Ασθενής ασυλία…
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν ανέκυψε την εποχή της πανδημίας. Θα μπορούσε να πει, μάλιστα, κανείς, πως ήταν αισθητά εντονότερο τα προηγούμενα χρόνια, όταν γονείς, ακόμα και παιδίατροι, αμφισβητούσαν την αναγκαιότητα των εμβολίων. Σχετικές ερωτήσεις είχαν γίνει, άλλωστε, και προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τους αρμόδιους επιτρόπους να συστήνουν ευρεία επικοινωνιακή εκστρατεία στα κράτη μέλη για την ενημέρωση των πολιτών. Τροπολογία για την ασυλία της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ωστόσο, δεν υπήρξε.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών έδειξαν πως με την έναρξη των εμβολιασμών κατά του Covid 19, η άρνηση και ο σκεπτικισμός για τα εμβόλια βαίνει μειούμενος. Ακόμα και μετά τον σάλο που προκλήθηκε πανευρωπαϊκά με το εμβόλιο της AstraZeneca (εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης και ύποπτης στάσης της ίδιας της Κομισιόν), οι εγχώριοι αρνητές αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό. Σε κάθε περίπτωση, δε, αισθητά μικρότερο απ΄ ότι σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Γαλλία αλλά και η Γερμανία. Νόμος για την ασυλία των εθνικών επιτροπών εμβολιασμού δεν υπήρξε, όμως, σε κάποια από τις χώρες αυτές.
Οι οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας περί του κοροναϊού ή των εμβολίων είναι συγκριτικά απειροελάχιστοι στην Ελλάδα, παρά την “προσπάθεια” ορισμένων μέσων ενημέρωσης να αναδεικνύουν τις λιγοστές περιπτώσεις, όπως τις τελευταίες ημέρες με έναν γονέα και έναν εκπαιδευτικό που αντέδρασαν στα self tests. Μαζικές διαδηλώσεις αρνητών, για παράδειγμα, δεν είχαμε στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ή τις ΗΠΑ.
Η άποψη περί “ψεκασμένων” που διακινούν ορισμένοι και την επικαλέστηκε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής πλειοψηφίας Θάνος Πλεύρης δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. “Ψεκασμένοι” (αδόκιμη, φυσικά, η έκφραση) υπάρχουν παντού και αφού υπάρχουν παντού θα μπορούσαν να κινηθούν με μηνύσεις και αγωγές κατά του Dr Fauci στις ΗΠΑ, του Καρλ Ντόρστερ στη Γερμανία και κάθε άλλου ειδικού που συμβουλεύει τις κυβερνήσεις για την λήψη μέτρων την περίοδο της πανδημίας.
Η ασυλία των λοιμωξιολόγων και όλων των μελών των τριών αρμοδίων επιτροπών δεν έχει νόημα με τον τρόπο που έγινε για τους εξής λόγους:
Πρώτον, γιατί εάν θεωρείται αναγκαία για λόγους “επιστημονικής ανεξαρτησίας” θα έπρεπε να είχε προωθηθεί νομοθετικά από την πρώτη στιγμή συγκρότησης τους, σε συμφωνία με όλες τις πολιτικές δυνάμεις και όχι κρυφίως.
Δεύτερον, γιατί τότε θα έπρεπε να συμπεριλάβει ολόκληρο το φάσμα των υγειονομικών. Περισσότερο κινδυνεύει ο διευθυντής και οι γιατροί κάθε ΜΕΘ δημόσιου νοσοκομείου από συγγενείς ασθενούς Covid που κατέληξε διασωληνωμένος εκτός μονάδων, παρά ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας ή η πρόεδρος της επιτροπής εμβολιασμών Ελένη Θεοδωρίδου. Όπως επισημαίνουν ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθ. Εξαδάκτυλος (μέλος και της επιτροπής ειδικών) αλλά και ο γραμματέας της ΟΕΝΓΕ Πάνος Παπανικολάου κάτι τέτοιο, ενώ ζητήθηκε, δεν υλοποιήθηκε.
Τρίτον, διότι η στιγμή που επελέγη για την τροπολογία αλλά και ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε –άνευ εξηγήσεως πέραν της …θεωρίας περί “ψεκασμένων”– εγείρουν ευλόγως ερωτηματικά. Όπως είχε συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις …προσφοράς ασυλίας, είτε σε τραπεζικά στελέχη την περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά, είτε στα μέλη του ΤΧΣ επί ΣΥΡΙΖΑ. Η περίοδος είναι “πονηρή” τώρα που, όπως υποστηρίζει ο πρωθυπουργός, διανούουμε τα τελευταία μέτρα στο “τελευταίο μίλι”, κι ενώ η κυβέρνηση δρέπει επικοινωνιακές δάφνες (δικαίως σε μεγάλο βαθμό) για το επιτυχές εγχείρημα των εμβολιασμών παρά την καθυστέρηση στην προμήθεια εμβολίων με ευθύνη της ΕΕ.
Και είναι “πονηρή”, αφενός λόγω της δημοσίευσης των πρακτικών της αρμόδιας επιτροπής με ανάδειξη, όπως ελέχθη, της επιρροής που άσκησαν κυβερνητικά στελέχη προς εκμαίευση εισήγησεων με πολιτικό πρόσημο, και αφετέρου επειδή έγιναν γνωστές οι σοβαρές διαφωνίες κάποιων εκ των μελών της σχετικά με τις υπερτοπικές μετακινήσεις λόγω Πάσχα και άλλα θέματα. Εάν η τροπολογία προωθήθηκε κατόπιν αιτήματος της επιτροπής λοιμωξιολόγων η κυβέρνηση θα έπρεπε να το πει και να το εξηγήσει. Το γεγονός, όμως, πως ο κ. Εξαδάκτυλος έσπευσε να δηλώσει πως “αποποιείται των προνομίων” αποδεικνύει πως κάποιοι τουλάχιστον εκ των ειδικών αιφνιδιάστηκαν.
Εν κατακλείδι, ακόμα κι αν η ασυλία έρχεται να καλύψει (δικαίως) πιθανές νομικές συνέπεις από ακραίους αυτό εξασθενεί αφ΄ ης στιγμής η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές πως εκείνη αποφασίζει, άρα φέρει ακέραια την ευθύνη για τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών.
Και η απουσία εξηγήσεων και διαφάνειας πλήττει την επιστημοσύνη άξιων ανθρώπων που μετέχουν στις επιτροπές. Να προστατεύουμε τους επιστήμονες, όχι να βαθύνουμε το έλλειμμα αξιοπιστίας που έχει προκληθεί από την πολιτική διαχείριση της πανδημίας. Και, πέρα από το “δεν ευθύνονται, δεν διώκονται”, είναι αυτό το παρεξηγήσιμο “και δεν εξετάζονται” που δημιουργεί υπόνοιες…