Τελικά πόσα κονδύλια θα λάβει η Ελλάδα από την Κομισιόν για τις πλημμύρες;
Θέλοντας να δούμε πιο προσεκτικά το τι έγινε χθες στο Στρασβούργο θα μπορούσαμε να σταθούμε στη φράση κλειδί της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν η οποία μιλούσε για «πόρους που μπορεί να κινητοποιήσει» η Ελλάδα και όχι για πόρους που θα λάβει. Έτσι το συμπέρασμα είναι ότι ο κύριος όγκος της βοήθειας είναι πόροι που θα παίρναμε ούτως ή άλλως ή θα μπορούσαμε να πάρουμε.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:
- 250 εκατομμύρια από κονδύλια του προηγούμενου ΕΣΠΑ 2014-2020 που δεν θα μπορούσαν να απορροφηθούν και θα διατεθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023.
- 500 εκατομμύρια από μια νέα αναθεώρηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό σημαίνει ότι 500 εκατομμύρια που αφορούσαν άλλα έργα και δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα γίνουν και θα αξιοποιηθούν τώρα για την αντιμετώπιση των καταστροφικών πλημμυρών.
- 1,5 δισεκατομμύρια από το νέο ΕΣΠΑ, που αφορούν έργα που θα γίνουν στο πλαίσιό του. Αυτό αφορά μια αναπροσαρμογή των πόρων του ΕΣΠΑ και ως προς την κατεύθυνση και ως προς την πιο έγκαιρη καταβολή τους.
Αυτά λοιπόν είναι κονδύλια που ήδη προβλέπονται και όχι επιπλέον ευρωπαϊκή βοήθεια.
Ποια είναι όμως η πραγματική έξτρα βοήθεια; Αυτή θα μπορέσει να έρθει από το Ταμείο Αλληλεγγύης που μπορεί να διαθέσει έως και 400 εκατομμύρια ευρώ, αναλόγως του ύψους της ζημιάς.
Όμως από τις δηλώσεις της κ. φον ντερ Λάιεν στην κοινή συνέντευξη με τον πρωθυπουργό, είναι εμφανές ότι είναι ακόμη αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός του Ταμείου Αλληλεγγύης. Και βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης καλύπτει πάντα μικρό μέρος του συνολικού κόστους μιας φυσικής καταστροφής.
- Το άλλο μεγάλο ερώτημα είναι εάν η όλη αναπροσαρμογή έργων και δράσεων και από το ΕΣΠΑ και από το Ταμείο Ανάκαμψης θα σημαίνει ότι θα ακυρωθούν κάποια έργα και κάποιες δράσεις ώστε να προκριθούν αυτά που αφορούν τις φετινές φυσικές καταστροφές και άρα ποιος θα είναι ο αρνητικός κοινωνικός και οικονομικός αντίκτυπος τέτοιων ακυρώσεων.
Το μέγεθος των καταστροφών, το κόστος των οποίων ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί πλήρως, υπερβαίνει σημαντικά τα ποσά αυτά. Επομένως, είναι σαφές ότι θα χρειαστεί και μια σημαντική κινητοποίηση πόρων σε εθνικό επίπεδο. Εδώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι η διατήρηση αναπτυξιακών ρυθμών και η σχετική βελτίωση στα δημόσια έσοδα θα καλύψει το κενό, όμως δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για «πλεονάσματα» που θα καλύπτουν τις επιπλέον ανάγκες. Επιπλέον, το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την πίεση από την ΕΕ για επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και τις επιπτώσεις της αυξητικής τάσης συνολικά στα ευρωπαϊκά επιτόκια, άρα και του κόστους δανεισμού, ακόμη και εάν η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας υποτίθεται ότι διευκολύνει τον εξωτερικό δανεισμό.
Συμπερασματικά έχουμε λοιπόν ένα τοπίο που ξεπερνά τους κυβερνητικούς συνηθισμένους σχεδιασμούς και μια συνθήκη πιεστική και δύσκολη ακόμη και αν υποθέσουμε ότι σε κομματικό επίπεδο η κυβέρνηση δεν έχει κάποιο άμεσο αντίπαλο, με δεδομένη την συνεχιζόμενη κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ.