Αρνητική εξέλιξη: Όταν οι δείκτες διαβάζονται σωστά από την ανάποδη
Μπροστά στην αντιφατική διαπίστωση ότι είναι αρνητική εξέλιξη για εργαζόμενους και ελληνικά νοικοκυριά η μείωση κατά 2,1% του δείκτη τιμών καταναλωτή τον Νοέμβριο, βρίσκεται η κοινωνία και η ελληνική οικονομία.
Μείωση 2,1% εμφάνισε ο πληθωρισμός (δείκτης τιμών καταναλωτή) τον Νοέμβριο σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη του Νοεμβρίου 2019. Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό από πολλούς καταχωρήθηκε ως θετικό νέο. Βλέπετε, η μείωση των τιμών σε βασικά αγαθά αυξάνει, λένε, την αγοραστική δύναμη (στα ίδια επίπεδα αποδοχών αγοράζεις περισσότερα πράγματα).
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αν βρισκόμασταν σε ομαλή πορεία της εγχώριας αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, τότε θα ήταν αναμφίβολα ένα χαρμόσυνο νέο αφού θα σήμαινε ότι η προσφορά ξεπερνά τη ζήτηση και γι’ αυτόν τον λόγο μειώνονται οι τιμές των προϊόντων. Ομως φευ, όταν η μείωση αυτή των τιμών είναι απότοκη της λαίλαπας της πανδημίας και της… ανέμελης κυβέρνησης Μητσοτάκη, τότε ο αρνητικός πληθωρισμός αποτελεί κατάρα για την πραγματική οικονομία, για τους εργαζόμενους αλλά και για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Πολλαπλασιαστής ανησυχίας
Αν σε όλο αυτό προσθέσουμε τα «χαρούμενα και αλλοπρόσαλλα» στοιχεία του προϋπολογισμού του 2021, το διαρκώς διογκούμενο χρέος αλλά και τις αποτυχημένες μέχρι τώρα προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου, τότε ο αποπληθωρισμός αποτελεί πολλαπλασιαστή ανησυχίας και όχι χαρμόσυνο νέο.
Αλλωστε, ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους πέφτουν οι τιμές στα βασικά αγαθά και γι’ αυτό έχουμε μπροστά μας ένα δυσθεώρητο πρόβλημα που οι επιλογές του Κυρ. Μητσοτάκη το κάνουν επιπροσθέτως και ανίκητο… Μπορεί λοιπόν ο πρωθυπουργός να απολαμβάνει αμέριμνος την ορεινή ποδηλατάδα, ωστόσο ο φαύλος κύκλος που ανοίγει με τον αρνητικό πληθωρισμό φέρνει πτώχευση στις μικρές επιχειρήσεις και απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Ας δούμε το ξετύλιγμα του αρνητικού σπιράλ: η καταγεγραμμένη από την ΕΛΣΤΑΤ πτώση των τιμών φέρνει μείωση της κατανάλωσης (υπάρχει προσδοκία για περαιτέρω μείωση). Επιπρόσθετα, οι επιλογές Μητσοτάκη να μη στηρίξει πραγματικά εργαζόμενους και μικρούς επιχειρηματίες (το 95-98% των επιχειρήσεων της Ελλάδας δηλαδή) φέρνουν μείωση των καταναλωτικών δαπανών.
Η αποπληρωμή «κόκκινων» δανείων
Τι μένει όμως σταθερό; Μα οι οφειλές. Ούτε αυτές προς το δημόσιο ούτε αυτές προς τις τράπεζες μεταβάλλονται αφού προσδιορίζονται σε ονομαστικές τιμές. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με τις οφειλές σε ανελαστικές δαπάνες (φως, νερό, επικοινωνία). Σε περιβάλλον μείωσης αποδοχών των εργαζομένων και καθίζησης τζίρου των επιχειρήσεων απαιτείται μεγαλύτερο τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος για την εξυπηρέτηση των οφειλών και αυτό γίνεται εις βάρος της ιδιωτικής κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών.
Τι άλλο έρχεται το 2021; Μα η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων για την αποπληρωμή «κόκκινων» δανείων, αφού η κυβέρνηση Μητσοτάκη έστερξε ασθμαίνουσα εν μέσω πανδημίας να ακυρώσει την προστασία ακόμη και της πρώτης κατοικίας. Στις συνθήκες αυτές η αξία των επιχειρήσεων μειώνεται, ενώ οι πιο αδύναμες οδηγούνται στην πτώχευση. Πού κατατείνει όλο αυτό; Μα σε απολύσεις και συρρίκνωση των εισοδημάτων. Την ίδια ώρα, ο Γιάννης Βρούτσης και οι επιστήμονες της επιτροπής Πισσαρίδη ονειρεύονται δωρεάν υπερωρίες (και όχι μόνο) για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών τόσο η απασχόληση όσο και η παραγωγικότητα επηρεάζονται προς το δυσμενέστερο καθώς στην οικονομία δημιουργούνται τεράστιοι κλυδωνισμοί!
Μέσα σε όλα αυτά έρχεται και το οικονομικό επιτελείο να μας γεμίσει χαρμολύπη. «Χαρά» γιατί μόνο ως ανέκδοτο που φέρνει γέλια μπορεί να αντιμετωπιστεί η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για αύξηση του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3-4% το 2021 (όπως και η πρόβλεψη για εξακοντισμό των ελληνικών εξαγωγών κατά 22,5%). Λύπη γιατί η επάρκεια αυτών που μας κυβερνούν εξαντλείται στις ικανότητές τους να χειροκροτούν τις επιδόσεις του πρωθυπουργικού ζεύγους στο μοτοκρός…