Δουδωνής: Οι παραποιημένες συνομιλίες δεν διέρρευσαν από ιδιώτες -Η πρόταση δυσπιστίας φέρνει τον καθένα προ των ευθυνών του
«Ο εφέτης ανακριτής δεν μπορεί να προχωρήσει την έρευνα όταν πρόκειται για πολιτικό πρόσωπο πέρα από εκεί που θα του επιτρέψει το Κοινοβούλιο ως φυσικός δικαστής» τόνισε μεταξύ άλλων ο Βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κ. Παναγιώτης Δουδωνής σήμερα στη ραδιοφωνική εκπομπή του Παύλου Τσίμα στον ΣΚΑΪ 100,3 μιλώντας σχετικά για την πρόταση δυσπιστίας που θα κατατεθεί σήμερα στη Βουλή. Όπως υπογράμμισε ο ίδιος «αυτή η πρόταση μομφής φέρνει τον καθένα προ των ευθυνών του».
«Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, έχει σημασία ο λόγος για τον οποίο υποβάλλεται μια πρόταση δυσπιστίας. Αυτή τη στιγμή, με την πρόοδο της δημοσιογραφικής έρευνας και με τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, είναι σαφές πως πρέπει να προχωρήσουμε σε αυτήν την κίνηση ως του ύψιστου μέσουκοινοβουλευτικού ελέγχου.
Ο στόχος μιας πρότασης δυσπιστίας είναι να αναδεικνύει τα θέματα και να φέρνει την Κυβέρνηση να απολογηθεί για κάποια ζητήματα. Τώρα είναι μια σημαντική στιγμή να ακούσουμε τι θα πει ο Πρωθυπουργός για το σκάνδαλο των Τεμπών στη Βουλή, δεδομένου ότι δεν είχε παραστεί στη Βουλή ούτε κατά τη συζήτηση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, ούτε στη συζήτηση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής ούτε στην τελευταία για τα πορίσματα της Εξεταστικής Επιτροπής.
Είναι προφανές ότι οι παραποιημένες συνομιλίες που αποκάλυψε η εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» δεν μπορούν να έχουν διαρρεύσει από ιδιώτες. Έχουν βγει στη δημοσιότητα στοχευμένα για να δημιουργηθούν εντυπώσεις. Κάποιοι, πριν όλα αυτά τα στοιχεία περιέλθουν στη αστυνομία και πριν κατατεθούν για τη δικαστική έρευνα, είχαν την πονηρία να αφαιρέσουν αυτά τα στοιχεία και να κάνουν αυτή την κοπτοραπτική για να υποστηρίξουν τη θεωρία του ανθρώπινου λάθους. Αυτό, πέρα από χυδαίο, καθώς έγινε λίγες μόνο ώρες μετά το συμβάν, συνιστά σίγουρα και παράνομη πράξη, μια απόπειρα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και καλλιέργειας συγκεκριμένων εντυπώσεων.
Η πρότασή μας, σε αντίθεση με τις γραφικότητες που λένε Υπουργοί στα κανάλια ότι είμαστε «υποχείρια συμφερόντων», πάνω απ’ όλα υπηρετεί τη μνήμη των θυμάτων, τις οικογένειές τους και μια τεράστια λαϊκή απαίτηση να πέσει φως, που εκφράζεται πολιτικά στο 1.500.000 υπογραφές που έχουν συγκεντρωθεί, κάτι πρωτοφανές στα χρονικά. Η κοινωνία βράζει και κάποιοι, ως «Μαρίες Αντουανέτες», διατείνονται ότι όλο αυτό είναι υποκινούμενο, γιατί έτσι έχουν μάθει να λειτουργούν. Αν η Βουλή δεν εκφράσει θεσμικά και συντεταγμένα αυτήν την αγανάκτηση, αν δε ζητήσει απαντήσεις από τον Πρωθυπουργό, αν δεν τον καλέσει να απολογηθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου που είναι το αρμόδιο forum, ποιος θα το κάνει; Αυτό υπηρετεί η πρόταση μομφής.
Η Κυβέρνηση κρύβει το γεγονός ότι η δικαστική έρευνα ερευνά τα μη πολιτικά πρόσωπα, αλλά για τα πολιτικά πρόσωπα το αρμόδιο forum και ο φυσικός δικαστής είναι η Βουλή και η προανακριτική επιτροπή, η οποία δε συγκροτήθηκε γιατί οι 158 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ασκήσανε βέτο και απέρριψαν την πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής ως προδήλως αβάσιμη. Ο εφέτης ανακριτής δεν μπορεί να προχωρήσει την έρευνα όταν πρόκειται για πολιτικό πρόσωπο πέρα από εκεί που θα του επιτρέψει το Κοινοβούλιο ως φυσικός δικαστής. Ζητήθηκε αυτό και από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα και δεν έγινε.
Η χώρα κινείται σήμερα σε ένα πλαίσιο που δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία μας έβαλε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αυτό είναι το συγκλονιστικό, ότι το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή κατάσταση παραβίασης και απόστασης από την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα αν οι 158 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξακολουθήσουν να μην δέχονται να γίνει η έρευνα που γίνεται από τη Βουλή σε επίπεδο προκαταρτικής εξέτασης σε αυτή τη φάση, η άσκηση τυχόν ποινικής δίωξης έρχεται μετά από τη Βουλή.
Ούτε αυτό δεν θέλει η Νέα Δημοκρατία. Με την πρόταση μομφής θα δούμε αν εξακολουθούν να επιμένουν και οι 158 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στην ίδια γραμμή, καθώς τώρα έχουμε νέα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως. Αν καταψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας θα είναι πλέον όλοι τους συνυπεύθυνοι για το γεγονός ότι υπάρχει συγκάλυψη για το δυστύχημα των Τεμπών. Αυτή η πρόταση μομφής φέρνει τον καθένα προ των ευθυνών του.
Ο κ. Κασσελάκης, ο οποίος έχει κάνει την πολιτική show και κενή περιεχομένου, σε σημερινό κείμενό του χαρακτηρίζει την ύψιστη κοινοβουλευτική διαδικασία show. Και μάλιστα, επειδή ήθελε να υπερθεματίσει σε σχέση με τον σωστό και θεσμικό τρόπο που διαλέξαμε εμείς για αναδείξουμε τα ζητήματα ζήτησε να παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός «ήρεμα». Τέτοιου είδους ενέργειες πιέζουν την Κυβέρνηση ή δημιουργούν μια κωμική κατάσταση στην οποία αλωνίζει ο κ. Μητσοτάκης; Ο κ. Κασσελάκης είναι ο βασικός χορηγός του κ. Μητσοτάκη. Αυτή τη στιγμή, είναι πολύ συγκεκριμένος ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει ο κ. Μητσοτάκης αντίπαλο, όμως, δυστυχώς για αυτόν, τον αντίπαλο του Πρωθυπουργού στις δημοκρατίες τον διαλέγει ο λαός, και αυτό θα κριθεί και ως σήμα στις Ευρωεκλογές και αργότερα στις εθνικές εκλογές. Το θέμα στην Ελλάδα δεν έχει να κάνει με τη διενέργεια εκλογών per se. Επιστρέφω στο σκάνδαλο Ασημακοπούλου-Κεραμέως και αν ο θεματοφύλακας των προσωπικών δεδομένων των εκλογέων, που είναι το Υπουργείο Εσωτερικών, πράγματι τα διαφυλάττει ή τα παραβιάζει, όπως φαίνεται πως έγινε εδώ.
Άλλο είναι, όμως αυτό, και άλλο να θέτουμε ζητήματα σχετικά με την ίδια τη διεξαγωγή των εκλογών. Όταν έχεις ένα πραγματικό σκάνδαλο και αντί να το αναδεικνύεις θεσμικά και σοβαρά, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που ζήτησε να κληθεί η κ. Κεραμέως και ο Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, λες θεωρίες και ακρότητες, τελικά το μόνο ου κάνεις είναι να προσφέρεις υπηρεσίες στην Κυβέρνηση. Ο κ. Κασσελάκης, λοιπόν, αυτή τη στιγμή είναι ένας υπηρέτης της κυβερνητικής πολιτικής.
Εμείς ως ΠΑΣΟΚ προκρίνουμε την ευρωπαϊκή κανονικότητα, θέλουμε μια κανονική χώρα, μια χώρα για την οποία να είναι περήφανοι οι Έλληνες και η οποία αποδίδει δικαιοσύνη, ώστε να μην είναι το πολιτικό σύστηνα ένας φορέας συγκάλυψης και διαφθοράς.»