Καμπαγιάννης: Κανένα κόμμα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν πρέπει να συναινέσει
Το σύνολο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης επιβάλλεται να μην υπερψηφίσει την υπό συζήτηση τροπολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το μόρφωμα Κασιδιάρη, τονίζει με εκτενές κείμενό του ο συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής Θανάσης Καμπαγιάννης. Προειδοποιεί ταυτόχρονα ότι «στο επόμενο επεισόδιο της ίδιας κρίσης, η ΕΥΠ (ή μήπως το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας;) μπορεί να καταθέσει στον Άρειο Πάγο προϊόντα “επισυνδέσεων” για τη στοιχειοθέτηση του όρου της “πραγματικής ηγεσίας”, με προφανή στόχο να νομιμοποιήσει το αίσχος των υποκλοπών».
«Αντί να νομοθετήσει με βάση την ιστορική καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που έκρινε τη Χρυσή Αυγή ως ναζιστική εγκληματική οργάνωση και έστειλε τους διευθυντές της στη φυλακή, η κυβέρνηση προτίμησε να δράσει με άξονα τα ιδιοτελή κομματικά της συμφέροντα», τονίζει αρχικά ο κ. Καμπαγιάννης.
«Όσο τα κόμματα στα δεξιά της περιορίζονταν σε χαμηλά ποσοστά και βοηθούσαν τον εκλογικό στόχο της αυτοδυναμίας της, η κυβέρνηση αδιαφορούσε, νομοθετώντας μάλιστα με τρόπο που άνοιγε ξανά το δρόμο στο εκλογικό μασκάρεμα των καταδικασμένων ναζιστών. Ήδη από την ψήφιση της πρώτης “τροπολογίας Βορίδη” το 2021 (άρθρο 92 Ν. 4804/2021, ΦΕΚ A’ 90/5.6.2021, που τροποποίησε το ά. 32 του ΠΔ 26/2012)), είχαμε προειδοποιήσει ότι τα κωλύματα που αυτή έθετε εύκολα προσπερνιούνταν (βλ. την από 30/5/2021 δήλωση με τίτλο “Για την τροπολογία Βορίδη και τα ‘πολιτικά δικαιώματα’ των καταδικασμένων Χρυσαυγιτών”, https://tinyurl.com/48enc4cv). Τότε βέβαια η φωνή όσων αντιδρούσαμε πνίγηκε μέσα στην πλημμύρα των fake news και των πηχυαίων τίτλων των κυβερνητικών ΜΜΕ περί “εκλογικού αποκλεισμού των χρυσαυγιτών”.
Όταν όμως η πολιτική κρίση της κυβέρνησης εντάθηκε και παρουσιάστηκε ο κίνδυνος το μόρφωμα Κασιδιάρη να περάσει το 3%, τότε η κυβέρνηση ανακάλυψε αίφνης την ανεπάρκεια της διάταξης που είχε ψηφίσει και αποφάσισε την κατάθεση νέας (της δεύτερης!) τροπολογίας. Και πάλι, οι ιδεοληψίες κυριάρχησαν: αντί να προχωρήσει στην ψήφιση αντιναζιστικής νομοθεσίας, αξιοποιώντας το περιεχόμενο της απόφασης της δίκης της Χρυσής Αυγής, με δέσμια αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου για αποκλεισμό υποψηφιοτήτων καταδικασμένων για ναζιστική εγκληματική οργάνωση και πλατιά πλειοψηφία στη Βουλή, η κυβέρνηση θέλησε να νομοθετήσει τη “θεωρία των δύο άκρων”. Η προτεινόμενη εκχώρηση στον Άρειο Πάγο της εξουσίας να ελέγχει τα προγράμματα κομμάτων αναλόγως του αν εξυπηρετούν την “ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος” αποτελεί ρήξη με το συνταγματικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης που δικαίως προκάλεσε αντιδράσεις. Τι κι αν άνθρωποι τόσο διαφορετικοί όσο ο Ν. Αλιβιζάτος, ο Ξ. Κοντιάδης, ο Δ. Χριστόπουλος ή ο Κ. Παπαδάκης επισήμαναν τα προβλήματα; Η κυβέρνηση προχώρησε μόνη της (άρθρο 102 Ν. 5019/2023, ΦΕΚ Α’ 27/14.02.2023) με μόνη την ψήφο ανοχής του ΠΑΣΟΚ, νομοθετώντας μια κατ’ουσίαν πολιτικού τύπου διάσκεψη του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου. Η βόμβα είχε ενεργοποιηθεί και δεν θα αργούσε να εκραγεί.
Η έκρηξη συνέβη με την πρώτη ντρίπλα του καταδικασμένου νεοναζιστή Κασιδιάρη να αξιοποιήσει ως αχυράνθρωπο, στον ρόλο της ηγεσίας του μορφώματός του, έναν ακροδεξιό συνταξιούχο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όποιος παρακολουθούσε τη ναζιστική οργάνωση, δεν εξεπλάγη, καθώς το ίδιο τέχνασμα είχε χρησιμοποιηθεί και μετά την ποινική δίωξη του 2013 με την εκχώρηση κατά τις ευρωεκλογές του 2014 των εκλόγιμων θέσεων σε απόστρατους στρατηγούς. Το πόσο χαρούμενα κουνάνε την ουρά τους οι εκπρόσωποι του ελληνικού βαθέος κράτους όταν ένα χέρι στιγματισμένο με τη σβάστικα τούς πετάει το κόκκαλο μιας βουλευτικής έδρας είναι βέβαια απόδειξη της ηθικής εξαχρείωσης των “λειτουργών” του. Πέραν όμως απ’ αυτό, η κυβέρνηση ανακάλυψε ξανά την ανάγκη να φέρει νέα τροπολογία (την τρίτη!!), για να ορίσει αυτή τη φορά το εύρος της σύνθεσης του αρμόδιου Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου (αν θα είναι πενταμελής κατ’ επιλογή του προέδρου του ή σε Ολομέλεια), δίνοντας λαβή για κριτικές ότι παρεμβαίνει στην επί της ουσίας κρίση του. Η παραίτηση του προέδρου του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου Χρ. Τζανερίκου κατόπιν ελεγχόμενης δημοσιοποίησης της διαφωνίας του επί της τρίτης τροπολογίας, υπό σκοτεινές συνθήκες και ύστερα από συνάντηση με τον διαβόητο άνθρωπο των ειδικών αποστολών του Μαξίμου επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, Γ. Γεραπετρίτη, έφερε την κρίση σε δημόσια θέα: η εκλογική καμπάνια του ναζιστικού μορφώματος Κασιδιάρη γίνεται πλέον δωρεάν, με χορηγία του ίδιου του Μέγαρου Μαξίμου.
Σήμερα που η κυβέρνηση εισάγει προς ψήφιση την τρίτη τροπολογία είναι σημαντικό να το πούμε ακόμα πιο βροντερά:
Κανένα κόμμα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν πρέπει να συναινέσει υπερψηφίζοντας την τροπολογία. Η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που απείχε εμφατικά από τη δίκη της Χρυσής Αυγής αν και κλητεύτηκε εκπρόσωπός του να καταθέσει (ο Β. Κικίλιας), δεν μπορεί να αξιώνει συναίνεση σε αυτούς τους άθλιους χειρισμούς.
Όσες και όσοι νομίζουν ότι αυτή θα είναι μια “τελευταία αβαρία”, ας το ξανασκεφτούν: στο επόμενο επεισόδιο της ίδιας κρίσης, η ΕΥΠ (ή μήπως το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας;) μπορεί να καταθέσει στον Άρειο Πάγο προϊόντα “επισυνδέσεων” για τη στοιχειοθέτηση του όρου της “πραγματικής ηγεσίας”, με προφανή στόχο να νομιμοποιήσει το αίσχος των υποκλοπών. Και τα παραθυράκια που αφήνει η διάταξη σε νέους τακτικισμούς θα απαιτήσουν νέες (πόσες ακόμα;) τροπολογίες.
Για να πετύχει τον στόχο της μονοκομματικής αυτοδυναμίας, η κυβέρνηση παίζει επικίνδυνα παιγνίδια που καταλήγουν να ευνοούν τους καταδικασμένους ναζιστές. Για να μην σπάσει ο καθεστωτισμός του συστήματος Μητσοτάκη, η κυβέρνηση προτιμάει να σπάσει το Σύνταγμα και τα ελάχιστα δημοκρατικά εχέγγυα.
Ο κόσμος που έδωσε τη μάχη ενάντια στους νεοναζί μαχαιροβγάλτες στον προηγούμενο γύρο, το αντιφασιστικό κίνημα, η μεγάλη δημοκρατική πλειοψηφία, είναι ανάγκη να βγει ξανά στο προσκήνιο. Αυτός είναι ο μόνος αδιαπέραστος θεσμός, το μόνο απροσπέλαστο τείχος, απέναντι σε ένα νέο ναζιστικό μόρφωμα που θα μασκαρευτεί σε “πολιτικό κόμμα”».