Τριγμοί στις αγορές μετά την υποβάθμιση των ΗΠΑ από τον Fitch Ratings-Οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων
Ο οίκος Fitch Ratings υποβάθμισε τις ΗΠΑ από το AAA, μια κατάταξη που είχε από την Fitch τουλάχιστον από το 1994, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg. Η κίνηση αναμένεται να προκαλέσει μακροπρόσθεσμους κραδασμούς στην αγορά ομολόγων και έρχεται μετά τις μεγάλες πολιτικές μάχες για τον δανεισμό της χώρας και τις επαναλαμβανόμενες αντιπαραθέσεις για την αύξηση του ορίου χρέους. Ενώ το πιο πρόσφατο νομοθετικό αδιέξοδο επιλύθηκε, παραμένει ένα πιθανό ζήτημα ανησυχίας στο μέλλον.
- «Η υποβάθμιση της αξιολόγησης των Ηνωμένων Πολιτειών αντανακλά την αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση τα επόμενα τρία χρόνια και το υψηλό και αυξανόμενο βάρος του χρέους της γενικής κυβέρνησης σε σχέση με τους ομοτίμους με βαθμολογία «ΑΑ» και «ΑΑΑ» τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Fitch είχε προειδοποιήσει στις 24 Μαΐου ότι υπήρχε κίνδυνος υποβάθμισης. Οι ΗΠΑ αξιολογούνται πλέον με AA+ από την Fitch, ένα βήμα κάτω από το AAA. Η προοπτική του αμερικανικού δημοσίου χρέους μετατράπηκε από «αρνητική» σε «σταθερή», που σημαίνει ότι ο οίκος δεν αναμένει νέα επιδείνωση βραχυπρόθεσμα.
Η Moody’s Investors Service αξιολογεί επί του παρόντος τις ΗΠΑ στην βαθμίδα Aaa, την κορυφαία αξιολόγησή του. Η S&P Global Ratings δίνει βαθμολογία AA+, επίσης μια βαθμίδα κάτω από το ΑΑΑ, έχοντας αφαιρέσει την κορυφαία βαθμολογία του το 2011 μετά από μια προηγούμενη κρίση ανώτατου ορίου χρέους. Η S&P είχε προχωρήσει σε ανάλογη κίνηση με την Fitch Ratings πριν από περισσότερο από μια δεκαετία. Μόνο ο Moody’s διατηρεί τη χώρα, μέχρι σήμερα, στην υψηλότερη βαθμίδα ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Η αμερικανική προεδρία εξέφρασε τη «διαφωνία» της για την απόφαση του οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings να υποβαθμίσει το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο του δημοσίου των ΗΠΑ.
«Διαφωνούμε σθεναρά με την απόφαση αυτή», τόνισε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, η Καρίν Ζαν-Πιερ, σε δελτίο Τύπου το οποίο αναρτήθηκε στον ιστότοπο της προεδρίας, προσθέτοντας πως «αψηφά την πραγματικότητα το να υποβαθμίζονται οι ΗΠΑ τη στιγμή που ο πρόεδρος [Τζο] Μπάιντεν έφερε την πιο ισχυρή ανάκαμψη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία στον κόσμο».
Η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν απάντησε στην υποβάθμιση, χαρακτηρίζοντάς την «αυθαίρετη» και «ξεπερασμένη». «Διαφωνώ έντονα με την απόφαση του Fitch Ratings. Η μεταβολή (…) είναι αυθαίρετη και βασισμένη σε παρωχημένα στοιχεία», τόνισε η κυρία Γέλεν, αναφέρει δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από τις υπηρεσίες της.
Ο αντίκτυπος στις αγορές
Η απόφασή, απρόσμενη και χωρίς προηγούμενο την τελευταία δεκαετία, δεν φάνηκε πάντως να θορυβεί αναλυτές με τους οποίους συζήτησε το Γαλλικό Πρακτορείο χθες βράδυ. «Δεν αναμένω ότι (…) θα έχει διαρκή αντίκτυπο» στις χρηματαγορές, διαβεβαίωσε ο Τζον Κάναβαν της Oxford Economics, προσθέτοντας πως δεν προβλέπει «μείζονες αναταράξεις» όταν ανοίξουν οι αγορές.
Βραχυπρόθεσμα, η απόφαση του οίκου «μπορεί να οδηγήσει ορισμένους επενδυτές να μειώσουν την έκθεσή τους» στα ομόλογα που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, εκτίμησε ο Μίκι Λέβι της Berenberg. Πιο μακροπρόθεσμα ωστόσο, ούτε αυτός βλέπει «καμιά σοβαρή επιπλοκή» καθώς «θεωρώ ότι όλος ο κόσμος είναι ενήμερος για την κατάσταση του αυξανόμενου χρέους» των ΗΠΑ.
- Στο στόχαστρο της κυβέρνησης Μπάιντεν βρίσκεται ιδίως η φορολογική μεταρρύθμιση που προώθησε ο κ. Τραμπ το 2017, μειώνοντας τους συντελεστές για τους πλουσιότερους Αμερικανούς και για τις επιχειρήσεις. Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους κατηγορούν συχνά τους Δημοκρατικούς για αλόγιστες δαπάνες.
Οι λόγοι της υποβάθμισης
Η μείωση των φόρων, καθώς επίσης οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες, υποδείχθηκαν επίσης από τον Φιτς στην αιτιολόγηση της κίνησής του, που πάντως δεν αναφέρθηκε σε κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Η «αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τη διάρκεια των τριών προσεχών ετών», καθώς και το «άχθος του υψηλού και αυξανόμενου δημοσίου χρέους» αποτελούν σημαντικά ρίσκα, σύμφωνα με τον οίκο.
- «Η κυβέρνηση δεν διαθέτει μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο (…) και έχει περίπλοκη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Οι παράγοντες αυτοί, όπως και τα οικονομικά σοκ, οι μειώσεις των φόρων και νέες πρωτοβουλίες για δημόσιες δαπάνες, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις του χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας», ανέλυσε ο Φιτς.
«Εξάλλου, μόνο περιορισμένες πρόοδοι σημειώθηκαν για την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που συνδέονται με την αύξηση του κόστους του συστήματος συντάξεων και ασφάλισης υγείας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού», σημείωσε ο οίκος αξιολόγησης.
- Ενώ οικονομολόγοι, ιδίως αυτοί της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed), δεν αναμένουν πλέον πως θα ενσκήψει ύφεση στις ΗΠΑ, ο οίκος Φιτς συνεχίζει να προβλέπει «ελαφριά» συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και το πρώτο του 2024.
Πάντως θεωρεί, παρά τις επικρίσεις αυτές, ότι η αμερικανική οικονομία είναι «διαφοροποιημένη» σε επαρκή βαθμό, μπορεί να λογαριάζει σε «υψηλά» έσοδα υποστηριζόμενα από «δυναμικό εμπορικό περιβάλλον».
«Το αμερικανικό δολάριο είναι το πιο σημαντικό αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, κάτι που δίνει στην κυβέρνηση εξαιρετική ευελιξία ως προς της χρηματοδοτικές επιλογές της», διευκρίνισε.