Γερμανία: Ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος ”ρυπαντής”
Το 2011, μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα, η Άνγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της ανακοίνωσαν υπερηφάνως την αποπυρηνικοποίηση της Γερμανίας, δείχνοντας με το δάχτυλο τη γειτονική Γαλλία που επέμενε «πυρηνικά».
Το 2011, μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα, η Άνγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της ανακοίνωσαν υπερηφάνως την αποπυρηνικοποίηση της Γερμανίας, δείχνοντας με το δάχτυλο τη γειτονική Γαλλία που επέμενε «πυρηνικά». Ήταν τα ωραία χρόνια των εισαγωγών φθηνού ρωσικού αερίου – «καθάριζε» για λογαριασμό του Βερολίνου και της Μόσχας ο προκάτοχος της Μέρκελ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, που είχε μεταπηδήσει από τη γερμανική Καγκελαρία στην Gazprom.
Έντεκα χρόνια πέρασαν και το ειδυλλιακό τοπίο έχει αλλάξει άρδην. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετατρέψει τον τότε «κολλητό» των Γερμανών, Βλαντιμίρ Πούτιν, σε δαίμονα και την Gazprom σε κόλαση, ενώ το SPD διέγραψε τον Σρέντερ από τον κατάλογο των «Μεγάλων Σοσιαλδημοκρατών». Οι στρόφιγγες των αγωγών έχουν ελαττώσει αισθητά τις ροές και η ρωσική ενέργεια μεταφέρεται στη Γερμανία μετ’ εμποδίων.
Τα χρόνια της αφθονίας τερματικό σταθμό για τη μεταφορά υγροποιημένου αερίου (LNG) με τάνκερ δεν χρειαζόταν η Γερμανία. Εσπευσμένως εγκαινιάστηκε ο πρώτος, μόλις προ τριημέρου, στο Βίλχελμσαβεν της Βόρειας Θάλασσας από τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς και τους υπουργούς του Οικονομίας και Οικονομικών Χάμπεκ και Λίντνερ, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το γερμανικό τύπο, ο σταθμός θα καλύπτει περίπου το 6% των συνολικών αναγκών της χώρας για φυσικό αέριο. Αλλά οι ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας είναι πολλαπλάσιες. Και παρά την επείγουσα παράταση της λειτουργίας των έξι πυρηνικών σταθμών που επρόκειτο να κλείσουν εφέτος και οι οποίοι κάλυπταν το 2021 το 13,3% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια, η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν έχει άλλη λύση παρά να στραφεί άρον-άρον στον έωλο λιγνίτη.
Ο Ευρωπαίος ρυπαντής
Τα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (ΙΕΑ) είναι αποκαλυπτικά: το 2022 η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε (εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης που αυτός δημιούργησε ασφαλώς) κατά 1,2%. Στη Γερμανία, όμως, αυξήθηκε κατά 19%! Μιλάμε για 26 εκατομμύρια τόνους επιπλέον, συγκριτικά με το 2021. Η αύξηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εκτιναχθεί η κατανάλωση άνθρακα στην Ευρώπη συνολικά κατά 6% την χρονιά που φεύγει.
Μόνο η Ινδία ξεπερνά την Ευρώπη σε ποσοστιαία αύξηση της κατανάλωσης της πλέον ρυπογόνου πηγής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας: 7%. Η Κίνα, η οποία βεβαίως καταναλώνει το 53% του άνθρακα παγκοσμίως, αύξησε το 2022 την κατανάλωσή της μόλις κατά 0,4%.
Ασφαλώς δεν είναι μόνο η Γερμανία που αύξησε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την καύση άνθρακα επαναλειτουργώντας εγκαταλελειμένα εδώ και χρόνια εργοστάσια. Και η Γαλλία επανενεργοποίησε λιγνιτικές μονάδες, συχνά όμως για την παραγωγή μικρών, συμπληρωματικών ποσοτήτων ενέργειας. Όμως, «μόνο στη Γερμανία, με 10 γιγαβάτ (GW) παρατηρούμε μια σημαντική στροφή στη χρήση λιγνίτη», σημειώνει η ΙΕΑ.
«Το Βερολίνο υπολόγιζε να πετύχει την πλήρη απανθρακοποίηση έως το έτος 2030 και να κλείσει έως τα τέλη του 2022 λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας 1,6 γιγαβάτ. Εξαιτίας του πολέμου αναγκάστηκε να παρατείνει την παραγωγή στις μονάδες αυτές έως το Μάρτιο του 2024», θυμίζει η Αρμέλ Μποϊνέ, ρεπόρτερ της γαλλικής «Le Figaro».
Το τρίτο τρίμηνο η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα αυξήθηκε κατά 13,3% σε ετήσια βάση στη Γερμανία, για να φθάσει στις 42,9 τεραβατώρες (TWh). Η συνολική παραγωγή ενέργειας στη χώρα ήταν, παρά ταύτα, την περίοδο αυτή μικρότερη συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, σύμφωνα με τις μετρήσεις του γερμανικού Ινστιτούτου στατιστικών μελετών Destatis. energgy-crisis-energyintel
Πισωγύρισμα έως το 2025
Συνολικά σε παγκόσμια κλίμακα η κατανάλωση λιγνίτη αυξήθηκε κατά 1,2% εφέτος συγκριτικά με το 2021, κάτι που σημαίνει ότι στην ατμόσφαιρα προστέθηκαν περισσότερα από 8 δισ. εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για εκπομπές ρύπων που ξεπέρασαν το ρεκόρ που είχε καταγράψει η διεθνής Υπηρεσία το έτος 2013.
Πάντως σε άλλη εφετινή έκθεσή της η ΙΕΑ θεωρεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κρίση θα λειτουργήσουν ως επιταχυντές για την ενεργειακή μετάβαση του πλανήτη σε καθαρότερες πηγές ενέργειας και συγκεκριμένα στις περίφημες Ανανεώσιμες Πηγές (ΑΠΕ), στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια δηλαδή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν πρόκειται να συμβεί πριν από το 2025. Μια τριετία ακόμα δηλαδή θα διαρκέσει το ενεργειακό «πισωγύρισμα» του πλανήτη με την αυξημένη χρήση άνθρακα, κατά τους ειδικούς της ΙΕΑ.
«Παρά την επίσπευση των προσπαθειών για την ενεργειακή μετάβαση, η παγκόσμια ζήτηση για λιγνίτη θα διατηρηθεί στα εφετινά επίπεδα έως το 2025. Το στερεό αυτό καύσιμο θα παραμείνει, ως εκ τούτου, μακράν η κορυφαία πηγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο διεθνές ενεργειακό σύστημα», σημειώνει σε έκθεσή της για τον άνθρακα η ΙΕΑ.
Η περίπτωση της Κίνας
Η Ινδία και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας που στρέφονται ξανά στον άνθρακα. Όσο για την Κίνα, η οριακή αύξηση κατά μόλις 0,4% το 2022 οφείλεται κυρίως στη μεγάλη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας που προκάλεσαν στη χώρα τα αλλεπάλληλα λοκντάουν που κήρυξαν οι αρχές στο πλαίσιο της πολιτικής μηδενικής ανοχής στην Covid του Πεκίνου.
Η κατανάλωση άνθρακα μάλιστα θα ήταν πολύ χαμηλότερη στην Κίνα, αν τους καλοκαιρινούς μήνες δεν σάρωνε τη χώρα το πρωτοφανές κύμα καύσωνα που εκτίναξε τη ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα. Όπως είναι γνωστό πάντως, μόλις προ ολίγων εβδομάδων έπειτα από τις ογκώδεις διαδηλώσεις και τις έντονες διαμαρτυρίες των Κινέζων πολιτών η κινεζική νομενκλατούρα εγκατέλειψε την πολιτική μηδενικής ανοχής στην Covid. Κάτι που προοιωνίζεται για το 2023 ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας αλλά και της ζήτησης για άνθρακα.
Τουλάχιστον δεν επενδύουν…
Στην έκθεσή της η IEA σημειώνει ότι οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, η Κίνα, η Ινδία και η Ινδονησία, αύξησαν τη χρονιά που φεύγει την παραγωγή τους σε νέα επίπεδα ρεκόρ. Μιλάμε για τρεις χώρες που συγκεντρώνουν σχεδόν το μισό πληθυσμό της γης. Από 1,4 δισεκατομμύρια κατοίκους έχουν η Κίνα και η Ινδία, ενώ η Ινδονησία έχει ξεπεράσει τα 275 εκατομμύρια.
«Παρά ταύτα στις χώρες αυτές δεν υπάρχουν ενδείξεις αύξησης των επενδύσεων σε προγράμματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων άνθρακα. Ταυτόχρονα, η σοβούσα ενεργειακή κρίση επιταχύνει την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και επίσης τις προσπάθειες για μεγαλύτερη ενεργειακή αποτελεσματικότητα», επαναλαμβάνει με ένα τόνο αισιοδοξίας η Διεθνής Υπηρεσία.
ΠΗΓΗ : ot.gr