Συσπείρωση με απώλειες- Η επόμενη μέρα από την σύγκρουση στη Βουλή- Η …απάντηση Μαρινάκη και το μήνυμα της “Καθημερινής”
Η παραίτηση των υπουργών Επικρατείας Γιάννη Μπρατάκου και Σταύρου Παπασταύρου για την “κοινωνική επίσκεψη” στην κατοικία του Βαγγέλη Μαρινάκη, το βράδυ της περασμένης Κυριακής κι ενώ το “Βήμα της Κυριακής” είχε δημοσιεύσει τα περί “μονταζιέρας στα Τέμπη” αποτέλεσε όχι μόνο την κορωνίδα της τριήμερης σύγκρουσης στη Βουλή αλλά και ένα ισχυρό πολιτικό πλήγμα στην “αρχιτεκτονική” της διακυβέρνησης και κυρίως στο Μέγαρο Μαξίμου.
Σε περίπου δύο χρόνια, ο πρωθυπουργός αναγκάζεται, κάνοντας “damage control”, να χάσει τους τρεις στενότερους συνεργάτες του (πρώτος ήταν ο Γρηγόρης Δημητριάδης). Δεν είναι κάτι σύνηθες και αναμφίβολα το πολιτικό κόστος τέτοιων “αποχωρήσεων” σε στιγμές κρίσης είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της παραίτησης ή αποπομπής ενός υπουργού.
Το κυβερνών κόμμα εξήλθε από την συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας συσπειρωμένο ως προς την κοινοβουλευτική του ομάδα (το παρατεταμένο χειροκρότημα στον Κ. Καραμανλή ήταν το πρώτο δείγμα), μένει να φανεί, όμως, εάν αυτή η συσπείρωση πολιτικής επιβίωσης θα μεταφερθεί και στην εκλογική βάση της Ν.Δ- οι επόμενες δημοσκοπήσεις θα αποκαλύψουν τις επιπτώσεις.
Αυτή την κοινοβουλευτική συσπείρωση, όμως, ήδη την πληρώνει ακριβά.
Πρώτον, η “κοινωνική επίσκεψη” των δύο υπουργών στον εορτάζοντα επιχειρηματία αποκάλυψε ένδεια πολιτικής διαχείρισης μιας κρίσης και εξέθεσε αρκετούς υπουργούς που κλήθηκαν να “βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά”. Όταν, για παράδειγμα, σχεδόν από την πρώτη στιγμή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη (στη Βουλή το βάρος σήκωσε ο Μάκης Βορίδης) καταγγέλλουν “σχέδιο πολιτικής αποσταθεροποίησης” που αποδίδεται σε “οργανωμένα συμφέροντα”, κι όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατηγορείται ως “εντολοδόχος” αυτών των συμφερόντων, η κίνηση των δύο υπουργών Επικρατείας δείχνει απουσία σχεδιασμού. Ουδείς σκέφτηκε, άραγε, πως κάποιος από τους συνδαιτημόνες εκείνης της βραδιάς -όπως και συνέβη- θα διοχέτευε το πικάντικο στιγμιότυπο και θα προκαλούσε την κατάρρευση του αφηγήματος;
Η κατάληξη ήταν: αφενός να αδυνατίσει η συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του πρωθυπουργού με τις απαντήσεις στις κατηγορίες περί συγκάλυψης, αφετέρου να αναδειχθεί πως η κεντρική επιλογή ήταν τελικά η μέχρις εσχάτων υπεράσπιση του πρώην υπουργού Μεταφορών ακόμα και με την πολιτική απώλεια των δύο εξ απορρήτων συνεργατών.
Δεύτερον, η κυβέρνηση βρίσκει πλέον απέναντί της ένα μεγάλο μιντιακό συγκρότημα με ότι αυτό σημαίνει καθώς διανύει την πέμπτη χρονιά της κι ενώ διογκώνεται το κύμα κοινωνικής αντιπολίτευσης. Το 41% των τελευταίων εκλογών και η μεγάλη απόσταση από το πολυκερματισμένο πεδίο της αντιπολίτευσης δεν προσφέρουν πιά ασφάλεια και άνεση.
Η θέση εκτός κυβέρνησης δύο εκ των πιο στενών και έμπιστων συνεργατών του πρωθυπουργού, των Στ. Παπασταύρου και Γ. Μπρατάκου, ήταν το απτό και άμεσο αποτέλεσμα της τριήμερης κοινοβουλευτικής συζήτησης επί της πρότασης δυσπιστίας. Με αυτήν την κίνηση, στην τελική ευθεία των ευρωεκλογών, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να ανακόψει τις διαρροές ψηφοφόρων της ΝΔ προς τα δεξιά της, αναγορεύοντας ως αντίπαλό του «τα φουσκωμένα πορτοφόλια».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρνήθηκε ότι υπήρξε εντολή για συγκάλυψη στα Τέμπη και εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση σε επιχειρηματικά συμφέροντα, μιλώντας για «φουσκωμένα πορτοφόλια». «Όσοι νομίζουν -είπε- ότι είναι όλοι εξαγοράσιμοι είναι βαθιά νυχτωμένοι». Διεμήνυσε, ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». «Αν κάποιος εκδότης, μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις ας εμφανιστεί στην πολιτική αρένα. Μόνος του, όμως, όχι δια πληρεξουσίων. Ας εμφανιστούν να μετρηθούν και να συγκριθούν.
Η απάντηση Μαρινάκη
Η απάντηση του επιχειρηματία ήρθε σήμερα με το άρθρο του αρθρογράφου Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου στο in.gr (ιδιοκτησίας και αυτό του Βαγγέλη Μαρινάκη):
“… Δεν είναι τυχαίο, ότι όλη αυτή η στάση του πρωθυπουργού προκαλεί μια ανησυχία ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της κυβέρνησης, που έκπληκτη είδε, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, την αποπομπή από την κυβέρνηση δύο υπουργών επειδή πήγαν σε κοινωνική εκδήλωση προφανώς σε γνώση του πρωθυπουργού και σε συνεννόηση μαζί του, αποπομπή που δεν τήρησε τον κανόνα «δεν πυροβολούμε τον αγγελιοφόρο».
Αντιλαμβάνομαι ότι ο πρωθυπουργός αισθάνεται ισχυρός καθώς ακόμη και τώρα οι δημοσκοπικές μετρήσεις του δίνουν μια άνετη διαφορά από την αντιπολίτευση. Μόνο που αυτό που δεν καταλαβαίνει είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στον κολοφώνα της ισχύος και την αρχή της πτώσης είναι κάποιες φορές σχεδόν ανεπαίσθητη. Μια πτώση που τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα λαθών και επιλογών σε σύγκρουση με τη λαϊκή βούληση, παρά «συνωμοσιών».
Ειδικά σε τέτοιες περιστάσεις, που η κυβερνητική στάση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση όχι μόνο με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και με την κοινή λογική η προσπάθεια κατασκευής εχθρών με αναφορές σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, που επιβουλεύονται την «καλή» κυβέρνηση και κάνουν τα πάντα για να την κλονίσουν, είναι προκλητική, αλλά και επικίνδυνη, στο βαθμό που προδίδει τον τρόπο που αντιδρά η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην κριτική, στον έλεγχο, στην έρευνα που οφείλει να κάνει ο Τύπος, όταν ακριβώς τιμά το ρόλο του ως «τέταρτη εξουσία» και δεν τον ανταλλάσσει με αυτό του παράκεντρου εξουσίας.
Το αξίωμα του πρωθυπουργού συνιστά το ύψιστο ίσως προνόμιο σε μια δημοκρατία όπως η δική μας. Μόνο που αυτό το προνόμιο προϋποθέτει και τη μέγιστη ευθύνη. Όχι έναντι της «παράταξης», αλλά έναντι του ελληνικού λαού και των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας.
ΥΓ Πάντως τα «συμφέροντα» που δεν κατονομάζει ο πρωθυπουργός δεν κρύβονται, ούτε χρειάζονται κανέναν πληρεξούσιο. Εχουν εμφανιστεί, έχουν «μετρηθεί» σε εκλογές και το 2014 (με Μιχαλολιάκο) και το 2019 (με Βλαχάκο) και βγήκαν Νικητές απέναντι σε πολύ προβεβλημένα στελέχη της ΝΔ, που στήριζαν πρωθυπουργοί, όπως ο κ. Σαμαράς και ο κ. Μητσοτάκης.”
Τα πρωτοσέλιδα
Η δε εφημερίδα “Τα Νέα” (ίδιας ιδιοκτησίας) κάνει λόγο για “Απολογία με θυσίες” και διατυπώνει σκληρή κριτική σε ρεπορτάζ και άρθρα της, δείχνοντας πως το ρήγμα στις σχέσεις του Μεγάρου Μαξίμου με τον εκδότη και μεγαλοεπιχειρηματία είναι δύσκολο να κλείσει.
Μήνυμα για τον κλονισμό της κυβέρνησης και την ανεπαρκή λειτουργία του Μεγάρου Μαξίμου και του “επιτελικού κράτους” στέλνει και η “Καθημερινή”, εντοπίζοντας πρόβλημα λειτουργίας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργικού γραφείου και για “ήττες που οφείλονται σε λάθη και ακρισία”.
Η καύσιμη ύλη
Ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν φυσικά να ρίξουν την κυβέρνηση (αν και δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο με την πρόταση δυσπιστίας), η ίδια η κυβέρνηση όμως φθείρεται από μόνη της και ταχέως. Τα Τέμπη, άλλωστε, με το 1,3 εκατ. υπογραφές στο ψήφισμα Καρυστιανού και το 85% των πολιτών να χρεώνει στην κυβέρνηση την μη διαλεύκανση των αιτίων και των ευθυνών της τραγωδίας, είναι η αιχμή του δόρατος της δυσαρέσκειας των πολιτών (η σύγκρουση με το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” είναι πολύ σοβαρό ζήτημα), δεν είναι όμως το μοναδικό. Η ακρίβεια και η αισχροκέρδεια, το εκπαιδευτικό ζήτημα και προσφάτως το σκάνδαλο παραβίασης προσωπικών δεδομένων (Ασημακοπούλου leaks) έχουν δημιουργήσει καύσιμη ύλη αντίδρασης.
Κατόπιν όλων τούτων οι διορθωτικές κινήσεις που θα κάνει το αμέσως επόμενο διάστημα ο πρωθυπουργός θα αποδειχθούν κρίσιμες. Αφενός για την λειτουργία της ίδιας της κυβέρνησης, αφετέρου για τις εκλογικές επιδόσεις της Ν.Δ. Η παραλυσία σε αρκετούς τομείς κυβερνητικής δράσης δεν μπορεί να συνεχιστεί καθώς οι εθνικές εκλογές αργούν και η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει μείζονα ζητήματα. Η κυβέρνηση έχει ζαλιστεί από την πολιτική ηγεμονία της και υποτίμησε πως το κενό της αντιπολίτευσης το έχουν ήδη καλύψει η κοινωνική δυσαρέσκεια, η τάση προς αποστασιοποίηση (αποχή) τμήματος των ψηφοφόρων της Ν.Δ, η ενίσχυση της υπερδεξιάς κ.ά.
Τρίτον, κοινοβουλευτικά αλλά όχι ακόμα πολιτικά η κυβέρνηση έχει πλέον απέναντί της ολόκληρη την αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, φαίνεται πως διέβη οριστικά τον Ρουβίκωνα (ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται πως έχει υπολογίσει το ρίσκο να μετακινηθεί αριστερότερα) και η σύγκρουση πιά του πρωθυπουργού με τον πρόεδρό του λαμβάνει προσωπικά χαρακτηριστικά. Θα φανεί εάν είναι συγκυριακό ή θα αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά, ο κ. Ανδρουλάκης, όμως, ενίσχυσε το αρχηγικό προφίλ του κατά την τριήμερη σύγκρουση στη Βουλή, αξιοποίησε τα χαμηλά κοινοβουλευτικά αντανακλαστικά του ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία του προέδρου του από το κοινοβούλιο.
Ενισχυμένοι εξήλθαν από την αντιπαράθεση, για διαφορετικούς λόγους, και ο Κυριάκος Βελόπουλος, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Αλέξης Χαρίτσης. Σε διαφορετικά κοινά ο καθένας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να ανασυγκροτήσει αμέσως το επιτελείο του στο Μέγαρο Μαξίμου (μεγάλο το κενό του Γρηγόρη Δημητριάδη που μπορούσε να δρα ελεύθερα και “αντ’ αυτού”), κάτι εξαιρετικά δύσκολο που εάν γίνει εμβαλωματικά ίσως προκαλέσει νέες κρίσεις, και να βάλει την κυβέρνησή του να παραγάγει έργο ορατό που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας. Η εποχή του… Μίδα έχει μάλλον παρέλθει, ότι κάνει η κυβέρνηση δεν είναι επικοινωνιακός χρυσός, και κάθε μέρα μετράει διπλά. Λογικό είναι σε ένα τέτοιο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον κάποιοι να εισηγηθούν πρόωρες -διπλές;- κάλπες, όσο, δηλαδή, ακόμα η αντιπολίτευση δρα με μικρο-ανταγωνισμούς χωρίς πειστική εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Τέτοιες εισηγήσεις, όμως, μόνο πολιτικό πανικό θα προδώσουν: πώς θα πείσεις το εκλογικό σώμα για ποιόν λόγο θα το σύρεις ξανά σε εθνικές κάλπες μόλις ένα χρόνο μετά από τον θρίαμβο του 41%;