Δένδιας: Αποδομούμε τους αβάσιμους και ανυπόστατους ισχυρισμούς της Τουρκίας – Κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας

 Δένδιας: Αποδομούμε τους αβάσιμους και ανυπόστατους ισχυρισμούς της Τουρκίας – Κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας

Στην κλιμάκλωση της Τουρκίας απαντάμε σθεναρά αλλά ψύχραιμα», τονίζει ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» και στον Μιχάλη Ψύλο. «Με μία σειρά από επιχειρήματα αποδομούμε έναν προς έναν τους αβάσιμους και ανυπόστατους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς» σημειώνει ο υπουργός Εξωτερικών.

Απαντώντας στις συνεχείς προκλήσεις της Αγκυρας, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών στέλνει ένα σαφές μήνυμα : «Εάν η Τουρκία, τορπιλίζοντας εν τοις πράγμασι την επικοινωνία, προσδοκά εκπτώσεις στα διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα, η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές τι θα πράξει: Δεν θα αφήσουμε περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».

Ο κ. Δένδιας τονίζει ότι «δεν τίθεται σε συζήτηση η εδαφική κυριαρχία μας» και υπενθυμίζει ότι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφές πως «θα θέσει το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την επόμενη εβδομάδα».

Ερωτηθείς για τη χειραψία που αντήλλαξε προχθές με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στο Φόρουμ Διαλόγου των Πρεσπών, στην Οχρίδα, και αν αυτό αλλάζει κάτι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά από μία περίοδο «υπερθέρμανσης», ο κ. Δένδιας τονίζει ότι η ανταλλαγή χειραψίας και η σύντομη συνομιλία κοινωνικού χαρακτήρα που είχε με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, δεν θα έπρεπε να αποτελεί είδηση. «Σε κάθε περίπτωση, όμως, εκτιμώ ότι οφείλουμε και οι δύο πλευρές, ιδίως τα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών μας, να διατηρούμε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, ακόμα και σε περιόδους έντασης. Να επαναλάβω πάντως και πάλι, με την ευκαιρία, ότι δεν είναι επιλογή της ελληνικής πλευράς η διακοπή των διαύλων και ότι το να συνομιλούμε δεν σημαίνει ότι κάνουμε «εκπτώσεις» στις πάγιες θέσεις μας για τα εθνικά συμφέροντα», προειδοποιεί ο κ. Δένδιας.

Αναφορικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει ότι «το μεγάλο δίδαγμα που προκύπτει από αυτήν είναι ότι ο αναθεωρητισμός δεν οδηγεί κάπου. Αντίθετα, συνιστά πηγή αποσταθεροποίησης και δεινών, όχι μόνο για τις χώρες κατά των οποίων στρέφεται, αλλά και για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας». Ο κ. Δένδιας εκφράζει την προσδοκία ότι «οι συνέπειες της ουκρανικής κρίσης δεν θα διαχυθούν σε θέματα και περιοχές που ουδεμία σχέση έχουν με αυτή, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ή των Βαλκανίων». Προσθέτει μάλιστα ότι «μέχρι στιγμής, δεν έχουν υπάρξει ενδείξεις ότι η Ρωσία, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας σκοπεύει να αλλάξει τη στάση της στο Κυπριακό. Τουναντίον, η ρωσική πλευρά έχει δηλώσει και δημόσια, ότι η στάση της στο Κυπριακό παραμένει αμετάβλητη»

Ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρεται τέλος στο « αυξημένο ειδικό βάρος της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», τονίζοντας ότι «αισθανόμαστε το ιστορικό χρέος να βοηθήσουμε τα Δυτικά Βαλκάνια να προχωρήσουν στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, στον δρόμο προς την ΕΕ».

Ολόκληρη η συνέντευξη του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην εφημερίδα Ναυτεμπορική και στον δημοσιογράφο Μιχάλη Ψύλο, έχει ως εξής:

Ερώτηση: Κύριε υπουργέ ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξή σας στην «Ναυτεμπορική». Βιώνουμε μια περίοδο έντονης προκλητικότητας από την Αγκυρα, με φραστικές απειλές, παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, υπερπτήσεις τουρκικών drones πάνω από νησιά μας, γενικότερα με κλιμάκωση ενός «νέο-Οθωμανικού αναθεωρητισμού». Τι συμβαίνει; Να ανησυχούμε για ένα «θερμό» καλοκαίρι στο Αιγαίο;

Απάντηση: Κύριε Ψύλο, όντως, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας. Παράλληλα, όπως σωστά αναφέρετε, παρατηρείται κατά διαστήματα μία κλιμάκωση και στο πεδίο, όπου προβάλλεται ο “νεο-Οθωμανικός αναθεωρητισμός”.

Στην κλιμάκωση αυτή απαντάμε σθεναρά αλλά ψύχραιμα. Με μία σειρά από επιχειρήματα αποδομούμε έναν προς έναν τους αβάσιμους και ανυπόστατους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς.

Δεν πέφτουμε, όμως, στην παγίδα της κλιμάκωσης της ρητορικής αντιπαράθεσης για αυτονόητα, σε όλη τη διεθνή κοινότητα, ζητήματα.

Δεν τίθεται σε συζήτηση η εδαφική κυριαρχία μας.

Είμαστε σε επαγρύπνηση, είμαστε προετοιμασμένοι.Είναι αυτονόητο ότι προστατεύουμε με όλους τους ενδεδειγμένους τρόπους τα εθνικά συμφέροντα, στη βάση πάντα του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Έχουμε ενισχύσει τη χώρα γεωπολιτικά, μέσω διμερών συμφωνιών, καθώς και μιας εκστρατείας ενημέρωσης διεθνώς, η οποία ήδη αποδίδει, όπως φαίνεται και από την καθαρή στάση έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που τηρούν ολοένα και περισσότεροι εταίροι και σύμμαχοί μας. Όπως προανήγγειλε άλλωστε ο Πρωθυπουργός το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας θα τεθεί στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την επόμενη εβδομάδα.

Ερώτηση: Κύριε Υπουργέ, πολλοί ανησυχούν γιατί δεν βλέπουμε πλέον να υπάρχουν κώδικες επικοινωνίας με Τουρκία. Ειδικά για την επίλυση της μοναδικής διαφοράς που έχουμε, που είναι η υφαλοκρηπίδα και η αποκλειστική οικονομική ζώνη στις θάλασσες που μας περιβάλλουν;

Απάντηση: Εμείς είμαστε ειλικρινείς όταν διακηρύσσουμε τη βούλησή μας να μένουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Άγκυρα. Έχουμε υπογραμμίσει την ετοιμότητά μας για διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Δεν βάλαμε εμείς τέλος στη διαδικασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Ούτε στις Διερευνητικές επαφές, στον Πολιτικό Διάλογο, στην Θετική Ατζέντα, στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Εναπόκειται στην Τουρκία να επανέλθει στον διάλογο, αλλά υπό τον όρο που μόλις ανέφερα. Εάν η Τουρκία, τορπιλίζοντας εν τοις πράγμασι την επικοινωνία, προσδοκά εκπτώσεις στα διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα, η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές τι θα πράξει: δεν θα αφήσουμε περιθώριο αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Ερώτηση: Την Πέμπτη πάντως ανταλλάξατε χειραψία με τον ομόλογό σας της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ενώ ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε ένα σύντομο «τετ α τετ» με τον Υπουργό Άμυνας της γειτονικής χώρας Χουλουσί Ακάρ. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά από μία περίοδο «υπερθέρμανσης»;

Απάντηση: Η ανταλλαγή χειραψίας που είχα με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Μεβλούτ Τσαβούσογλου και η σύντομη συνομιλία κοινωνικού χαρακτήρα που είχα μαζί του, δε θα έπρεπε να αποτελεί είδηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εκτιμώ ότι οφείλουμε και οι δύο πλευρές, ιδίως τα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών μας, να διατηρούμε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, ακόμα και σε περιόδους έντασης. Να επαναλάβω πάντως και πάλι, με την ευκαιρία, ότι δεν είναι επιλογή της ελληνικής πλευράς η διακοπή των διαύλων και ότι το να συνομιλούμε δεν σημαίνει ότι κάνουμε «εκπτώσεις» στις πάγιες θέσεις μας για τα εθνικά συμφέροντα. Έχουμε τονίσει επανειλημμένα ότι είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο στην βάση του Διεθνούς Δικαίου και ιδιαίτερα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.

Ερώτηση: Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία για να εμφανιστεί ως «μεσολαβητής» για την ειρήνη». Ίσως μάλιστα να το επιτυγχάνει, σε ορισμένους κύκλους. Μήπως το γεγονός αυτό ενισχύει την προκλητικότητά του;

Απάντηση: Κύριε Ψύλο, επειδή αναφερθήκατε στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι το μεγάλο δίδαγμα που προκύπτει από αυτήν είναι ότι ο αναθεωρητισμός δεν οδηγεί κάπου. Αντίθετα, συνιστά πηγή αποσταθεροποίησης και δεινών, όχι μόνο για τις χώρες κατά των οποίων στρέφεται, αλλά και για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για την ίδια τη φύση της διεθνούς έννομης τάξης. Και αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό από όλες τις δημοκρατίες που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Όλοι γνωρίζουμε ότι η προάσπιση της ειρήνης και της σταθερότητας σε μια περιοχή δεν αποτελεί ένα ‘à la carte’ εγχείρημα, δεν εφαρμόζεται κατ΄ επιλογήν.

Η επίλυση των διαφορών μεταξύ χωρών μπορεί να επιτευχθεί με μία μόνη βάση, αυτή του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των θεμελιωδών αρχών του, όπως η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών. Αυτή είναι η θέση που πρεσβεύει όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και η διεθνής κοινότητα.

Το αφήγημα μιας δήθεν περιφερειακής δύναμης που λειτουργεί διαμεσολαβητικά υπέρ της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή, αλλά την ίδια στιγμή δρα αποσταθεροποιητικά με τη ρητορική και τις πράξεις της απέναντι σε μια άλλη χώρα ή ακόμη και εντός ενός διεθνούς οργανισμού, απλά δεν υφίσταται.

Και αυτό, επαναλαμβάνω, έχει αρχίσει να το συνειδητοποιεί πλήρως η διεθνής κοινότητα, διότι με τη ρητορική, αλλά κυρίως με τις πράξεις της, η ίδια η Τουρκία εκτίθεται ανεπανόρθωτα σε διεθνές επίπεδο.

Ερώτηση: Κύριε Υπουργέ, είστε ικανοποιημένος εν γένει από τη στάση των εταίρων και συμμάχων μας έναντι της προκλητικής, επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας; Γιατί βλέπουμε μεν στα λόγια στηρίζουν τη χώρα μας, αλλά στην πράξη είναι σαν να μας λένε: «βρείτε τα με την Τουρκία»;

Απάντηση: Κύριε Ψύλο, επιτρέψετε μου καταρχάς να τονίσω ότι ενημερώνουμε ενδελεχώς τους εταίρους και συμμάχους, αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς για την απροκάλυπτη τουρκική επιθετικότητα. Σήμερα, η χώρα μας έχει διεθνοποιήσει το ζήτημα των τουρκικών προκλήσεων, ανάγοντας την συμπεριφορά της Τουρκίας στο ευρύτερο πλαίσιο αναθεωρητισμού και νέο-οθωμανισμού που τη χαρακτηρίζει.

Η πρόσφατη δημοσίευση από το Υπουργείο Εξωτερικών 16 χαρτών που αποκαλύπτουν το εύρος των τουρκικών διεκδικήσεων και βλέψεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από το 1973 μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτών των προσπαθειών. Όπως επίσης και η επιστολή της Μονίμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ προς τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού, στην οποία τεκμηριώνεται το αβάσιμο και ανυπόστατο των τουρκικών αιτιάσεων σχετικά με τη δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης νησιών του Αιγαίου.

Όσον αφορά τη στάση των εταίρων και συμμάχων μας, είναι γεγονός, ότι ορισμένες δημόσιες τοποθετήσεις δεν μας ικανοποιούν.

Ωστόσο, οι συνεχείς επαφές μας, η εντατική προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος από την πλευρά μας, αλλά και η καλλιέργεια σχέσεων σε προσωπικό επίπεδο με τους ομολόγους μου από άλλα κράτη, έχουν ήδη αρχίσει να αποφέρουν απτά αποτελέσματα σε επίπεδο αλλαγής στάσης.

Η διεθνής κοινή γνώμη γνωρίζει σήμερα ποιός προκαλεί στην περιοχή. Αυτό κατέστη εφικτό, αφενός χάρη στη στοχευμένη προβολή των ελληνικών θέσεων, αφετέρου, χάρη στη γενικότερη πολιτική αξιοπιστίας που ακολουθεί η Ελλάδα σε όλα τα διεθνή ζητήματα.

Ερώτηση: Η χώρα μας, και ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καταδικάζει φυσικά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Θα μπορούσαμε όμως και εμείς να διαδραματίσουμε έναν μεσολαβητικό ρόλο, στην προσπάθεια τερματισμού του πολέμου; Καθώς οι συνέπειες είναι βαριές και για την ελληνική οικονομία και την Ευρώπη;

Απάντηση: Εν πρώτοις να σημειώσω ότι η Ελλάδα δεν καταδίκασε τη ρωσική εισβολή μόνο από υποχρέωση, επειδή είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.Το έπραξε διότι αυτό υπαγορεύει η εξωτερική πολιτική αρχών που υπηρετεί – πολιτική που υποστηρίζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.Ως προς τη Ρωσία, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι όταν η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ανέλαβε τη εξουσία, πριν από σχεδόν 3 χρόνια, οι σχέσεις μας βρίσκονταν σε ένα μάλλον μέτριο επίπεδο.

Καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να επαναφέρουμε ένα επίπεδο αλληλοκατανόησης με μια χώρα, με την οποία έχουμε ιστορικούς, θρησκευτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς αιώνων.

Δεν έχουμε τίποτα εναντίον της ρωσικής κοινωνίας, επιτρέψτε μου να το τονίσω αυτό.

Μια κοινωνία που, να μην το λησμονούμε, ανέδειξε φυσιογνωμίες παγκόσμιας εμβέλειας στην λογοτεχνία, όπως ο Πούσκιν, ο Τολστόι, ο Ντοστογέφσκι και πιο πρόσφατα ο Μαγιακόφσκι και η Αχμάτοβα.

Και στην μουσική, όπως ο Τσαϊκόφσκι, ο Στραβίνσκι και ο Προκόφιεφ.

Συνεχίζουμε να έχουμε τεράστιο σεβασμό για την ρωσική πολιτιστική παράδοση.

Αλλά, η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανέκοψαν την ανοδική πορεία των σχέσεων μας, και όχι με ευθύνη της χώρας μας.

Εμείς πορευόμαστε στο πλαίσιο ενός πολιτικού και αξιακού χώρου και των συμμαχιών, στις οποίες εξ επιλογής ανήκουμε.

Ερώτηση: Η ρωσική εισβολή έχει διαταράξει τις σχέσεις μας με τη Μόσχα. Μήπως αυτό θα έχει συνέπειες στα εθνικά μας θέματα, για παράδειγμα στο Κυπριακό; Φοβάστε κινήσεις «αναγνώρισης» του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο;

Απάντηση: Ειλικρινά, προσδοκώ ότι οι συνέπειες της ουκρανικής κρίσης δεν θα διαχυθούν σε θέματα και περιοχές που ουδεμία σχέση έχουν με αυτή, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ή των Βαλκανίων. Είναι κάτι που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συμβεί, να καταστούν, κατά μία έννοια, «παράπλευρες απώλειες» του πολέμου.

Επιτρέψτε μου να επισημάνω, ωστόσο, ότι μέχρι στιγμής, δεν έχουν υπάρξει ενδείξεις ότι η Ρωσία, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας σκοπεύει να αλλάξει τη στάση της στο Κυπριακό.

Τουναντίον, η ρωσική πλευρά έχει δηλώσει και δημόσια, ότι η στάση της στο Κυπριακό παραμένει αμετάβλητη.

Ερώτηση: Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών στα τουρκικά παράλια, κυρίως στις περιοχές απέναντι από τη Χίο και τη Σάμο. Ανησυχείτε μήπως γίνει και πάλι αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Τουρκία ως εργαλείο πίεσης προς την Ελλάδα;

Απάντηση: Η Τουρκία επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τους πρόσφυγες και μετανάστες στον Έβρο, τον Μάρτιο του 2020. Βρήκε απέναντί της την αποφασιστική και συντονισμένη απάντηση της ελληνικής Πολιτείας, των συνοριακών και αστυνομικών της δυνάμεων, καθώς και την αντίδραση σύσσωμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, να μην το λησμονούμε, το μεταναστευτικό-προσφυγικό δεν είναι διμερές ζήτημα με την Τουρκία. Είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα, στο οποίο πρέπει να υπάρχει μια ευρωπαϊκή αντιμετώπιση. Το περασμένο φθινόπωρο, το παράδειγμα της Τουρκίας επιχείρησε να «οικειοποιηθεί» η Λευκορωσία στα σύνορα με την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής. Η ΕΕ ήταν πλέον «υποψιασμένη» και αντέδρασε άμεσα και συντονισμένα.

Στην παρούσα συγκυρία, με τα εκατομμύρια των Ουκρανών προσφύγων που φιλοξενούνται σε ευρωπαϊκές χώρες, θα ήταν, νομίζω, απερίσκεπτο να προσπαθήσει κάποιος να εκμεταλλευτεί εκ νέου το ζήτημα.

Μεμονωμένα περιστατικά δεν αποκλείεται να υπάρξουν.

Όμως, οι αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους είναι πλήρως προετοιμασμένες για να τα αντιμετωπίσουν και δεν πρόκειται να αιφνιδιαστούν. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις προστασίας των συνόρων, τόσο στον Έβρο όσο και στη θάλασσα έχουν ενισχυθεί και σε έμψυχο δυναμικό και σε υλικοτεχνική υποδομή.

Ερώτηση: Κύριε Υπουργέ, η Ελλάδα, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως έδειξε και η πρόσφατη περιοδεία σας στα Βαλκάνια, ενόψει της Συνόδου της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Πόσο μπορεί να συμβάλει η χώρα μας στην ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ;

Απάντηση: Η Ελλάδα είναι χώρα με αυξημένο ειδικό βάρος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Είμαστε το παλαιότερο κράτος-μέλος της ΕΕ στην περιοχή. Η πιο ώριμη δημοκρατία και η πιο ανεπτυγμένη οικονομία της περιοχής. Αισθανόμαστε το ιστορικό χρέος να βοηθήσουμε τα Δυτικά Βαλκάνια να προχωρήσουν στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, στον δρόμο προς την ΕΕ. Διότι αυτός είναι ο δρόμος που οι ίδιοι οι πολίτες της περιοχής έχουν επιλέξει, διότι αυτός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος προς την σταθερότητα και την ευημερία, διότι αυτό επιτάσσει, σε τελική ανάλυση, το συμφέρον της περιοχής, το συμφέρον της Ευρώπης, το συμφέρον της Ελλάδας. Να ενσωματωθεί η περιοχή στην ευρωπαϊκή οικογένεια, να ενστερνιστεί τις ευρωπαϊκές αξίες, να αφήσει πίσω τους βαλκανικούς εθνικισμούς, να γυρίσει την πλάτη στους παράγοντες της οπισθοδρόμησης, που προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή, προβάλλοντας αναθεωρητικά αφηγήματα ή φονταμενταλιστικές ατζέντες.Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που πρωτοστατήσαμε στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα Δυτικά Βαλκάνια, με την υιοθέτηση της “Ατζέντας της Θεσσαλονίκης” επί Ελληνικής Προεδρίας, το 2003. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίσαμε να διαδραματίζουμε πρωταγωνιστικό ρόλο για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων, ακόμα και σε περιόδους που η πολιτική διεύρυνσης δεν ήταν, για να το πω κομψά, το πιο δημοφιλές θέμα συζήτησης στους κόλπους της ΕΕ.Και αυτός είναι ο λόγος που εξακολουθούμε και σήμερα να εργαζόμαστε εντατικά για την επίτευξη αυτού του στόχου, υποστηρίζοντας την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Και οφείλω να πω ότι αυτή η συνεπής στάση και ο ρόλος της Ελλάδας αναγνωρίζεται από όλους στην περιοχή, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω κατά την πρόσφατη βαλκανική μου περιοδεία, αλλά και κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη.

Όπως επίσης, αναγνωρίζεται από τους εταίρους μας στην ΕΕ, όπως έδειξε η συμμετοχή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Γερμανού Καγκελάριου στη σύνοδο της Θεσσαλονίκης.

Ερώτηση: Επισκεφθήκατε πρόσφατα την Αλβανία. Μετά και την εκλογή του νέου προέδρου στη χώρα θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην υπογραφή του συνυποσχετικού σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αλβανία για την παραπομπή της διαφοράς μας στη Χάγη;

Απάντηση: Κύριε Ψύλο, όπως γνωρίζετε, μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας υπάρχει ήδη μία πολιτική συμφωνία για την παραπομπή του ζητήματος της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η οποία επιτεύχθηκε κατά την επίσκεψή μου στα Τίρανα, τον Οκτώβριο του 2020. Και στην επίτευξη της συμφωνίας αυτής, καθοριστικό ρόλο έπαιξε από αλβανικής πλευράς, ο Πρωθυπουργός κ. Ράμα.Η υποβολή του συνυποσχετικού, στο οποίο αναφερθήκατε, αποτελεί το νομικό-τεχνικό μέρος αυτής της πολιτικής συμφωνίας, η δε σύνταξή του έχει ανατεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες των δύο χωρών που βρίσκονται σε απευθείας επικοινωνία. Κατά την τελευταία μου επίσκεψη στα Τίρανα, πριν περίπου τρεις εβδομάδες, συζητήσαμε με την αλβανική πλευρά τις δυνατότητες και τους τρόπους να δώσουμε ώθηση σε αυτή τη διαδικασία.

Στόχος είναι να μπορέσουμε να καταθέσουμε το συνυποσχετικό στο Διεθνές Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, ώστε να κλείσουμε μία εκκρεμότητα ετών αλλά και να δώσουμε, παράλληλα, ένα σαφές παράδειγμα στο σύνολο των χωρών της ευρύτερης περιοχής για το πώς πρέπει να επιλύονται οι διαφορές μεταξύ κρατών στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και ειδικότερα του Δικαίου της Θάλασσας.

Ερώτηση: Πότε προβλέπεται να γίνει η κύρωση των μνημονίων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία;

Απάντηση: Κατά την πρόσφατη διμερή επίσκεψή μου στα Σκόπια είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τη σταδιακή βελτίωση των διμερών μας σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία σε όλους τους τομείς. Μια χώρα την οποία επισκέφθηκα εκ νέου πριν από λίγες ημέρες, προκειμένου να συμμετάσχω στο φόρουμ των Πρεσπών.Στις εκεί επαφές μου, είχα την ευκαιρία να επαναλάβω ότι η Ελλάδα προσβλέπει στην πλήρη, συνεπή και καλή τη πίστει εφαρμογή του γράμματος και του πνεύματος της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Όσον αφορά τα τρία μνημόνια στα οποία αναφερθήκατε, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η μη κύρωσή τους μέχρι στιγμής δεν έχει εμποδίσει την ανάπτυξη της συνεργασίας στους τομείς που αυτά καλύπτουν – οικονομική συνεργασία, αστυνόμευση του FIR της Βόρειας Μακεδονίας από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, παροχή τεχνογνωσίας στη Βόρεια Μακεδονία στο πλαίσιο της προετοιμασίας της ενταξιακής της πορείας στην ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά τον χρόνο, θα σας απαντήσω ότι αυτά θα έρθουν προς κύρωση όταν το επιτρέψει το εθνικό συμφέρον και το πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων.

Ερώτηση: Και μια τελευταία ερώτηση. Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώσατε την διοργάνωση της Διάσκεψης των Ωκεανών το έτος 2024, σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποια οφέλη αποκομίζει η Ελλάδα από την πρωτοβουλία αυτή; Και μία παρεμφερή ερώτηση: ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ανατρέψει τα σχέδια όσον αφορά την πράσινη μετάβαση;

Απάντηση: Σας ευχαριστώ πολύ για τις ερωτήσεις αυτές.

Καταρχήν όσον αφορά την διάσκεψη των Ωκεανών: Πρόκειται για πρωτοβουλία που ξεκίνησε το 2014 ο τότε Αμερικανός ΥΠΕΞ και νυν ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού Προέδρου για το κλίμα, John Kerry, τον οποίο συνάντησα πριν λίγες εβδομάδες στην Ουάσιγκτον.

Η πρωτοβουλία αυτή έχει ως στόχο την προστασία των Ωκεανών και των θαλασσών ευρύτερα, κυρίως από περιβαλλοντικές καταστροφές.

Άμεσος στόχος είναι να εξεταστούν οι τρόποι αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, της υπερ-αλίευσης και της μόλυνσης των θαλασσών. Το γεγονός ότι ζητήθηκε από τη χώρα μας να διοργανώσουμε την συνάντηση σε δύο χρόνια, υποδηλώνει την σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα στον τομέα αυτό. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η προστασία και η διατήρηση του θαλασσίου περιβάλλοντος αποτελεί κεφάλαιο της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, της UNCLOS, ο σεβασμός της οποίας, ως γνωστόν, είναι βασική αρχή της χώρας μας.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, θέλω να είμαι σαφής.

Η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για πλήρη μετάβαση προς καθαρές μορφές ενέργειας συνεχίζει να αποτελεί βασική προτεραιότητα.

Έχω τονίσει επανειλημμένα ότι είμαστε μια “πράσινη κυβέρνηση” με την έννοια αυτή. Βεβαίως οφείλουμε να προσαρμοστούμε στις προκλήσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Αλλά, ο στόχος για μείωση των εκπομπών αερίων κατά 55% έως το 2030 παραμένει εν ισχύ. Φιλοδοξία μας είναι η χώρα μας να γίνει πρωταγωνίστρια στην ανάπτυξη πράσινων μορφών ενέργειας. Η πορεία αυτή θα οδηγήσει και στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών και στην ανάπτυξη νέων θέσεων εργασίας και σε άλλους τομείς πέραν του τουρισμού. Και βεβαίως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ανάπτυξή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι ίσως ο ασφαλέστερος δρόμος για την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ελλάδας μεσο – μακροπρόθεσμα, με τις γεωπολιτικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται».

-Κύριε υπουργέ σας ευχαριστούμε πολύ για την έφ` όλης της ύλης συνέντευξή σας στη «Ναυτεμπορική»

Σχετικά Άρθρα