“Φρένο” από ΔΝΤ σε γενικευμένες παροχές παρά τη θετική έκθεση για την ελληνική οικονομία- Οι προοπτικές και τα ρίσκα
Η Ελλάδα έχει ξεπεράσει θετικά την πανδημία, με μια αρκετά ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη, αναφέρει έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία. Οι μεταρρυθμίσεις σημείωσαν πρόοδο σε διάφορους τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, η ιδιωτικοποιήσεις, η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών.
Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την πρόωρη αποπληρωμή της στο ΔΝΤ στις 4 Απριλίου και αναμένεται η έξοδος από το τριμηνιαίο πλαίσιο Ενισχυμένης Εποπτείας των Ευρωπαϊκών Θεσμών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα έως τον Αύγουστο του 2022.
Παρά τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, η ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει ισχυρή στο 3,5% φέτος.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας αναμένεται να ανεβάσουν τον μέσο πληθωρισμό στο 6,1%.
Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι δείχνουν διαχειρίσιμοι. Πέρυσι η κατάσταση ήταν μετρίως πιο αδύναμη σε σχέση με τα θεμελιώδη μεγέθη και τις επιθυμητές πολιτικές.
Αναλυτικά η έκθεση:
Η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ισχυρά από τη σοβαρή ύφεση που προκλήθηκε από την COVID-19, με την παραγωγή να επιστρέφει στο προ-πανδημίας επίπεδα το 2021.
Η ισχυρή δημοσιονομική απάντηση, η διευκολύνσεις της νομισματικής πολιτική και οι προληπτικές πολιτικές με τη σημαντική υποστήριξη της ΕΕ, ήταν τα βασικά κλειδιά για την προώθηση της ανάκαμψης.
Παρά το δύσκολο περιβάλλον, οι μεταρρυθμίσεις προχώρησαν σε αρκετούς τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, η ιδιωτικοποίηση, η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η βελτίωση των τραπεζικών ισολογισμών.
Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την πρόωρη αποπληρωμή όλων των εκκρεμών πιστώσεων από το ΔΝΤ, τον Απριλίου, η οποία τερματίζει την αξιολόγηση μετά τη χρηματοδότηση.
Η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει ισχυρή στο 3,5% το 2022 παρά τις αρνητικές επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας αναμένεται να ανεβάσουν τον μέσο πληθωρισμό στο 6,1% το 2022. Τόσο η ανάπτυξη όσο και ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθούν το 2023, φτάνοντας στο 2,6% και στο 1,2%, αντίστοιχα.
Το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι δείχνουν διαχειρίσιμοι. Παρά τη βελτίωση, η εξωτερική θέση πέρυσι ήταν μετρίως ασθενέστερη από εκείνη σε σχέση με τα θεμελιώδη και τις επιθυμητές πολιτικές.
Υπάρχουν αρνητικά ρίσκα που θολώνουν το outlook, ειδικά από την περαιτέρω ένταση του πολέμου στην Ουκρανία και ακόμη σημαντικές αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πανδημία.
- Οι εκτελεστικοί διευθυντές χαιρέτησαν την ισχυρότερη από την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη το 2021, η οποία υποστηρίχτηκε από την ισχυρή πολιτική απάντηση των ελληνικών αρχών στην κρίση της COVID-19, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν και την στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι διευθυντές επαίνεσαν την ελληνικές αρχές για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που άφησε κληρονομιά η κρίση χρέους παρά το περιβάλλον προκλήσεων, καθώς και για την πρόωρη αποπληρωμή όλων των εκκρεμών πιστώσεων του Ταμείου.
Χαιρέτισαν το γεγονός ότι η παραγωγή επέστρεψε στα προ πανδημίας επίπεδα, ότι το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και ότι οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν εύρωστες παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον υψηλό πληθωρισμό.
- Σημειώνοντας ότι οι αβεβαιότητες και οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές παραμένουν, οι Διευθυντές τόνισαν την ανάγκη να συνεχιστεί η επιδίωξη συνετών πολιτικών που ενισχύουν την ανάπτυξη καθώς και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και την προώθηση μιας ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και πιο πράσινη.
- Οι διευθυντές του ΔΝΤ συμφώνησαν ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει διευκολυντική, αλλά καλά στοχευμένη το 2022 προτού επιστρέψει σε μια σταδιακή και φιλική προς την ανάπτυξη σύσφιξη με διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα. Συνέστησαν να αντικατασταθούν οι γενικές επιδοτήσεις για τις υψηλές τιμές ενέργειας με στοχευμένη υποστήριξη σε ευάλωτες ομάδες.
Οι διευθυντές συμφώνησαν σε γενικές γραμμές στην ανάγκη προσεκτικής αξιολόγησης των επιπτώσεων των σχεδίων για μόνιμες περικοπές στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και την κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης. Τόνισαν ότι η πρόσφατη αύξηση των δαπανών για την υγεία και των δημοσίων επενδύσεων πρέπει να διατηρηθεί, ενώ θα πρέπει να υπάρξει αντίσταση στις πιέσεις για αύξηση των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Οι διευθυντές συνέστησαν περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ώστε να αποτελέσει τη βάση για στοχευμένη υποστήριξη κατά τη διάρκεια δυσμενών κρίσεων.
Επίσης επαίνεσαν τις αρχές για την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις μεγάλες τράπεζες και για τη δέσμευσή τους να αντιμετωπίσουν τις υπόλοιπες προκλήσεις για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Τόνισαν ότι περαιτέρω πρόοδος στη μείωση του προβληματικού χρέους θα πρέπει να προέλθει από την εφαρμογή του νέου νόμου περί αφερεγγυότητας, τη βελτίωση της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την ανάπτυξη βιώσιμων μακροπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων.
Παράλληλα, συνέστησαν την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και της ποιότητας του κεφαλαίου, την αποκατάσταση υγιών παραγόντων κερδοφορίας, την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων χρηματοδότησης και την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων.
Οι διευθυντές συμφώνησαν ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο υποστηρίζεται από κονδύλια της ΕΕ, είναι μια ευκαιρία για την ενίσχυση των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών επιτευγμάτων και την αντιμετώπιση των εναπομεινάντων διαρθρωτικών προβλημάτων, μεταξύ άλλων στην αγορά εργασίας. Μπορούν να εισφέρουν στην αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού και να εξασφαλίσουν βιώσιμη, «πλούσια» σε θέσεις εργασίας και πιο πράσινη ανάπτυξη.
Ενώ σημείωσαν τη θετική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, οι διευθυντές συνέστησαν την παρακολούθηση των πιθανών επιπτώσεών της στον πληθωρισμό και την ανεργία των νέων. Χαιρέτησαν τη δέσμευση των αρχών για φιλικές προς το κλίμα πολιτικές και τόνισαν την ανάγκη για ένα ισχυρότερο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας —το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από υψηλότερους φόρους άνθρακα όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες— για να διευκολυνθεί η πράσινη μετάβαση.