Η ελληνική οικονομία και οι προοπτικές της – Ανάπτυξη, προβλήματα, μελλοντικοί στόχοι
Η επενδυτική βαθμίδα που κατέκτησε η Ελληνική Οικονομία από την Scope Ratings και η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε ΒΒΒ-, δείχνει τις μελλοντικές θετικές προοπτικές. Το πρόβλημα ωστόσο της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με οικονομικούς και πολιτικούς αναλυτές παραμένει ο τρόπος που αναπτύσσεται. Συνεχίζει να βασίζεται 15 χρόνια μετά την κρίση, στις υπηρεσίες και όχι στην παραγωγή (κυρίως) του πρωτογενή τομέα.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2023, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,1%. Η επιβράδυνση σε σχέση με τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης (7,8%) του περσινού πρώτου τριμήνου σηματοδοτεί την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε φυσιολογικούς ρυθμούς μεγέθυνσης ύστερα από τις έντονες διακυμάνσεις της περιόδου της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης (2020-22), σε συνάφεια με την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2023 και 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,2% ενώ ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4,6% το 2023 και θα μειωθεί στο 2,3% το 2024.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση του Προϋπολογισμού της Βουλής για το Α’ τρίμηνο του 2023 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός του Μαΐου 2023 καταγράφει σημαντική μείωση σε σχέση με πέρυσι, από 10,5% σε 4,1%, ωστόσο ο πυρήνας του -χωρίς ενέργεια και μη επεξεργασμένα τρόφιμα- έχει αυξηθεί στο 8,1% από 4,8% πέρυσι, στοιχείο που καθιστά επίμονες της πληθωριστικές πιέσεις. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου Ιανουαρίου-Απριλίου παρουσιάζει αισθητή βελτίωση κατά 3 περίπου δισ. € σε σχέση με πέρυσι -σε 5,6 δισ. από 8,6 δισ.-, ωστόσο παραμένει υψηλότερο από το αντίστοιχο διάστημα του 2021 (4,9 δισ.). Το ποσοστό ανεργίας του Μαΐου διαμορφώθηκε στο 10,8%, μειωμένο κατά σχεδόν 2 μονάδες σε σχέση με τον Μάιο του 2022 (12,7%), καθώς η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,1% ενώ οι ονομαστικές αμοιβές της μισθωτής εργασίας αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο κατά 5,5% σε ετήσια βάση.
Σ’ ό,τι αφορά τη δημοσιονομική εικόνα του πρώτου τετραμήνου του έτους είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι, κατά σχεδόν από 2,5 δισ. €. Η βελτίωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα φορολογικά έσοδα που εμφανίζονται αισθητά αυξημένα σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου, οδηγώντας τις αποδόσεις σε 40 μονάδες βάσης κάτω από τους ιταλικούς τίτλους και μόλις 35 μονάδες βάσεις πάνω από τους ισπανικούς.
Σε πρόσφατη έρευνά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του.
Αυτό ωστόσο που μπορεί να δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι ο τομέας της ενέργειας. Όπως είναι γνωστό η κύρια πηγή ενέργειας στην Ελλάδα είναι ο λιγνίτης, ο οποίος αντιπροσωπεύει έως και το 30% της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας της χώρας. Αυτό είναι ένα εγχώριο καύσιμο και το 97% εξορύσσεται από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει οι δύο κύριες πηγές ενέργειας που χρησιμοποιούν τα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα προϊόντα πετρελαίου και η ηλεκτρική ενέργεια. Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στην κατανάλωση ενέργειας των νοικοκυριών αυξήθηκε με τα χρόνια, από το 1965 έως το 2001. Ωστόσο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, έχουν πολύ μικρό μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα.
Γι’ αυτό και τα κτίρια κατοικιών στην Ελλάδα καταναλώνουν περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας και η θέρμανση χώρων και το ζεστό νερό χρήσης είναι οι κύριες τελικές ενεργειακές χρήσεις σε αυτά τα κτίρια.
Η ενεργειακή φτώχεια είναι ένα πρόβλημα στην Ελλάδα και έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το 2004, το 11,3% των νοικοκυριών ξόδεψε περισσότερο από το 10% του εισοδήματός τους σε θέρμανση και ηλεκτρική ενέργεια. Η ερευνητική δραστηριότητα για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα είναι περιορισμένη. Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας οφειλόταν στη μείωση του εισοδήματος και στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου, με αποτέλεσμα τη μείωση της τάξης του 15% τον χειμώνα 2011-2012. Αυτή η μείωση στην κατανάλωση ενέργειας είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Ωστόσο σε σχέση με το μέλλον τα γεωργικά και κτηνοτροφικά απόβλητα μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή ενέργειας στην Ελλάδα, με θεωρητική εκτιμώμενη ενέργεια έως και 77 TWh. Κάτι που σημαίνει ότι αυτό μπορεί να συμπαρασύρει και την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που ανήκουν στο πρωτογενή τομέα.
Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η Βιώσιμη Ανάπτυξη και η Κλιματική Αλλαγή που είναι δύο έννοιες αλληλένδετες. Η Βιώσιμη Ανάπτυξη στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Η Κλιματική Αλλαγή, από την άλλη, αναφέρεται στις μακροπρόθεσμες αλλαγές στο κλίμα της Γης, κυρίως λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που προκαλούν εκτεταμένες και δυνητικά καταστροφικές επιπτώσεις στον πλανήτη και στους κατοίκους του. Για την επίτευξη της Βιώσιμης Ανάπτυξης, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί η Κλιματική Αλλαγή, καθώς αποτελεί μία από τις σημαντικότερες απειλές για τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Η Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) αναγνωρίζουν τη σημασία της αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής και θέτουν συγκεκριμένους στόχους για την επίτευξή της. SDG 13 – Climate Action – εστιάζει συγκεκριμένα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της. Ο στόχος στο πλαίσιο του SDG 13 είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ικανότητας προσαρμογής σε κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και φυσικές καταστροφές σε όλες τις χώρες. Ο στόχος αυτός στοχεύει στη μείωση του κινδύνου ανθρώπινων και οικονομικών απωλειών που προκαλούνται από καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα.