Ανάλυση CNN: Ένας “νέος άξονας” γεννιέται;
Δεκαετίες μετά την κυριαρχία των λεγόμενων δυνάμεων του Αξονα και χρόνια αφότου ο Τζορτζ Μπους χαρακτήρισε Ιράν, Ιράκ και Βόρεια Κορέα «άξονα του κακού», πολλοί εκτιμούν πως υπό ανάδυση βρίσκεται ένας νέος άξονας χωρών που ευθυγραμμίζονται «επικίνδυνα», όπως το θέτει το CNN, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον εν εξελίξει πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μια τέτοια ευθυγράμμιση με το δόγμα Πούτιν θα μπορούσε να είναι και «ανώδυνη» γεωπολιτικά, αν δεν περιλάμβανε δύο πυρηνικές δυνάμεις (Κίνα και Ιράν) και ένα κράτος (Βόρεια Κορέα) που πιστεύεται ότι διαθέτει επάρκεια πυρηνικών κεφαλών και το οποίο –σύμφωνα με την Ουάσιγκτον– είναι σε θέση να αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο σε διάστημα μερικών εβδομάδων.
Η φερόμενη στρατιωτική σύμπραξη της Βόρειας Κορέας με τη Ρωσία ουσιαστικά συνδέει το μέτωπο της Ευρώπης με εκείνο της κορεατικής χερσονήσου, όπου εσχάτως το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει ενταθεί, με την Πιονγιάνγκ να κλιμακώνει τις απειλές και τις επιθετικές ενέργειες προς τον Νότο και τη Σεούλ να παραμένει σε αυξημένη ετοιμότητα.
Στα περί ανάπτυξης Βορειοκορεατών στρατιωτών στη Ρωσία, ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας Γιουν Σουκ-Γιολ δήλωσε χθες ότι η χώρα του «δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια», χαρακτηρίζοντας την ενέργεια «πρόκληση που απειλεί την παγκόσμια ασφάλεια».
Σύμφωνα με την ανάλυση του CNN, η Βόρεια Κορέα δεν έχει πολλά να χάσει στέλνοντας εκατομμύρια πυροβόλα όπλα, βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς και πλέον στρατιωτικές δυνάμεις στη Ρωσία. Σε αντάλλαγμα, η οικονομικά εξαντλημένη και διπλωματικά απομονωμένη Πιονγιάνγκ πιθανώς έχει λάβει τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης και ενδεχομένως υποστήριξη για την ανάπτυξη των διαστημικών ικανοτήτων της.
Η ανάγκη της Μόσχας για μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο μέτωπο της Ουκρανίας την οδήγησε να στραφεί προς το Ιράν για προμήθειες, κάτι που ενίσχυσε περαιτέρω τους δεσμούς ασφαλείας μεταξύ των δύο χωρών, που χρονολογούνται από το 2015, όταν αμφότερες υποστήριζαν το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στον πόλεμο της Συρίας.
Για την Τεχεράνη, η οποία εμφανίζεται επιβαρυμένη τόσο από τις πολύχρονες δυτικές κυρώσεις, αλλά πλέον και τη διογκούμενη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, η προμήθεια ρωσικών όπλων θεωρείται ότι θα ενισχύσει δυνητικά τον αμυντικό της τομέα, ενώ οι δεσμοί της με το Πεκίνο και τη Μόσχα τής παρέχουν διπλωματική κάλυψη.
Ο Κινέζος ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος εξήγγειλε συνεργασία «χωρίς όρια» με τον Πούτιν, λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, επισήμως τήρησε στάση ουδετερότητας στη σύγκρουση, απέχοντας από την αποστολή όπλων και στρατιωτών.
Παρ’ όλα αυτά, το Πεκίνο φέρεται να έχει καλύψει μεγάλα κενά στις ρωσικές ανάγκες άλλων αγαθών, μεταξύ αυτών προϊόντα που η Ουάσιγκτον και άλλες χώρες της Δύσης θεωρούν «διπλής χρήσης» – και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για λόγους αμυντικής παραγωγής. Το Πεκίνο, επωφελούμενο από τις ενεργειακές εκπτώσεις της Ρωσίας, συνεχίζει τις εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα, ενώ ενισχύει με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις τους διπλωματικούς δεσμούς με μια χώρα την οποία θεωρεί βασικό εταίρο απέναντι στη Δύση.
Σύμφωνα με το CNN, παρότι οι τέσσερις αυτές χώρες διαθέτουν κίνητρα για μεμονωμένη συνεργασία μεταξύ τους, υπάρχουν σαφή όρια για την όποια ευρύτερη συνεργασία και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
«Πρόκειται για ένα σύνολο διμερών σχέσεων που υποκινούνται από τη στρατηγική επιβίωσης της κάθε χώρας ή κάποια κρίση που αντιμετωπίζουν προσωρινά», σημειώνει ο Αλεξ Καμπούεφ, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο.
«Πρόκειται για καθεστώτα που όλα τους θεωρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες κοινό αντίπαλο. Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής που τις κρατάει ενωμένες. Ωστόσο, θεωρώ πως απέχουμε πολύ από το να μιλάμε για βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων», πρόσθεσε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν οι τρέχουσες ευθυγραμμίσεις μπορούν να αντέξουν χρονικά και πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, εξελισσόμενες σε ανοιχτή και βιώσιμη συνεργασία μεταξύ τους.
Βασικός παράγοντας για το πώς θα εξελιχθεί οποιαδήποτε περαιτέρω σχέση των τεσσάρων, λένε οι διεθνείς παρατηρητές, είναι η Κίνα, καθώς ως κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας και του Ιράν, αλλά και χώρα που οι ΗΠΑ θεωρούν ως τον βασικό αντίπαλό τους, εμφανίζεται ως μακράν ο ισχυρότερος πόλος στον συνασπισμό αυτό.
«Καθώς οι διαφορές του Πεκίνου με την Ουάσινγκτον έχουν βαθύνει, η Κίνα εντείνει την προσπάθεια αμφισβήτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, επιχειρώντας να διαμορφώσει μια διεθνή τάξη που ευνοεί την Κίνα και άλλες απολυταρχίες» σημειώνεται στην ανάλυση.
Ο ρόλος της Ρωσίας σε αυτή την προσπάθεια επιβεβαιώθηκε αυτή την εβδομάδα στο Καζάν, όπου ο Σι και ο Πούτιν χαιρέτισαν τη δέσμευσή τους για την οικοδόμηση ενός «δικαιότερου» κόσμου, στο περιθώριο μιας συνόδου κορυφής της ομάδας BRICS.
Ρωσία και Κίνα έχουν εντάξει το Ιράν σε αυτό το διπλωματικό πλαίσιο, τασσόμενες σε μεγάλο βαθμό στο πλευρό της Τεχεράνης στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Κίνα, Ρωσία και Ιράν έχουν επίσης πραγματοποιήσει τέσσερις κοινές ναυτικές ασκήσεις από το 2019, ενώ η Κίνα είναι μακράν ο μεγαλύτερος αγοραστής ενέργειας του Ιράν.
Σύμφωνα με τον Ζαν-Λουπ Σαμάν, ανώτερο ερευνητή στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, το «λαβωμένο» από τις χρόνιες κυρώσεις Ιράν δεν θεωρείται πλέον «το αγαπημένο κράτος για την πολιτική της Κίνας στη Μέση Ανατολή», καθώς το Πεκίνο οικοδομεί σχέσεις με πλουσιότερες χώρες του Κόλπου.
Επιπλέον, το Πεκίνο χειρίζεται προσεκτικά τη σχέση του με τη Βόρεια Κορέα – η οποία εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου οικονομικά και διπλωματικά από την Κίνα. Οι Κινέζοι ηγέτες εμφανίζονται επιφυλακτικοί απέναντι στην εκκολαπτόμενη σχέση Κιμ-Πούτιν και στο ενδεχόμενο μια ενδυναμωμένη Βόρεια Κορέα να προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον των ΗΠΑ στην περιοχή.
Και παρότι το Πεκίνο επιμένει και το ίδιο σε μια επιθετική ατζέντα στη θάλασσα της Νότιας Κίνας και απέναντι στην Ταϊβάν, διατηρεί τις αποστάσεις της από μία ανοιχτή συνεργασία με Μόσχα, Πιονγιάνγκ και Τεχεράνη.
«Η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν είναι το είδος του συνασπισμού με τον οποίο η Κίνα δεν θέλει να συνδεθεί ανοιχτά», δήλωσε ο Τονγκ Ζάο, ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace.
Η Κίνα «προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι μια τριμερής συμμαχία με τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα και πως έχει περισσότερες επιλογές από αυτές τις χώρες, προτιμώντας να συνεργάζεται με μεγαλύτερο αριθμό εθνών», σημειώνει ο ίδιος.
Από την οπτική της Δύσης, ωστόσο, η άρνηση της Κίνας να διακόψει τους οικονομικούς δεσμούς με τη Βόρεια Κορέα -που σταθερά αγνοεί τις κυρώσεις του ΟΗΕ- και τη Ρωσία -που έχει απειλήσει με ενεργοποίηση του πυρηνικού της δόγματος στην Ουκρανία- εκλαμβάνεται συχνά ως ανοιχτή υποστήριξη του Πεκίνου σε αυτά τα καθεστώτα.
Τον περασμένο Ιούλιο, η Επιτροπή για την Εθνική Στρατηγική Αμυνας, μια ανεξάρτητη ομάδα επιφορτισμένη από το αμερικανικό Κογκρέσο για την αξιολόγηση της αμυντικής στρατηγικής των ΗΠΑ, ανακοίνωσε πως η σχέση Κίνας – Ρωσίας «έχει ενισχυθεί και διευρυνθεί», ώστε να περιλαμβάνει μια στρατιωτική και οικονομική εταιρική σχέση με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
«Αυτή η νέα ευθυγράμμιση των εθνών που αντιτίθενται στα συμφέροντα των ΗΠΑ δημιουργεί έναν πραγματικό κίνδυνο, αν όχι την πιθανότητα η όποια σύγκρουση οπουδήποτε να μετατραπεί σε πόλεμο πολλών μετώπων ή παγκόσμιο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
- Βραχυπρόθεσμα, οι αμυντικές συνεργασίες της Ρωσίας ανοίγουν επίσης την πόρτα για το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα να αποκτήσουν και να παράγουν τις ευαίσθητες οπλικές τεχνολογίες της Μόσχας, σύμφωνα με τον Ζάο του Carnegie.
Από την πλευρά του το ΝΑΤΟ έχει προχωρήσει στην αναβάθμιση των σχέσεων με τους συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού. H συμμετοχή των ομολόγων Αυστραλίας, Ιαπωνίας, Νέας Ζηλανδίας και Νότιας Κορέας στη συνάντηση των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, την περασμένη εβδομάδα, είναι ενδεικτική του «ανοίγματος».
Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν και οι φωνές στον αντίποδα που δεν θεωρούν αυτόν τον «άξονα» δεδομένο ή επικίνδυνο, καθώς -όπως λένε- οι σχέσεις αυτές παραμένουν καιροσκοπικές και δεν βασίζονται σε βαθιά ταύτιση ή εμπιστοσύνη.