Ποιο ΚΙΝ.ΑΛ και ποιο ΠΑΣΟΚ;
Mεταξύ άλλων, η ενδοκομματική συζήτηση στο “Κίνημα Αλλαγής” εν΄όψει του συνεδρίου τον Νοέμβριο περιστρέφεται γύρω από το εάν θα αλλάξει εκ νέου το όνομα και θα επιστρέψουν στο…ΠΑΣΟΚ. Στο εξαιρετικό ρεπορτάζ του ο Σωτήρης Μπολάκης, στο libre, περιγράφει αυτήν την αντιπαράθεση απόψεων. Έχει, άραγε, νόημα κάτι τέτοιο (;), θα αναρωτηθούν πολλοί.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι μεν υποστηρίζουν πως το ΠΑΣΟΚ είναι ένα αξεπέραστο brand name που μπορεί να εμπνεύσει ακόμα αρκετούς από τους επήλυδες που μετοίκησαν στη Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι ίσως επιστρέψουν στην πολιτική τους μήτρα εφόσον αυτή ανακτήσει την ταμπέλα του “ανδρεϊσμού”. Η Φώφη Γεννηματά φέρεται να έχει άλλη άποψη και να επιμένει στην αναγέννηση του χώρου υπό τη νεότερη εκδοχή της. Η πραγματική συζήτηση, όμως, είναι κατά πόσο το σημερινό ΚΙΝ.ΑΛ είναι εφικτό να ξεκολλήσει από το εκλογικό και δημοσκοπικό 7%.
Έχει αξία να επισημάνει κανείς πως όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της επιστροφής στο…ΠΑΣΟΚ δεν εκκινούν από την ίδια αφετηρία. Το προτείνει, για παράδειγμα, ο επίδοξος διάδοχος της κ. Γεννηματά, Ανδρέας Λοβέρδος, το εισηγούνται και οι Χάρης Καστανίδης και Παύλος Γερουλάνος. Ο πρώτος, όμως, επιδιώκει ένα κεντρώο πρόσημο που κρυφοκοιτάζει προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι άλλοι επιμένουν στην βαθιά αντιδεξιά ρίζα του κινήματος η οποία εκτιμούν πως μπορεί να ανθίσει ξανά και να δώσει εκλογικούς καρπούς.
Με ιστορικούς όρους δύσκολα μπορεί ωστόσο να φανταστεί ένα νέο “παλαιό ΠΑΣΟΚ” που θα χλευάζει την Αριστερά και θα αναζητά τρόπους συνεργασίας με την Δεξιά. Άρα, θα μπορούσε να πει κανείς, πως οι κ. Καστανίδης και Γερουλάνος (αλλά και ο Γιώργος Παπανδρέου όπως λέγεται) έχουν λόγους να προτείνουν ότι προτείνουν, ο δε κ. Λοβέρδος πως βλέπει στο όνομα τη φάκα που θα μπορούσε να “αιχμαλωτίσει” ψηφοφόρους.
Μια απάντηση σε όλα αυτά δίνει εύστοχα ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο “Μακεδονία” Νίκος Μαραντζίδης σε πρόσφατο άρθρο του στην “Καθημερινή” (το οποίο συζητήθηκε ευρέως για άλλους λόγους) υπό τον εύγλωττο τίτλο “Νέος καχεκτικός δικομματισμός”. Γράφει, λοιπόν: “Υπό ορισμένες συνθήκες δεν θα απέκλεια να ζήσουμε μια κυριαρχία της Ν.Δ. τύπου CDU στη Γερμανία ή ακόμη και Χριστιανοδημοκρατίας στη μεταπολεμική Ιταλία, όπου η Ν.Δ. θα κυβερνά παρατεταμένα μόνη ή με τους συμμάχους της και με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει τον ρόλο του Ιταλικού ΚΚ, δηλαδή ενός κόμματος που θα παγιώσει μεν ένα ποσοστό 25%-35%, αλλά απομονωμένο δεν θα μπορεί να κυβερνήσει. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι κάποιοι εντός Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση”.
Ο κ. Μαραντζίδης “φωτογραφίζει” αναμφίβολα τον Ανδρέα Λοβέρδο, ως διεκδικητή της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ, και κάποιους εντός και εκτός τειχών που έχουν πρωταγωνιστήσει στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και δεν κρύβουν την επιδίωξή τους για στήριξη ή και συνεργασία με τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Δηλαδή, ένα ΚΙΝ.ΑΛ που θα μετονομαστεί σε ΠΑΣΟΚ αλλά δεν θα είναι ΠΑΣΟΚ, μπορεί να προσελκύσει ψηφοφόρους που έχουν μετακινηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 και το 2015 και ταυτόχρονα να συγχρωτισθεί με τη Ν.Δ απομονώνοντας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την πιθανότητα να επιστρέψει στην διακυβέρνηση της χώρας.
Η επιδίωξη για έναν απομονωμένο και “ανάδελφο” ΣΥΡΙΖΑ είναι, εκ των πραγμάτων (και ορθώς για τον επικοινωνιακό και πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης), μια στρατηγική που ίσως κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις.
Ιδιαίτερα εκ του ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με απλή αναλογική. Μπορεί, για παράδειγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης να δηλώνει εμφατικά πως οι επόμενες κάλπες θα είναι διπλές, ουδείς, όμως, μπορεί να προεξοφλήσει τι θα συμβεί στον εκλογικό χρόνο. Μπορεί, όντως, ο πρωθυπουργός να διατηρήσει ή και να αυξήσει την διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί, όμως, τα πράγματα να αλλάξουν. Τότε, θα προκύψει το δίλημμά της “ακυβερνησίας” και της ικανότητας των δύο πυλώνων του –κατά Μαραντζίδη– “καχεκτικού δικομματισμού” να προβάλλουν πιθανές συμμαχίες. Με μια φιλική προς αυτόν ηγεσία στο ΚΙΝ.ΑΛ-ΠΑΣΟΚ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σαφώς προβάδισμα έναντι ενός “απομονωμένου” ΣΥΡΙΖΑ χωρίς στέρεο πλαίσιο δυνητικών συμμαχιών (η προς τα αριστερά συνεργασία δεν φαίνεται πιθανή με τα σημερινά δεδομένα). Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή στην Χαριλάου Τρικούπη υπάρχει μια ηγεσία με σαφή αντιδεξιό χαρακτήρα, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο δύσκολο, ακόμα κι αν αυτό δεν σημαίνει πως θα ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες για συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι “ΚΙΝ.ΑΛ ή ΠΑΣΟΚ;”, αλλά με ποια ηγεσία και ποια ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα. Όλα αυτά προσπαθεί να τα συγκεράσει, προς το παρόν, η Φώφη Γεννηματά με την αντιδεξιά αντιπολίτευση χωρίς, όμως, ανοίγματα προς τον Αλέξη Τσίπρα.
Έχει, όμως, ενδιαφέρον το γεγονός πως ένα μικρό –πια- κόμμα, με σχετικά γηρασμένο εκλογικό ακροατήριο, όπως το ΚΙΝ.ΑΛ του 6-7%, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συζήτησης σχετικά με την μελλοντική χωροταξία του πολιτικού συστήματος. Κι έχει ενδιαφέρον αφενός γιατί δείχνει πως η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη διατηρείται μεν αλλά με απώλειες, και ως εκ τούτου οφείλει κάποια στιγμή να αναζητήσει στηρίγματα, αφετέρου επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει σύντομα να αποφασίσει εάν και πως θα επανατοποθετηθεί στο πολιτικό φάσμα για να μπορέσει να δηλώσει συγκεκριμένο αφήγημα.