Γιατί το (Γαλλικό) “Λαϊκό Μέτωπο” είναι πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα

Γιατί το (Γαλλικό) “Λαϊκό Μέτωπο” είναι πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει στην Ελλάδα

Τις τελευταίες ημέρες –και μετά την επικοινωνιακή ανάσα που πήρε με τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Νοτρ Νταμ– ο Εμανουέλ Μακρόν επιχειρεί να κρατηθεί πολιτικά στη ζωή με την συγκρότηση μίας νέας κυβέρνησης που θα διαδεχθεί εκείνη του Μισέλ Μπαρνιέ η οποία έπεσε υπό στην ασφυκτική πίεση των δύο προτάσεων μομφής από τα αριστερά και από την ακροδεξιά.

Αυτή τη φορά ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει να επιχειρεί μέρος αυτού που αρνήθηκε πεισματικά να κάνει μετά το αποτέλεσμα των πρόωρων βουλευτικών εκλογών και μετά την ηχηρή ήττα του κόμματός του στις ευρωεκλογές. Να υιοθετήσει, δηλαδή, την λαϊκή εντολή και να αναθέσει την πρωθυπουργία σε εκπρόσωπο του νικητή των εκλογών. Τώρα, αναζητά εναγωνίως έναν πρόθυμο πρωθυπουργό που θα προέρχεται από το ανερχόμενο Σοσιαλιστικό κόμμα ώστε να διεμβολίσει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (Ανυπότακτη Γαλλία, Σοσιαλιστές, Κομμουνιστικό κόμμα, Πράσινοι κ.ά) που αναδείχθηκε πρώτο στις εκλογές. Στο πρόσωπο του Ολιβιέ Φορ φαίνεται ότι βρήκε έναν οπαδό του συμβιβασμού προ τους κινδύνου της Μαρίν Λεπέν, αν και οι πιέσεις των άλλων συνιστωσών του Μετώπου, κυρίως η κάθετη αντίδραση του Ζαν Λυκ Μελανσόν, δημιουργούν εμπόδια. Για τον Μακρόν, στο πλαίσιο της γνωστής θεωρίας των “δύο άκρων”, ο τελευταίος είναι εξίσου επικίνδυνος με την ακροδεξιά “Εθνική Συσπείρωση”.

Τις επόμενες ημέρες θα μάθουμε εάν οι Σοσιαλιστές, και το ανερχόμενο αστέρι τους, ο ήπιος Ραφαέλ Γκλικσμάν, θα ενδώσουν στις προσφορές του Γάλλου προέδρου ώστε να μην επιτρέψουν μία ακόμα εύκολη νίκη στην ακροδεξιά Λεπέν (που θα την φέρει ακόμα πιό κοντά στο όνειρο της προεδρίας, το 2027 ή και νωρίτερα). Γάλλοι αναλυτές, ωστόσο, θεωρούν πολύ δύσκολο να επιβιώσει πολιτικά ο Μακρόν μέχρι τότε, ακόμα κι αν κατορθώσει να προκαλέσει σοβαρούς κλυδωνισμούς στο Λαϊκό Μέτωπο.

Το εγχώριο αφήγημα

Η σύμπραξη των δυνάμεων της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στη Γαλλία, η οποία προκάλεσε ανατροπή της εσωτερικής αρχιτεκτονικής του πολιτικού της συστήματος, αποτελεί τους τελευταίους μήνες το κυρίαρχο αφήγημα στους κόλπους της αντίστοιχης ελληνικής. Αυτό που δεν κατέστη εφικτό λόγω των διχασμών και των ανταγωνισμών στην ευνοϊκή συγκυρία της απλής αναλογικής πριν τις εκλογές του 2023, θεωρείται από ορισμένους ότι θα μπορούσε να συμβεί τώρα. Ακριβέστερα, το θεωρούσαν εφικτό μέχρι τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και πριν, πρώτα το ΠΑΣΟΚ και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ βυθιστούν στη δίνη της εσωστρέφειας και ξεκινήσουν διαδοχικά οι διαδικασίες εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη νέας ηγεσίας. Έκτοτε, τα πράγματα έχουν αλλάξει, μάλλον επί τα χείρω.

Για το μεν ΠΑΣΟΚ αυτό εξελίχθηκε υποδειγματικά –σε τέτοιο βαθμό που παρήγαγε ένα νέο πολιτικό μοντέλο-, παρά το γεγονός ότι η αμφισβήτηση του Νίκου Ανδρουλάκη κατέληξε στην …επανεκλογή του. Ωστόσο, δημιούργησε μία νέα εσωκομματική ισορροπία ισοδύναμων πόλων (Δούκας, Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου) που μέχρις ώρας δείχνει να την σέβεται ο πρόεδρος του κόμματος. Παρήγαγε, επίσης, δημοσκοπική ευφορία, έφερε το ΠΑΣΟΚ στη ζώνη του 17-20%, κυρίως, όμως, η τεκτονική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και μία ακόμα διάσπαση προκάλεσε, ανέλπιστα, την αναβάθμισή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Τώρα, στη Χαριλάου Τρικούπη επαίρονται (διακριτικά) ότι είναι ο δεύτερος πόλος της νέας πολιτικής πραγματικότητας, το κόμμα που μπορεί να αντιπαρατεθεί και τελικά να νικήσει στις επόμενες εκλογές τη Ν.Δ. Είναι, πράγματι, εφικτό κάτι τέτοιο; Θεωρητικά όλα μπορεί να συμβούν.

Όμως, εάν οι αριθμοί έχουν ακόμα κάποια αξία, μοιάζει πολύ ευκολότερο να σκαρφαλώσει με δυσκολία η Ν.Δ από το 28-30% των τωρινών δημοσκοπήσεων στο όριο της αυτοδυναμίας (περίπου -και σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους- 38%), παρά να εκτοξευτεί η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, από το -κατά μέσο όρο στις μετρήσεις- 18,5%.

Στην άλλη όχθη του ποταμού της κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως είναι αρκετά “σκληρός για να πεθάνει” εντελώς. Η οριστική αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη, κυρίως, όμως, η εκλογή του πολιτικά συγκροτημένου και ήπιου Σωκράτη Φάμελλου μπορεί να φέρει ηρεμία και επιστροφή στην πολιτική. Ακόμα κι αν δεν υπόσχεται, ούτε στους πλέον αισιόδοξους, ανάταξη στο ποσοστό των τελευταίων ευρωεκλογών, πολύ περισσότερο να τον επαναφέρει σε τροχιά διακυβέρνησης.

Τα νέα δεδομένα

Εκ των πραγμάτων προκύπτουν, λοιπόν, τα επόμενα δύο ερωτήματα:

-Πρώτον, μπορεί μόνο του το ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει αυτοδύναμη διακυβέρνηση απέναντι στη Ν.Δ, με το ισχύον εκλογικό σύστημα, το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε ως προς το τελευταίο σημείο στίξης; Η απάντηση, που για τους σώφρονες προκύπτει αβίαστα, είναι αρνητική. Ο πρωθυπουργός έχει και θα διατηρήσει τις πρωτοβουλίες και αφ’ ης στιγμής αποφάσισε να διεκδικήσει τρίτη συνεχή θητεία (μεταπολιτευτικό ρεκόρ) είναι βέβαιο πως θα πράξει όλα εκείνα που του επιτρέπουν οι συνθήκες για να το επιτύχει.

-Δεύτερον, μπορεί, υπό τις σημερινές συνθήκες, να μεταφερθεί στα καθ’ ημάς το γαλλικό μοντέλο του (Νέου) Λαϊκού Μετώπου απέναντι στον “μακρονισμό” και την ακροδεξιά;

Ας το δούμε αναλυτικότερα:

Αναλογίες υπάρχουν: Στα δεξιά της Ν.Δ αυξάνεται αργά αλλά σταθερά το ποσοστό των κομμάτων, από την Ελληνική Λύση και τη Νίκη έως τη Φωνή Λογικής. Το αριθμητικό άθροισμά τους υπερβαίνει το 20% στις μετρήσεις, όμως είναι σαφές ότι -εκτός απροόπτου- δεν μπορεί να παραγάγει και πολιτικό άθροισμα. Σήμερα, φαίνεται περισσότερο πιθανό να προκύψει από αυτή την “περιοχή”, εφόσον χρειαστεί κάτι τέτοιο, ένας μικρός κυβερνητικός εταίρος της Ν.Δ, παρά να συμφωνήσουν Βελόπουλος, Νατσιός και Λατινοπούλου σε κοινή κάθοδο, όταν δύο εξ αυτών είναι στα δικαστήρια (αγωγή για συκοφαντία) και ο τρίτος δεν επιθυμεί να επιτρέψει σε οιονδήποτε άλλο την είσοδο στο ιερό της αμόλυντης πίστης του. Πρόσφατα, η “Καθημερινή” έγραψε ότι Φωνή Λογικής και το νεοπαγές “παντός (πολιτικού) καιρού” κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη θα μπορούσαν να διαδραματίσουν συμπληρωματικό ρόλο. Αμφότεροι το διαψεύδουν, όμως όλα αυτά θα φανούν στην κρίσιμη ώρα.

Ως εκ τούτων, Μαρίν Λεπέν καθ΄ ημάς δεν υπάρχει ούτε, ακόμα, σε μικρογραφία, ο δε “ανήσυχος” Αντώνης Σαμαράς εκπέμπει αυθεντία και πατερναλισμό σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα θα αποδεχτούν να μπούν υπό την σκέπη του φιλόδοξα πολιτικά πρόσωπα του ίδιου χώρου που έχουν τα μισά -ή και λιγότερα- του χρόνια.

Εφόσον, λοιπόν, η ελληνική υπερδεξιά παραμείνει κατακερματισμένη, κυρίως, όμως, σχετικά νομιμοποιημένη στα μάτια του ζαλισμένου εγχώριου (δήθεν) “αντισυστημισμού”, η ακροδεξιά θα υπάρχει μεν ως δυνάμει κίνδυνος (περισσότερο ως τάση και αντίληψη), δεν θα μπορεί να παραγάγει, από την άλλη, συμπαγές πολιτικό αποτέλεσμα.

Κατακερματισμένος, όμως, είναι και ο χώρος της κεντροαριστεράς και αριστεράς. Εκεί, δυνητικά, θα μπορούσε να συγκροτηθεί το αντίπαλο δέος στον έχοντα ακόμα την πολιτική κυριαρχία Κυριάκο Μητσοτάκη. Κι εδώ υπεισέρχεται το αφήγημα του (Νέου) Λαϊκού Μετώπου. Εάν, ωστόσο, με υπαρκτή την εκρηκτική (στους δρόμους) λαϊκή δυσαρέσκεια για τον εκπεσόντα “μακρονισμό” και προ των πυλών την εγκαθίδρυση της Λεπέν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, τα ρεύματα της γαλλικής κεντροαριστεράς και αριστεράς κατόρθωσαν σε χρόνο ρεκόρ να συμπέσουν σε μία προγραμματική συμφωνία, πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο εδώ;

Οι δημοσκοπήσεις κάτι λένε. Με το 80% των πολιτών να δυσφορούν έως και εξοργίζονται με τις κυβερνητικές πολιτικές το αποτέλεσμα αποτυπώνεται ως απογοήτευση και πολυδιάσπαση. Ένας δυσφορών κατευθύνεται στον Βελόπουλο, άλλος στη Λατινοπούλου, τρίτος επαναπατρίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ, τέταρτος προτιμά το δυναμικό ΚΚΕ και πάει λέγοντας.

Λαϊκό Μέτωπο αλά ελληνικά;

Το αφήγημα του (Νέου) Λαϊκού Μετώπου καθ΄ ημάς θα μπορούσε, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, να εφαρμοστεί μόνο εφόσον κάθονταν στο ίδιο τραπέζι και συμφωνούσαν σε πολιτική, κοινοβουλευτική και εν τέλει εκλογική (προγραμματική) σύμπραξη οι Νίκος Ανδρουλάκης και Σωκράτης Φάμελλος, μαζί με τον Αλέξη Χαρίτση. Θεωρητικά, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μία εικόνα εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Κάποιοι λένε ότι η από κοινού υπόδειξη προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας θα μπορούσε να είναι η πρώτη κίνηση και εν μέρει σε αυτό αποσκοπεί -πέραν άλλων σκοπιμοτήτων- η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τον Χρήστο Ράμμο.

Όμως, ο πρωθυπουργός -χωρίς κατ΄ ανάγκη να είχε προβλέψει κάτι τέτοιο- άσκησε μέρος του πλεονεκτήματος που του δίνει η θέση του στο κέντρο του πολιτικού συστήματος με την πρόσκληση που απηύθυνε και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Του χάρισε την θεσμική πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση και πήρε την δυνατότητα να καθοδηγεί τα πράγματα και αν επιλέγει συνομιλητή και αντίπαλο. Και έπεται συνέχεια όταν αποφασίσει να ανοίξει άλλα μεγάλα θέματα (συνταγματική αναθεώρηση), με τα οποία οι αντιθέσεις στην αντιπολίτευση μπορεί να οξυνθούν.

Υπό το φως όλων αυτών, ο Νίκος Ανδρουλάκης δύσκολα θα μπει στη διαδικασία να συνομιλήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα όταν δημοσκοπικά έχει διπλάσιο ή και τριπλάσιο (ανάλογα τη μέτρηση) ποσοστό, αναγκάζει, εκ των πραγμάτων δε, τον Σωκράτη Φάμελλο να διεκδικήσει πολιτικό χώρο και να αναδείξει τη νέα (μετά τον “χυλό” του Κασσελάκη) πολιτική ταυτότητα του κόμματός. Με την σκληρή κριτική που άσκησε στο ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να χαράξει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην “βολική αντιπολίτευση” Ανδρουλάκη και την πιό ουσιαστική και διεκδικητική δική του.

Μικρές, προς το παρόν, τριβές στο ΠΑΣΟΚ

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν στελέχη ένθεν κακείθεν που έχουν διαφορετική άποψη. Η αιχμή του Παύλου Γερουλάνου στον Ανδρουλάκη ότι “δεν πρέπει να δείχνουμε ότι κάνουμε αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση, αλλά να κάνουμε στην κυβέρνηση” ήταν το πρώτο μήνυμα. Η πρόταση του Θόδωρου Μαργαρίτη (της συνιστώσας στης ανανεωτικής αριστεράς) για τον Χρήστο Ράμμο, πριν την υποβάλλει επίσημα ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, το δεύτερο. Λέγεται ότι ανάλογες σκέψεις κάνουν ο Χάρης Δούκας και άλλα στελέχη, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και κάποιοι από την παλιά ιστορική φρουρά του ΠΑΣΟΚ (Καστανίδης, Σκανδαλίδης, Ρέππας), αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου. Δεν πρόκειται, φυσικά, να εκδηλωθεί κάποια συγκροτημένη κίνηση, ωστόσο πολλά μετατίθενται για τους επόμενους μήνες και θα κριθούν από την “γραμμή” Ανδρουλάκη και τη δημοσκοπική εικόνα του ΠΑΣΟΚ- θα γίνει, για παράδειγμα, το “κοντά στο 20%”, αρκετά πάνω από το 20%, ή θα μείνει στάσιμο, ακόμα περισσότερο ελαφρά καθοδικό;

Θα κοπάσουν οι μικρομεγαλισμοί;

Σε κάθε περίπτωση, αρκετά πράγματα θα μπουν στο μικροσκόπιο του ευρύτερου εγχώριου πολιτικού και εξωπολιτικού συστήματος και θα κριθούν από το κατά πόσο επιθυμούν τη συνέχιση της “ανήσυχης ηρεμίας” ή την ανάδειξη μιας μετριοπαθούς εναλλακτικής λύσης. Όμως, για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να κατευναστούν οι “ναρκισσισμοί”, οι μικρομεγαλισμοί, οι προσομοιώσεις …μεγαλειότητας και οι μάλλον ανεδαφικές προβλέψεις του “μόνος μου μπορώ καλύτερα”. ‘Η, ακόμα, και οι αμυντικές λογικές της περιθωριοποίησης σε μικρά αλλά στέρεα (;) μεγέθη αυθεντικότητας και “καθαρότητας”.

Εξυπακούεται, πάντως, για να επιστρέψουμε στην γαλλική …εισαγωγή, πως εφόσον ο Εμανουέλ Μακρόν αποδειχτεί μακιαβελικά ευφυής και κατορθώσει να προσεταιρισθεί τμήμα των Σοσιαλιστών στο νέο εγχείρημα πολιτικής του επιβίωσης, και το αντίστοιχο ελληνικό και πρόχειρα γραμμένο αντίγραφο περί (Νέου) Λαϊκού Μετώπου θα χάσει την γοητεία του.

Σχετικά Άρθρα