Οι μικροί “ρουβίκωνες” που αλλάζουν την φορά των πραγμάτων…
Κάθε κυβέρνηση έχει έναν “ρουβίκωνα”. Είναι εκείνη η νοητή γραμμή/όριο που όταν την/το διαβεί τα πράγματα αλλάζουν. Άλλοτε άρδην και εκκωφαντικά, άλλοτε υποδόρια και σιωπηλά. Η κοινή γνώμη, όμως, το αντιλαμβάνεται ακόμα κι όταν η μετάβαση από την μια κατάσταση στην άλλη αχνοφαίνεται. Για την κυβέρνηση Σαμαρά, για παράδειγμα, ήταν ο συνδυασμός του “χαρατσιού” στα ακίνητα και το “μαύρο” στην ΕΡΤ. Για την κυβέρνηση Τσίπρα ήταν ο επιπόλαιος χειρισμός του σκανδάλου της Novartis- και όχι η Συμφωνία των Πρεσπών, όπως κάποιοι νομίζουν. Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη το σημείο καμπής δεν είναι ευδιάκριτο (βοηθούν, άλλωστε, και τα μίντια), αφορά, ωστόσο, την υπερχειλίζουσα αίσθηση υπεροπλίας που καταλήγει σε υπεροψία.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η διπλή πρόκληση της Πάρνηθας και της Ικαρίας εντυπώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως μια πράξη αυταρέσκειας και υπέρβασης των ηθικών κανόνων που η ίδια η κυβέρνηση επικαλείται στον ένα χρόνο της πανδημικής Οδύσσειας. Και δικαίως προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο Μέγαρο Μαξίμου που έσπευσε να την υποβαθμίσει ή και να την αποσιωπήσει. Περιέργως και κακώς, διότι με τα δημοσκοπικά αποθέματα που διατηρεί θα μπορούσε αρκετά εύκολα να ξεπεράσει το πρόβλημα εάν αναγνώριζε εγκαίρως και με παρρησία το σοβαρό σφάλμα. Δεν το έκανε. Και όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις η αντίδρασή της ήταν να “μπουκώσει” την επικαιρότητα με κάτι άλλο- εν προκειμένω με τον γνωστό “δυναμισμό” αστυνομικού τύπου που είδαμε στην περίπτωση του νόμου για τα πανεπιστήμια.
Οι “ρουβίκωνες” από μόνοι τους δεν κλυδωνίζουν κυβερνήσεις. Πολλώ δεν μάλλον δεν τις ρίχνουν. Αποτελούν, όμως, την αφετηρία της φθοράς, η οποία εάν δεν αναταχθεί γρήγορα δημιουργεί προϋποθέσεις για επιτάχυνσή της. Στην αγοραία διαχείριση της πολιτικής γίνεται συνήθως επίκληση των δημοσκοπήσεων και κυριαρχεί η αντίληψη πως η σχέση με την αξιωματική αντιπολίτευση είναι ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.
Είναι βέβαιο πως αρκετοί παροτρύνουν τον πρωθυπουργό να μην ανησυχεί. “Τους έχουμε για πλάκα, όποτε γίνουν εκλογές ο Τσίπρας θα τις χάσει και μαζί θα χάσει και την ηγεσία”, του λένε. Είναι παρόμοια αντιμετώπιση με εκείνη συνομιλητών του πρώην προωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ που στις αρχές του 2019 του έλεγαν πως “ο Κυριάκος δεν τραβάει” και πως “οι εκλογές θα κερδηθούν με 4 μονάδες διαφορά”. Απερίσκεπτοι και εκτός πραγματικότητας. Αλλά, κάπως έτσι αρχίζουν όλα…
Είναι αλήθεια πως η Ικαρία και η Πάρνηθα, ως πολιτικό άθροισμα, δεν θα προκαλέσουν κατάρρευση. Και είναι επίσης αλήθεια πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί σημαντικό προβάδισμα και δεν κινδυνεύει από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που ακόμα δεν έχει δημιουργήσει ούτε μηχανισμό εκλογών, ούτε εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Ως κυβερνών, άλλωστε, διατηρεί πάντοτε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Από την άλλη, ωστόσο, σε μερίδα της κοινής γνώμης που είτε ψήφισε τη Ν.Δ, είτε βλέπει με συμπάθεια τη σημερινή κυβέρνηση, διαμορφώνεται η αντίληψη πως αυτή κινείται μακράν της πραγματικότητας που βιώνει η κοινωνία. Το γεγονός, δε, ότι η κυβέρνηση περικλείεται ολοένα και περισσότερο στην κοινοβουλευτική μοναξιά της, έχοντας το σύνολο της αντιπολίτευσης (ακόμα και το “όμορο” και μέχρι πρότινος συμμαχικό ΚΙΝ.ΑΛ) απέναντί της είναι μια κατάσταση που μάλλον την υποτιμά– οι ευκαιριακές συμπράξεις με την “Ελληνική Λύση” του Βελόπουλου δεν έχουν πολλά να προσφέρουν. Πολλά, αν όχι όλα, θα κριθούν από την οικονομία, ωστόσο το κλίμα επιβαρύνεται από την αίσθηση του ανίκητου και του ατιμώρητου που διακατέχει τους κυβερνώντες.
Ό,τι κι αν λέμε, το’ χει ο λαός αυτό το αισθητήριο και το πρώτο δείγμα γραφής αποτυπώνεται στην δυσκολία ακόμα και των πιο ένθερμων υποστηρικτών μιας διακυβέρνησης να εξηγήσουν γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν. Είναι αυτοί οι μικροί “ρουβίκωνες” που ξεκινούν ως ρυάκια και γίνονται ρεύματα και χείμαρροι. Πολλές φορές, αρκεί μια “σπίθα”, μια “στραβή” που δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί…