Ανάλυση/ Μητσοτάκης- Ερντογάν: Θετική ατζέντα της συγκυρίας;

 Ανάλυση/ Μητσοτάκης- Ερντογάν: Θετική ατζέντα της συγκυρίας;

Ελληνική και τουρκική πλευρά ομονοούν δια των ανακοινώσεων -μετά την συνάντηση (χαλαρή δια ειδικής υπομνήσεως…) του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν- πως στην ατμόσφαιρα κυριάρχησε η “θετική ατζέντα” της οικονομίας και της “συμμαχικής” (ΝΑΤΟϊκής) συνύπαρξης στις εκρηκτικές γεωπολιτικές συνθήκες που δημιούργησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Αναντίρρητα χρήσιμη και θετική εξέλιξη. Δεν επιτρέπονται, όμως, αυταπάτες. Θα ήταν επικίνδυνο, επιπόλαιο και αφελές να εκτιμήσει κανείς πως αυτή η δίωρη συνάντηση των δύο ηγετών στην Θεραπειά του Βοσπόρου βάζει οριστικά στο περιθώριο τον τουρκικό αναθεωρητισμό επειδή εκείνος του Βλαντιμίρ Πούτιν (βίαιη και προκλητική παραβίαση των κανόνων διεθνούς δικαίου και συνάμα επιχείρηση αλλαγής συνόρων) συνεγείρει, επιτέλους, την διεθνή κοινότητα. Κάτι -ας το θυμίσουμε- που δεν έγινε ποτέ, επαρκώς, κατά την εκδήλωση του επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η θετική ατζέντα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περιορίζεται εκ των συνθηκών σε εκείνο το μικρό μόνο τμήμα που αφορά τις οικονομικές σχέσεις (ΜΟΕ).

Κυρίως, όμως, αποτελεί προϊόν δύο παραγόντων:

Η Τουρκία αξιολογεί ορθά πως, υπό τις παρούσες συνθήκες της ουκρανικής κρίσης, δημιουργείται έδαφος επαναπροσέγγισης των Ηνωμένων Πολιτειών (σχέση εξαιρετικά τραυματική και επικίνδυνη για την τουρκική οικονομία και το στάτους περιφερειακής δύναμης που επιδιώκει) και της Ε.Ε. Η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην στρατηγική συμμαχία που διατηρεί με την Ρωσία και τις σχέσεις της με το Κίεβο (αγοραστή των οπλικών της συστημάτων) που εγκωμιάζονται από την κυβέρνηση Ζελένσκι, επιβάλλει να δείξει ένα νέο πρόσωπο προς τη Δύση. Να προσφερθεί, δηλαδή, ως σταθερός εταίρος της τελευταίας, κρατώντας, όμως, τις αποστάσεις εκείνες που απαιτούνται για να εξακολουθεί να αντλεί γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη από την γέφυρα με τη Μόσχα. Αυτή η ισορροπία της επιτρέπει, παράλληλα, να μην υιοθετεί τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, να κλείνει τα στενά του Βοσπόρου κατά τρόπο βολικό και προς τις δύο πλευρές, να διατηρεί ανοιχτό τον εναέριο χώρο της στα ρωσικά αεροσκάφη, να κρατά σε ικανοποιητικό επίπεδο το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών, και να συνεχίσει να υποδέχεται Ρώσους τουρίστες που αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του τουρκικού τουρισμού.

Για να συνεχίσει να ισορροπεί επιτυχώς, ο Ερντογάν γνωρίζει πως πρέπει να δώσει δείγματα γραφής, κυρίως προς τις ΗΠΑ, από τις οποίες προσδοκά την αποκατάσταση των σχέσεων και την αναθεώρηση του εμπάργκο οπλικών συστημάτων (F-16, F-35 κ.ά). Ο κατευνασμός έναντι της Ελλάδας υπηρετεί ακριβώς αυτό τον σκοπό της Άγκυρας.

Αποτελεί απαίτηση του ΝΑΤΟ (Δύση), καθώς με την ανατροπή της παλαιάς αρχιτεκτονικής ασφάλειας εξαιτίας του βίαιου ρωσικού αναθεωρητισμού επιθυμεί να κρατήσει συμπαγή και αποτελεσματική τη συμμαχία κατά της Μόσχας. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό και αποδοτικό εάν οι δύο χώρες, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος του νέου δόγματος στην ευρύτερη περιοχή μας, συνέχιζαν να βρίσκονται σε κλίμα …”θερμού επεισοδίου” στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή τη νατοϊκή απαίτηση η Τουρκία δεν θα μπορούσε παρά να ανταποκριθεί. Δεδομένου, μάλιστα, ότι αλλάζουν άρδην και τα ενεργειακά “πρότζεκτ”, οι επιδιώξεις γίνονται (και) στρατηγικές.

Ως εκ τούτου, η ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελεί και επιταγή της Δύσης σε μία εποχή που όλα ανατρέπονται αλλά και ανάγκη των δύο χωρών που πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις στρατηγικές τους.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να αξιολογήσει αυτή την ύφεση ως μία σταθερή κατάσταση. Ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύεται από απτά δείγματα αλλαγής της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Μόλις προ μερικών εβδομάδων η Άγκυρα, με την επιστολή της στον ΟΗΕ, προβάλλει παράλογες αιτιάσεις για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, συνδέοντάς την, μάλιστα, πρωτοφανώς με την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο. Θετική ατζέντα επί μακρόν χωρίς απόσυρση αυτής της απαίτησης και του casus belli είναι σαφές πως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

Από την άλλη, όμως, η επιλογή Μητσοτάκη να συναντηθεί με τον Ερντογάν είναι χρήσιμη και αναγκαία (για τους λόγους που περιγράψαμε). Με ορόσημο το φθινόπωρο, όταν, όπως εξήγησε ο πρωθυπουργός, θα συνέλθει στη Θεσσαλονίκη το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών -μετά από αρκετά χρόνια-, η κυβέρνηση εμπεδώνει συνθήκες μορατόριουμ στο Αιγαίο. Όχι πώς θα πάψουν οι παραβάσεις και παραβιάσεις τουρκικών μαχητικών, μπορεί, όμως, βάσιμα μπορεί να ελπίσει κανείς πώς το “θερμό” καλοκαίρι του 2020 δεν θα επαναληφθεί.

Πέραν του ότι αυτή η ύφεση στα ελληνοτουρκικά εξυπηρετούν και τα όποια εκλογικά σχέδια επεξεργάζεται το Μέγαρο Μαξίμου. Η εξασφάλιση χρόνου “ανοχής” είναι κάτι αρκετά σημαντικό. Δεν μπορεί, όμως, να είναι το μείζον.

Η ελληνική διπλωματία έχει δύο βασικές επιλογές:

Η πρώτη -που αποτέλεσε αιχμή του δόρατος το προηγούμενο διάστημα-, είναι η στρατηγική απομόνωσης του Ερντογάν ως “ταραξία” και αποσταθεροποιητή της διεθνούς νομιμότητας. Στην αντίληψη αυτή, άλλωστε, στηρίχθηκε και το (λανθασμένο) αφήγημα της απομόνωσης της Τουρκίας αλλά και η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων ως μοχλό αποτρεπτικό σε αυτή την προκλητικότητα και επιθετικότητα της Άγκυρας.

Η δεύτερη είναι η επιλογή μιας σταδιακής προσέγγισης ώστε να δημιουργηθεί σε δεύτερο χρόνο (πιθανώς μετά τις εκλογές και στις δύο χώρες) πεδίο διαλόγου με απώτερο στόχο την παραπομπή της μίας και μοναδικής ελληνοτουρκικής διαφοράς στη Χάγη.

Εάν το μορατόριουμ που φαίνεται να συμφωνήθηκε στην συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη εξαντληθεί (όπως και τον Ιούνιο του 2021) σε ένα ήρεμο καλοκαίρι, το αποτέλεσμα δεν θα έχει ιδιαίτερη υπεραξία για την Ελλάδα. Ενώ την ίδια ώρα ο Ταγίπ Ερντογάν θα περιφέρει την φωτογραφία της χαλαρής συνάντησης με τον Έλληνα πρωθυπουργό προκειμένου να αναιρεί τα επιχειρήματα περί του επιθετικού αναθεωρητισμού του.

Κάτι που εξαιτίας και της ουκρανικής κρίσης ήδη αξιοποιεί, έχοντας μπει σε τροχιά ενσωμάτωσης στο δυτικό άρμα. Και αυτό είναι σαφές πως το αποδέχονται πλήρως και η Ουάσιγκτον, και οι Βρυξέλλες.

Σχετικά Άρθρα