• 28 Μαρτίου, 2024

Ανάλυση/ Η αποτίμηση της Μαδρίτης: Ανάγκη για νέα στρατηγική- Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την Ελλάδα

 Ανάλυση/ Η αποτίμηση της Μαδρίτης: Ανάγκη για νέα στρατηγική- Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την Ελλάδα

Για τον Τζο Μπάϊντεν, η “αποστολή στη Μαδρίτη” είχε τρεις βασικούς στόχους: α) να επιβεβαιωθεί η ενίσχυση και η στροφή του ΝΑΤΟ ως απάντηση στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά, κυρίως, υπό το νέο δόγμα της περιόδου “ψυχρού πολέμου” Δύσης-Ρωσίας που έχει ήδη ξεκινήσει, β) να εντάξει χωρίς αστερίσκους σε αυτό το νέο δόγμα την Σουηδία και την Φινλανδία, γ) να επαναφέρει την Τουρκία στον δυτικό συνασπισμό, αναγνωρίζοντας, όμως, τις ιδιαιτερότητές της αλλά και την τεράστια (για τις ΗΠΑ) γεωπολιτική σημασία της.

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει άνετα πώς πέτυχε και τους τρείς αυτούς στόχους.

Έτσι, οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην Ευρώπη, στρατιωτικά και πολιτικά, η παρουσία τους (στρατηγείο στην Πολωνία, μεραρχία στην Ρουμανία, μοίρες F-35 στην Αγγλία και πλοία στην Ισπανία) ενισχύεται, το ΝΑΤΟ διευρύνεται με δύο ως χθες ουδέτερα κράτη και η Ρωσία είναι ξανά, μετά 40 έτη σχεδόν, η μεγάλη και άμεση απειλή, ο εχθρός.

Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν αναμενόμενη: Ο Πούτιν χαρακτήρισε «αμετάκλητη» την δημιουργία ενός «νέου πολυ-πολικού συστήματος διεθνών σχέσεων» και προειδοποίησε Σουηδία και Φινλανδία με αντίμετρα αν εγκαταστήσουν εξοπλισμό και στρατεύματα της συμμαχίας στο έδαφός τους. Και ως πρώτο δείγμα μπορεί να εντοπίσει κανείς την ευθεία απειλή, χθες, για πλήρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Μόσχας με την Βουλγαρία (σε απάντηση των απελάσεων Ρώσων διπλωματών), κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία εάν λάβει κανείς υπόψιν τον φιλορωσικό προσανατολισμό της χώρας αυτής και τις σημαντικές επιρροές του Κρεμλίνου σε μεγάλο τμήμα του πολιτικού της συστήματος.

Η Ελλάδα έχει συμφωνήσει πλήρως σε όλα τα παραπάνω, είτε ως επιλογή, είτε επειδή δεν μπορεί και δεν θέλει να αντισταθεί στη βούληση της Ουάσιγκτον.

Ως προς το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, η χώρα μας έχει περίοπτη θέση στη νοτιοανατολική του πτέρυγα, με κωρωνίδα το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Δεν μπορεί, όμως, πλέον να αισθάνεται την υπεροχή του ασφαλούς συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή.

Ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε ένα μεγάλο βήμα -ίσως μη αναμενόμενο ως προς τον τρόπο και τις διαστάσεις του- εναγκαλισμού με τον Ταγίπ Ερντογάν, κάτι που τροποποιεί τα γεωπολιτικά δεδομένα όπως τα ξέραμε μέχρι πρότινος. Το “ειδικό βάρος” της Τουρκίας αναγνωριζεται πιά από την Ουάσιγκτον και μάλιστα χωρίς καμία αναφορά ως προς την “επιτήδεια ουδετερότητας” της Άγκυρας, αλλά, το σημαντικότερο, ούτε ως προς την εκδήλωση του επιθετικού αναθεωρητισμού της εναντίον της Ελλάδας. Η προτροπή του Μπάϊντεν για “σταθερότητα” στο Αιγαίο και τη Συρία, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως πρόκειται για κάποιο καθαρό μήνυμα στον Ερντογάν, εάν δε συνδυαστεί με την χαλαρή αναφορά του Σαρλ Μισέλ, δεν μπορεί να αποτελεί εγγύηση πως θα σιγήσει η τουρκική απειλή, πέραν του καλοκαιριού.

Πέρα από το πως γίνεται η ανάγνωση της Μαδρίτης με τον φακό της πολιτικής σκοπιμότητας στην Άγκυρα και την Αθήνα, υπάρχει και η ουσία. Ο Τζο Μπάϊντεν δεσμεύτηκε δημόσια πως θα κάνει τα πάντα να εξασφαλίσει την συγκατάθεση του Κογκρέσου στον εκσυγχρονισμό (σε Viper) των τουρκικών F16 και την περαιτέρω πώληση επιπλέον 40. Στηρίζεται, προφανώς, στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου που θα αλλάξει, όπως προεξοφλείται, τους συσχετισμούς (το περιέγραψε, άλλωστε, κυνικά ο ίδιος ο Ερντογάν). Η έντονη αντίδραση δύο Ελληνοαμερικανών (Ρεπουμπλικανών) βουλευτών είναι ενδεικτική της μεγάλης στροφής του Μπάϊντεν υπέρ της Τουρκίας.

Αυτή η στροφή δημιουργεί σαφή κενά στην ελληνική στρατηγική. Το προηγούμενο διάστημα προβάλλαμε δύο βασικά πράγματα: α) την επιβολή εμπάργκο όπλων από την Ευρώπη στην Τουρκία: αναιρέθηκε πλήρως και επίσημα με το MOU Τουρκίας με Σουηδία και Φνλανδία,καθώς και τη δήλωση του Όλαφ Σολτς που άναψε πράσινο φως για πωλήσει οπλικών συστημάτων στην Άγκυρα, και β) την πλήρη στήριξη του Κογκρέσου, ως αμυντικό ανάχωμα στις προθέσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, στην συνέχιση του αποκλεισμού της Τουρκίας από τα προγράμματα των F35 και F16. Και το δεύτερο μπαίνει πλέον σε διακινδύνευση, ειδικά μετά τον Νοέμβριο.

Τα παραπάνω συνιστούν, όμως, μια σοβαρή αλλαγή στην στρατηγική των ΗΠΑ προς την Τουρκία. Όχι ότι δεν αντιλαμβανόταν την γεωπολιτική χρησιμότητα της Άγκυρας, αλλά κρατούσε μία πιο προσεκτική στάση. Πλέον, για την Ουάσιγκτον η Ελλάδα και η Τουρκία λογίζονται ως αιχμές του νατοϊκού δόρατος στην ευρύτερη περιοχή μας. Δεν διαθέτουμε το “προνόμιο” (το οποίο κακώς θεωρούσαμε πως διαθέτουμε) της …φιλίας των ΗΠΑ. Η δε διεθνοποίηση της τουρκικής απειλής, η οποία ορθώς γίνεται, φαίνεται πως δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στη Δύση-τουλάχιστον όχι όσο θα έπρεπε και θα θέλαμε. Το συμφέρον του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ και της στρατηγικής των ΗΠΑ υπερτερούν. Και ίσως αυτό το συμφέρον μπορεί να προκαλέσει αλληλουχία κινήσεων, υπό το φάσμα της αναζήτησης σταθερότητας, όχι, όμως, χάριν του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας αλλά ως αναγκαία επιβολή σημείου ισορροπίας.

Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε διπλωματικές κινήσεις που θα υπερβαίνουν την πάγια και αποδεκτή ελληνικά ατζέντα. Χρειάζεται προσοχή, εγρήγορση, και, κυρίως, καμία αυταρέσκεια για την μοναδικότητα της σχέσης μας με τις ΗΠΑ…

Ως κατακλείδα, αξίζει να επισημανθεί και μία ποιοτική μεταστροφή όπως προκύπτει από την δήλωση του πρωθυπουργού πως η Ελλάδα δεν έχει συμφέρον από μία Τουρκία απομονωμένη που δεν συνομιλεί με την διεθνή κοινότητα. Ορθώς. Αυτό, όμως, πρέπει να το ενστερνιστούν εκείνοι που επιχαίρουν εδώ και καιρό για την δήθεν απομόνωση της Τουρκίας.

Κι όλα αυτά, χωρίς κραυγές για θριάμβους και βατερλώ.

Libre