Η Χάρις αποδέχτηκε την πρόσκληση CNN για νέο debate-Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις αποδέχθηκε πρόσκληση του CNN για να συμμετάσχει σε ντιμπέιτ στις 23 Οκτωβρίου, ανακοίνωσε το επιτελείο της. «Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα πρέπει να έχει πρόβλημα να συμφωνήσει για το ντιμπέιτ αυτό. Είναι το ίδιο σχήμα και πλαίσιο με το ντιμπέιτ του CNN στο οποίο συμμετείχε και δήλωσε ότι νίκησε τον Ιούνιο, όταν επαίνεσε τους συντονιστές, τους κανόνες και τα ποσοστά τηλεθέασης του CNN», δηλώνει σε ανακοίνωσή του η επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας της Κάμαλα Χάρις Τζεν Ο’Μάλει Ντίλον.
Το προεκλογικό επιτελείο του Τραμπ δεν έχει ανταποκριθεί σε αίτημα για σχολιασμό.
Τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις
Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ παραμένουν αμφίρροπες 45 ημέρες πριν οι ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες, παρά το γεγονός ότι η Καμάλα Χάρις απολαμβάνει μία από τις πιο ενθαρρυντικές περιόδους στις δημοσκοπήσεις από τότε που έγινε υποψήφια των Δημοκρατικών, σχεδόν πριν από δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια μιας ακόμη κρίσιμης εβδομάδας, που ξεκίνησε με μια δεύτερη απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ, η τελευταία δημοσκόπηση του Guardian δείχνει ότι η Χάρις αυξάνει το προβάδισμά της σε 2,6 μονάδες, 48,5% έναντι 45,9%.
Αν και αυτό το προβάδισμα βρίσκεται ακόμα εντός του περιθωρίου λάθους, είναι μια βελτίωση σε σχέση με το προβάδισμα 0,9% που είχε η Χάρις την περασμένη εβδομάδα, καθώς και σημαντική μεταβολή από το στατιστικό αδιέξοδο που υπήρχε πριν από δύο εβδομάδες, πριν από τη μοναδική προγραμματισμένη τηλεοπτική συζήτηση των υποψηφίων στη Φιλαδέλφεια στις 10 Σεπτεμβρίου.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι, σε μεγάλο ποσοστό, πιστεύουν ότι η Χάρις κέρδισε το ντιμπέιτ – όταν ο Τραμπ, υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών και πρώην πρόεδρος, αυτοκαταστράφηκε ουσιαστικά, κάνοντας άσχετες αναφορές για το μέγεθος των συγκεντρώσεων του και παρουσιάζοντας αποδεδειγμένα ψευδείς ισχυρισμούς για τους Αϊτινούς μετανάστες.
Μια δημοσκόπηση των New York Times/Philadelphia Inquirer/Siena σε εθνικό επίπεδο την Πέμπτη έδειξε τους δύο υποψηφίους ισόπαλους στο 47% – μια ελαφρά βελτίωση για τη Χάρις σε σχέση με την ίδια δημοσκόπηση πριν από το ντιμπείτ, όταν ο Τραμπ είχε προβάδισμα μίας μονάδας.
Άλλες εθνικές δημοσκοπήσεις είναι πιο θετικές για τη Χάρις. Μια δημοσκόπηση της Morning Consult – βασισμένη σε περισσότερους από 11.000 ερωτηθέντες – της έδωσε προβάδισμα έξι μονάδων, 51% έναντι 45%, το μεγαλύτερο που είχε καταγράψει από τότε που αντικατέστησε τον Τζο Μπάιντεν ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου των Δημοκρατικών.
Υπάρχουν και άλλες τάσεις που δίνουν στη Χάρις λόγους αισιοδοξίας. Μία από αυτές είναι η καλή της επίδοση στις πολιτείες-κλειδιά, οι οποίες είναι καθοριστικές για το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, σύμφωνα με το σύστημα εκλεκτόρων των ΗΠΑ.
Η ίδια δημοσκόπηση των New York Times/Siena που έδειχνε ισοπαλία σε εθνικό επίπεδο, εμφάνιζε τη Χάρις να προηγείται με τέσσερις μονάδες, 50% έναντι 46%, στην Πενσυλβάνια, μια πολιτεία-κλειδί που πολλοί αναλυτές θεωρούν ως την πιο σημαντική για την επίτευξη των 270 εκλεκτόρων που απαιτούνται για την κατάκτηση του Λευκού Οίκου.
Η έρευνα αυτή υποστηρίζεται και από μια ξεχωριστή δημοσκόπηση του Quinnipiac, η οποία δείχνει τη Χάρις να προηγείται στην πολιτεία με έξι μονάδες, 51% έναντι 45%.
Επιπλέον, η δημοσκόπηση του Quinnipiac δίνει στη Χάρις προβάδισμα και σε δύο γειτονικές πολιτείες-κλειδιά, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, με 5% και 1% αντίστοιχα.
Η κατάκτηση αυτών των τριών πολιτειών – τις οποίες οι Δημοκρατικοί αποκαλούν «μπλε τοίχο» – θα είναι αρκετή για να εξασφαλίσει στη Χάρις μια οριακή νίκη στο κολέγιο των εκλεκτόρων, χωρίς να χρειαστεί να κερδίσει καμία από τις τέσσερις νότιες πολιτείες της Sun Belt (Βόρεια Καρολίνα, Τζόρτζια, Νεβάδα και Αριζόνα), όπου οι δύο υποψήφιοι βρίσκονται στατιστικά ισόπαλοι.
Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία, ο Τραμπ ξεπέρασε σημαντικά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων στις πολιτείες του «μπλε τοίχου» στις τελευταίες δύο εκλογές, κατακτώντας και τις τρεις το 2016 και χάνοντάς τις με ελάχιστη διαφορά το 2020, όταν οι δημοσκοπήσεις έδιναν στον Μπάιντεν πολύ μεγαλύτερο προβάδισμα.
Παρ’ όλα αυτά, οι δημοσκόποι διακρίνουν μια αλλαγή σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, που λειτουργεί υπέρ της Χάρις – και που μειώνει το υποτιθέμενο πλεονέκτημα των Ρεπουμπλικανών στο κολέγιο των εκλεκτόρων, όπου ο Τραμπ κέρδισε το 2016, παρά το γεγονός ότι έλαβε 2,7 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο από τη Χίλαρι Κλίντον, την αντίπαλό του.
Ο Nate Cohn, επικεφαλής αναλυτής δημοσκοπήσεων των New York Times, χαρακτήρισε το προβάδισμα της Χάρις στην Πενσυλβάνια ενώ βρίσκεται σε ισοπαλία με τον Τραμπ σε εθνικό επίπεδο ως «γρίφο», αλλά είπε ότι είναι συνεπές με τις περισσότερες άλλες έρευνες.
«Τον τελευταίο μήνα, πολλές από αυτές τις δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυρία Χάρις τα πηγαίνει σχετικά άσχημα σε εθνικό επίπεδο, αλλά καλά στις βόρειες πολιτείες-κλειδιά», έγραψε.
«Είναι σαφές ότι τα πρόσφατα αποτελέσματα από ποιοτικότερες δημοσκοπήσεις είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα των τελευταίων προεδρικών εκλογών. Εάν αληθεύει, αυτό θα υποδήλωνε ότι το πλεονέκτημα του κ. Τραμπ στο εκλεκτορικό κολέγιο, σε σχέση με τη λαϊκή ψήφο, έχει μειωθεί σημαντικά από το 2020».
Η Χάρις έχει έναν ακόμη προφανή λόγο να αισιοδοξεί· το χάσμα με τον Τραμπ σχετικά με το ποιος υποψήφιος είναι πιο αξιόπιστος στα οικονομικά έχει κλείσει.
Η οικονομία παραμένει το σημαντικότερο θέμα στα μάτια των περισσότερων ψηφοφόρων, όπως δείχνουν οι έρευνες – θυμίζοντας το σύνθημα «είναι η οικονομία, ηλίθιε», που διατύπωσε ο James Carville, ο Δημοκρατικός στρατηγικός αναλυτής που βοήθησε στην εκλογή του Μπιλ Κλίντον το 1992.
Ωστόσο, το μεγάλο προβάδισμα που είχε ο Τραμπ έναντι του Μπάιντεν – εν μέσω επίμονων ανησυχιών για τον πληθωρισμό και την αύξηση του κόστους ζωής – φαίνεται να έχει μειωθεί από τότε που η Χάρις διορίστηκε υποψήφια, όπως δείχνουν ξεχωριστές έρευνες.
Μια δημοσκόπηση της Associated Press-Norc, που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή, έδειξε ότι το 41% των ψηφοφόρων εμπιστεύεται τη Χάρις ως διαχειρίστρια της οικονομίας, ενώ το 43% έδωσε στον Τραμπ το προβάδισμα – μια οριακή διαφορά, δεδομένων των προσπαθειών του πρώην προέδρου να δυσφημίσει την αντίπαλό του με το μη δημοφιλές οικονομικό ιστορικό του Μπάιντεν.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν μια παλαιότερη έρευνα της Morning Consult, η οποία έδειξε ισοπαλία μεταξύ των υποψηφίων στο 46% όσον αφορά την εμπιστοσύνη στα οικονομικά, ενώ μια έρευνα του FT-Michigan Ross που διεξήχθη μετά τη συζήτηση έδωσε ακόμη και μικρό προβάδισμα στη Χάρις.
Η Σοφία Μπέιγκ, οικονομολόγος και συντάκτρια της μελέτης της Morning Consult, δήλωσε ότι η Χάρις κατάφερε να αποφύγει να της καταλογιστούν οι πολιτικές του Μπάιντεν, κερδίζοντας παράλληλα τους ψηφοφόρους με τις υποσχέσεις της να καταπολεμήσει τις αυξήσεις τιμών και το κόστος των συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
«Ενώ πολλοί ψηφοφόροι είναι δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα οικονομία, λένε ότι η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις είναι λιγότερο υπεύθυνη από τον πρόεδρο Μπάιντεν», έγραψε. «Κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής περιόδου, οι ψηφοφόροι δήλωναν συνεχώς ότι εμπιστεύονταν τον πρώην πρόεδρο Τραμπ περισσότερο από τον Μπάιντεν για τη διαχείριση της οικονομίας, αλλά η Χάρις έχει κλείσει αυτό το χάσμα».»