“Ιερό” δημοψήφισμα και σταυρός (προτίμησης)
Ιδιοτελώς ή αφελώς, ιεράρχες και παρασυρόμενοι πιστοί θα βρουν πιθανώς διέξοδο στην πρόταση του Αρχιεπισκόπου περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία.
Είναι αμφίβολο εάν πράγματι ο μετριοπαθής και νουνεχής Ιερώνυμος πιστεύει πως πρέπει και μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, ως πιθανότερη προβάλει η εκδοχή να επιχειρεί με μία πομφόλυγα να συγκρατήσει τους πιο ακραίους μητροπολίτες που ζητούν λαοσυνάξεις και αφορισμούς. Όπως την περίοδο που ο μακαριστός Χριστόδουλος συσπείρωνε τα πλήθη και συγκέντρωνε 3.000.000 υπογραφές κατά της απόφασης της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, με προεξάρχουσες στον σχετικό κατάλογο εκείνες του τότε αρχηγού της Ν.Δ και δεκάδων βουλευτών της.
Από το μακρινό 1982, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε την πρώτη “επανάσταση” στο Οικογενειακό Δίκαιο με την αποποινικοποίηση της μοιχείας ( κατάργηση του άρθρου 357 του ποινικού κώδικα, το οποίο αντιμετώπιζε την μοιχεία ως αδίκημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ενός έτους) και τον πολιτικό γάμο, μέχρι σήμερα, έχουν γίνει μικρότερα ή μεγαλύτερα βήματα σύγκλισης με τα ευρωπαϊκά ειωθότα και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο. Η Εκκλησία “έχασε” όλες αυτές τις μάχες αλλά γι’ αυτό το ιστορικό γεγονός δεν πρέπει να επαίρονται οι φιλελεύθεροι και οι δικαιωματιστές. Διότι το αποτύπωμα του αναχρονισμού και του διχασμού στην ελληνική κοινωνία παραμένει. Λιγότερο βαθύ, ίσως, αλλά υφίσταται.
Οι απόψεις που είχαν δημοσίως εκφρασθεί εκ μέρους της Εκκλησίας σε αυτή την πορεία δειλού εκσυγχρονισμού συγκροτούν μία μικρή “μαύρη βίβλο”. Το ίδιο και οι θέσεις της κομματικής συντήρησης:
>>Εκκλησία: «Η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου»
>>Ν.Δ: «Η τιμωρία της μοιχείας αποτελεί στην χώρα μας παράδοση τριών και πλέον χιλιάδων ετών και η κατάργησή της θα κλονίσει τον θεσμό του γάμου».
Όπως θυμάται και καταγράφει (σε άρθρο του στα “Νέα”) ο Παύλος Τσίμας, “η Ν.Δ καταψήφισε ακόμη και την ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας- αφού η εκκλησία επέμενε ότι «ο άνδρας είναι κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικό βίο”.
Για τον πολιτικό γάμο, ο μητροπολίτης Δημητριάδος, τότε, Χριστόδουλος έλεγε πως «είναι αίρεσις, μείξις ανίερος και κατάκριτος, ελευθέρα συμβίωσις άθεσμος και αμαρτωλός». Όσοι κάνουν πολιτικό γάμο, υπερθεμάτιζε ο Πειραιώς Καλλίνικος, «δεν θα μπορούν να κοινωνούν, δεν θα παρίστανται ανάδοχοι σε βαπτίσεις και δεν θα κηδεύονται»
Όταν, πάλι το ΠΑΣΟΚ, νομιμοποιούσε το 1986 τις αμβλώσεις, η Εκκλησία πρωτοστατούσε στις αντιδράσεις και από κοντά της και η Ν.Δ- με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η Ιερά Σύνοδος χαρακτήριζε την έκτρωση “ειδεχθές έγκλημα» και «φόνο εκ προμελέτης” και συμπλήρωνε: “Γιατί δεν νομιμοποιεί η κυβέρνηση και τις κλοπές και τους βιασμούς και τα ναρκωτικά”.
Ακόμα και όταν το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή, πιεζόμενη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έφερνε έναν ατελή νόμο για ένα πρωτόλειο σύμφωνο συμβίωσης, η Εκκλησία αντέδρασε εκ νέου: « δήλωσε πως δέχεται να ευλογεί μόνο την παραδεδομένη τέλεση του γάμου κατά το ορθόδοξο τυπικό ενώ θεωρεί πορνεία κάθε άλλη συζυγική σχέση εκτός αυτού».’Επρεπε, δε, να καταδικαστεί η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το 2013, για την εξαίρεση από την συγκεκριμένη ρύθμιση των ζευγαριών ιδίου φύλου για να έρθει από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (2015) το εξελιγμένο σύμφωνο συμβίωσης. Και, τότε ακόμα, η κυβερνητική συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ εμπόδισε τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ένα πιό τολμηρό βήμα.
Ορισμένοι λένε πως αυτό το άτολμο αλλά ορθολογικό βήμα προς το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να υποκρύπτει “δεύτερες σκέψεις”: διείσδυση στον χώρο του κέντρου, εξευμενισμός των Βρυξελλών και περαιτέρω φιλοδοξίες κ.ά. Δεν έχει καμία σημασία. Η σχετική διάταξη αποτελεί πρόοδο και η κυβέρνηση θα την πιστωθεί, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας και το εσωτερικό μέτωπο της δεξιάς πτέρυγας. Το κρίσιμο είναι να ψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο και όχι εάν υπάρχει πίσω από αυτό ένα δεύτερο πολιτικό σχέδιο.
Ωστόσο, η δήλωση του Αρχιεπισκόπου περί δημοψηφίσματος επιβεβαιώνει πως το χάσμα μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας δεν καλύπτεται παρότι έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες από την πρώτη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου από τον Ανδρέα Παπανδρέου και πάνω από είκοσι χρόνια από την περίοδο που μοναχοί και ιερείς με σταυρούς οδηγούσαν τα συλαλλητήρια των πιστών κατά της “χριστιανοκτόνου” ρυθμίσεως Σημίτη για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.
Η σχέση των Ελλήνων με την Ορθοδοξία παραμένει αλώβητη, τα νέα ζευγάρια εξακολουθούν να παντρεύονται με θρησκευτικό γάμο (και όσα επιλέγουν τον πολιτικό το κάνουν κυρίως για λόγους κόστους…), η δε οικογένεια και συνακόλουθα το δημογραφικό δεν βάλλονται από τον εκσυγχρονισμό των θεσμών αλλά από την συρρίκνωση των εισοδημάτων και την πτωχοποίηση.
Παρόλα αυτά, η Εκκλησία δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πως δημοψηφίσματα με ερώτημα εάν πρέπει να ισχύσουν ή όχι ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να πραγμαοτποιούνται. Εάν η ισότητα στον γάμο (και στην ζωή) για τα ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί διακύβευμα σήμερα, αύριο μπορεί να αποτελέσει το δικαίωμα των Ρομά να είναι τόσο Έλληνες όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες, ή μεθαύριο κάτι άλλο πιό ερεβώδες και δυστοπικό. Η απάντηση της κυβέρνησης για του εκπροσώπου της ήταν ξάστερη και ορθή, όπως και οι τοποθετήσεις των κομμάτων στα αριστερά της Ν.Δ. Οι κύριοι Βελόπουλος και Νατσιός μπορούν να συμφωνούν με τέτοια δημοψηφίσματα και να συνεχίσουν να εμφορούνται από τις απόψεις που διακινούν- η Δημοκρατία, άλλωστε, έχει πολύ μεγάλα περιθώρια ανοχής.
Όσο, δε, η Πολιτεία (την οποία εκπροσωπούν κυβερνήσεις, κόμματα και θεσμοί) συνεχίζει να προσπαθεί να εκμαιεύσει την ανοχή της Εκκλησία για αυτονόητα θέματα δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι άμβωνες θα χρησιμοποιούνται για την εκπομπή αναχρονιστικών και διχαστικών μηνυμάτων. Και οι βουλευτές θα κοιτάζουν λοξά τον μητροπολίτη της εκλογικής τους περιφέρειας υποτασσόμενοι στον σταυρό (προτίμησης) για την επανεκλογή τους και όχι στο δίκαιο.