο 4%. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση σήμερα αποτυγχάνει και στην υλοποίηση του δικού της ανεπαρκούς σχεδίου εξαιτίας της υποεκτέλεσης του ΤΑ&Α.
Τα παραπάνω, πιστεύω, στοιχειοθετούν ένα διαφορετικό αφήγημα για την ελληνική οικονομία από αυτό που διαλαλούν τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα στην οποία έχουν παγιωθεί κοινωνικές ανισότητες που θυμίζουν χώρα της ανατολικής Ευρώπης και έχει εδραιωθεί ένα υψηλό έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο διευρύνεται δυσανάλογα κάθε φορά που σημειώνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αποτέλεσμα της αδυναμίας της να παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η δε μεγάλη ευκαιρία που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης και η αποκατάσταση του τραπεζικού συστήματος χάνεται κάτω από τις οικονομικές δουλείες της κυβέρνησης, την επιτελική της ανικανότητα και τη στρατηγική της αδυναμία να συλλάβει το εύρος, την έκταση και τον χαρακτήρα των απαιτούμενων αλλαγών που είναι απαραίτητες για να καταστεί η πολιτική της πράσινης μετάβασης εφικτή.
Συμπερασματικά, μετά από μια πολυετή περίοδο πολλαπλών κρίσεων, υπάρχουν πλέον οι δυνατότητες για μια ουσιαστική αναπτυξιακή προοπτική με ισχυρό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Δυνατότητες οι οποίες όμως χάνονται. Η σημερινή κυβέρνηση είναι αυτή των μεγάλων χαμένων ευκαιριών.