Kατρούγκαλος: Ο πρωθυπουργός οφείλει να προσδιορίσει την στρατηγική του στις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία
Γ. Κατρούγκαλος: Δίδυμο κενό ειλικρίνειας και στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική της ΝΔ. Ο Πρωθυπουργός οφείλει να προσδιορίσει τη στρατηγική του στις διερευνητικές επαφές
Σημεία από τη σημερινή τοποθέτηση του Γ. Κατρούγκαλου, τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στο Σ/Ν του ΥΠΕΞ για τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο:
Καλωσορίζουμε και από το βήμα της Ολομέλειας, όπως πράξαμε και στην Επιτροπή, την προσχώρηση της κυβέρνησης της ΝΔ σε μια στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η προσχώρηση αυτή όμως γίνεται στο πλαίσιο ενός δίδυμου κενού, ειλικρίνειας και στρατηγικής. Ειλικρίνειας, διότι η επιλογή μας αυτή είχε λοιδορηθεί και κατηγορηθεί ως υπονομευτική των εθνικών συμφερόντων από τη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στρατηγικής, γιατί δεν εντάσσεται σε ένα συνεκτικό σχέδιο εξωτερικής πολιτικής.
Περιμένουμε να δούμε πως θα τοποθετηθεί ο πρωθυπουργός. Ο υπουργός Εξωτερικών έχει ήδη αναγγείλει από τον Αύγουστο την επέκταση των χωρικών υδάτων Νότια, αν και όχι Ανατολικά της Κρήτης. Αναφέρομαι στον Πρωθυπουργό διότι δεν θα είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα σε δικές του δηλώσεις ή τοποθετήσεις και δηλώσεις ή τοποθετήσεις του υπουργείου Εξωτερικών. Για παράδειγμα το υπουργείο Εξωτερικών παγίως τοποθετήθηκε απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα μιλώντας για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων «εντός της υφαλοκρηπίδας μας», ενώ ο πρωθυπουργός σε άρθρο του στις τρεις αλλοδαπές εφημερίδες στις 9.9.2020 μιλούσε για έρευνες σε «μη οριοθετημένη περιοχή».
Ακόμη πιο κρίσιμο ενόψει των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία: με επανειλημμένες δηλώσεις του ο ΥΠΕΞ περιορίζει το αντικείμενο της συζήτησης στις «θαλάσσιες οικονομικές ζώνες», δηλαδή αποκλειστικά στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Ο πρωθυπουργός επανειλημμένα αναφέρεται στις «θαλάσσιες ζώνες» συνολικά, ορισμό που περιλαμβάνει όχι μόνον ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα αλλά και τα χωρικά ύδατα, την αιγιαλίτιδα ζώνη. Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο πρωθυπουργός και όχι εσείς κ. Υπουργέ. Αφενός γιατί δεν είστε εσείς που αποκλίνετε από την εθνική θέση. Αφετέρου γιατί δεν είμαι βέβαιος ότι γνωρίζει το Υπουργείο Εξωτερικών τι κάνει το γραφείο του Πρωθυπουργού. Η συμφωνία του Βερολίνου είναι κατ εξοχήν παρόμοια περίπτωση. Ακόμη είμαστε στο σκοτάδι για το τι συμφωνήθηκε εκεί. Δεν έχετε θέσει τα πρακτικά αυτά στη δημοσιότητα ούτε καν έχετε ενημερώσει τα κόμματα ακριβώς για το περιεχόμενό τους. Όμως ειδικά ενόψει της έναρξης των διερευνητικών επαφών, του προκριματικού σταδίου της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία όλα πρέπει να είναι στο φως. Και ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να ξεπεράσει την ανευθυνότητα που έχει επανειλημμένα δείξει στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπως π.χ. όταν μας κατήγγειλε ότι τάχα ανταλλάξαμε τις συντάξεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Τώρα, με τις διερευνητικές επαφές αυτή η στάση γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη. Εμείς θεωρούμε ότι δεν έχουμε άλλο δρόμο από το διάλογο για την επίλυση της διαφοράς με τον ανατολικό γείτονα. Και για αυτό το λόγο στηρίζουμε τις διερευνητικές επαφές, που θα πρέπει να γίνουν όμως στο φως, χωρίς εκβιασμούς και χωρίς απειλή χρήση βίας. Και η διαδικασία αυτή ξεκινά υπονομευμένη γιατί ο κ. Μητσοτάκης απέτυχε – και πρόκειται περί προσωπικής αποτυχίας- να εξασφαλίσει κυρώσεις σε διαδοχικά ευρωπαϊκά συμβούλια. Κυρώσεις που θα παρείχαν ένα πλαίσιο εγγυήσεων ότι η Τουρκία δεν θα υποτροπιάσει ξανά, δεν θα επιστρέψει στην επιθετικότητα την οποία πρωτοφανώς είδαμε το 2020.
Έστω και έτσι η διαπραγμάτευση πρέπει να προχωρήσει και η κυβέρνηση οφείλει να προσδιορίσει ποια είναι η τακτική της για μία έντιμη συμφωνία. Όσο καταστροφική θα ήταν η προσχώρηση στην τουρκική ατζέντα, στην διεύρυνση δηλαδή του αντικειμένου της διαπραγμάτευσης σε θέματα κυριαρχίας πέραν από τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες, άλλο τόσο αντιπαραγωγική θα είναι μία στάση ότι πάμε εκεί για να ακούσουμε απλώς τι θα πει η Τουρκία, ή ακόμη χειρότερα, προεξοφλούμε το ναυάγιο και φροντίζουμε από τώρα να μην εισπράξουμε εμείς το blame game.
Εμείς ως πατριωτική δύναμη θα στηρίξουμε μια εθνική στρατηγική, που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτή θα πρέπει να διαμορφωθεί στο πλαίσιο εθνικής συνεννόησης, από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, μακριά από προστάτες και κηδεμόνες.