Είναι οι ανισότητες… στις ΗΠΑ και την Ευρώπη
Στις 19/12/2020 ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε στο twitter την διαδήλωση στην Ουάσιγκτον την 6/1/2021 αγριεμένων διαδηλωτών, στην οποία κεντρικός ομιλητής αμφισβήτησης του αποτελέσματος των εκλογών της 3/11/2020 ήταν ο Ντ.Τραμπ. Η συγκέντρωση μετά την λήξη της ομιλίας του κεντρικού ομιλητή, κατέληξε σε μία βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο ακροδεξιών υποστηρικτών, μελών ρατσιστικών οργανώσεων, νοσταλγών της Συνομοσπονδίας, προκαλώντας, μεταξύ των άλλων, τον θάνατο τεσσάρων διαδηλωτών, τον τραυματισμό πολλών άλλων και σοβαρές υλικές ζημίες.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Ταυτόχρονα προκλήθηκαν οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας και αποσιωπήθηκε επιμελώς η προβολή των πραγματικών οικονομικών, κοινωνικών, υγειονομικών, κ.λ.π. προβλημάτων που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού στις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, το συνονθύλευμα αυτό των δήθεν αντισυστημικών διαδηλωτών, υπό την προτροπή των ηγεσιών τους, κινήθηκε σε δύο άξονες:
- την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος μέσω της ακύρωσης της διαδικασίας επικύρωσης του και
- τον ευτελισμό των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών.
Όμως, η σκοτεινή αυτή πλευρά των ακροδεξιών και αντιδημοκρατικών ενεργειών, δεν κατόρθωσε να αποπροσανατολίσει την πλειοψηφία της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία απέδειξε, με την άρνηση της να συμμετέχει σε αυτή την περιορισμένου μεγέθους διαδήλωση, ότι δεν δημαγωγείται και δεν υποστέλλει την σημαία διεκδίκησης της άρσης των ανισοτήτων, των φυλετικών διακρίσεων και της διεύρυνσης των κοινωνικών, εργασιακών και υγειονομικών δικαιωμάτων. Μίας κοινωνίας που ενώ η οικονομική της δραστηριότητα παράγει ετησίως το υψηλότερο ΑΕΠ του πλανήτη(23,5 τρις δολλάρια), εντούτοις δεν διαθέτει δημόσιο σύστημα ασφάλισης υγείας και εθνικό σύστημα υγείας.
Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικό ότι από « τα 200 εκατομ. άτομα που είναι σε ηλικία εργασίας, τα 100 εκατομ. άτομα δεν έχουν οποιαδήποτε συνταξιοδοτική κάλυψη και 28,5 εκατομ. άτομα δεν έχουν διόλου και άλλα 60 εκατομ. άτομα έχουν τελείως ανεπαρκή ασφάλιση υγείας. Παράλληλα, από την δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, ο μέσος μισθός στις ΗΠΑ αυξήθηκε μόνο 3% σε πραγματικές τιμές και το χαμηλότερο 20% των μισθών μειώθηκε (Κ.Καλλίτσης,Καθημερινή 10/1/2021).
Με άλλα λόγια, η περίοδος αυτή συνέβαλε στην διεύρυνση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.
Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι σε επίπεδο ανισοτήτων διεθνώς, ενώ το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατείχε το 1980 το 16% του εισοδήματος, το 2018 κατείχε το 20% του εισοδήματος. Ταυτόχρονα, το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού παρέμεινε σταθερό στο 9% του εισοδήματος παρά τις εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ.Κίνα, Ινδία,κ.ά).
Με άλλα λόγια, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι συγκρίνοντας την δυναμική της σύγκλισης (μείωση των ανισοτήτων) με την δυναμική της απόκλισης (αύξηση των ανισοτήτων), διαπιστώνεται, με τον πιο εύληπτο τρόπο, ότι επικρατεί σε ανησυχητικό βαθμό η δεύτερη επί της πρώτης.
- Στην Ευρώπη το 1% των πλουσιότερων ευρωπαίων κατέχει σήμερα το 12% του εισοδήματος, ενώ το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών κατέχει το 20% του εισοδήματος.
Την ίδια στιγμή(Eurofund,2020) στην Ευρωπαϊκή Ένωση 10% των εργαζομένων (15% Ελλάδα) αισθάνονται ανασφαλείς στην εργασία τους. Επίσης στην Έκθεση των Παγκόσμιων Ανισοτήτων του 2018 σημειώνεται ότι εάν οι παγκόσμιες ανισότητες ακολουθήσουν τις τάσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών, τότε θα συνεχίσουν να διευρύνονται διεθνώς κατά τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, στην προοπτική αυτή, για τις Ηνωμένες Πολιτείες προβλέπεται ότι το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών που κατέχει σήμερα το 20% του εισοδήματος, θα κατέχει στο μέλλον το 30% του εισοδήματος. Η ίδια αυξητική τάση των ανισοτήτων, ακολουθώντας τα επίπεδα μεταβολής των ευρωπαϊκών εξελίξεων, προβλέπεται και για την Ευρώπη, γεγονός που αποδεικνύει την δομική τάση αύξησης του χάσματος του πλούτου και των ανισοτήτων στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι στην Γαλλία από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού. Το ίδιο και στην Γερμανία, όπου σύμφωνα με Έκθεση(2016) της Bundesbank, το πλουσιότερο 10% των Γερμανών κατέχει το 60% του πλούτου της χώρας και το φτωχότερο 50% του γερμανικού πληθυσμού καρπούται μόλις το 2,5% του συνολικού πλούτου της χώρας.
Στις συνθήκες αυτές των ανισοτήτων, διαπιστώνεται ότι στην Γερμανία, την πιο εύρωστη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2018 το 51,4% (9,3 εκατομ. άτομα) των συνταξιούχων (18 εκατομ. άτομα) ελάμβανε μηνιαία σύνταξη κάτω των 900 ευρώ, την στιγμή που το όριο της φτώχειας για κάθε άτομο ανέρχεται σε 999 ευρώ τον μήνα.
Στην Γαλλία σε σύνολο συνταξιούχων 17 εκατομ. ατόμων(2019) 1,4 εκατομ. συνταξιούχοι(8,3%) διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας, το οποίο για κάθε άτομο ανέρχεται σε 1.015 ευρώ τον μήνα.
Στην Ελλάδα σε σύνολο 2.550.000 συνταξιούχων, οι 595.000 συνταξιούχοι (23,3%) διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας (382 ευρώ τον μήνα) με μέση μηνιαία σύνταξη 350 ευρώ (μεικτά).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 25% του συνολικού πληθυσμού(124 εκατομ. άτομα) είναι συνταξιούχοι και από τον αριθμό αυτόν τα 17,3 εκατομ. άτομα(18,2%) των συνταξιούχων απειλούνται από τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η αμερικανική και ευρωπαϊκή οικονομία είναι βυθισμένες στην «δίδυμη παγίδα» των ανισοτήτων και της στασιμότητας ή της ύφεσης, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο, την ποιότητα ζωής και εργασίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των πληθυσμών τους.
Επιπλέον, η δυσμενής αυτή κατάσταση των εισοδηματικών ανισοτήτων, σύμφωνα με την έρευνα(2018) των εισοδηματικών ανισοτήτων, επηρεάζει αρνητικά, μεταξύ των άλλων, την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, σε βαθμό που και στις δύο ηπείρους τμήματα του πληθυσμού, κατά την περίοδο των τελευταίων τριών δεκαετιών, να συντηρητικοποιούνται με αντιδημοκρατικές, ρατσιστικές και ακροδεξιές ενέργειες, διχάζοντας το κοινωνικό σώμα και διασπώντας την δημοκρατική και την διεκδικητική του ενότητα.
Ειδικότερα, στην έρευνα των εισοδηματικών ανισοτήτων εκτιμήθηκε ότι 1% αύξηση του εισοδήματος του 20% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού, προκαλεί μείωση του ΑΕΠ κατά 0,08%, ενώ αντίθετα η αύξηση κατά 1% του εισοδήματος του 20% του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού μίας χώρας προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ.
Στην κατεύθυνση αυτή, αρκετοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη στις μέρες μας, όπου οι ανισότητες έχουν αποκτήσει ανησυχητικές διαστάσεις, προτείνουν ως απολύτως αναγκαίες τις πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, δεδομένου ότι, μεταξύ των άλλων, ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
- Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η συνέχιση και στις δύο ηπείρους εφαρμογής πολιτικών διεύρυνσης των ανισοτήτων και της ανισοκατανομής του εισοδήματος σε είδος και σε χρήμα, θα δημιουργήσει χωρίς αμφιβολία συνθήκες υψηλού κοινωνικού και πολιτικού κόστους.
Ακριβώς, στην ιδιαίτερη έμφαση αποφυγής αυτής της προοπτικής, εντάσσεται, μεταξύ των άλλων, η απονομή του Νόμπελ Οικονομίας (2019) από την Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, στον Ινδό οικονομολόγο A.Banerjiee, την Γαλλίδα οικονομολόγο E.Duflo και τον Αμερικανό οικονομολόγο M.Kremer, η οποία παρεκκλίνοντας από την παραδοσιακή αναγνώριση της κυρίαρχης τάσης της ανάπτυξης με ανισότητες, επιβράβευσε το επιστημονικό τους έργο και την εμπειρική τους προσέγγιση καθορισμού των αποτελεσματικών πολιτικών και των εργαλείων για την ανάπτυξη, την καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων.
*Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου