Δεξιά στροφή, Τζιτζικώστας και τα πραγματικά προβλήματα του Μητσοτάκη…
Κατά το POLITICO, αλλά και εγχώριους αναλυτές που προηγήθηκαν, η επιλογή του Απόστολου Τζιτζικώστα για την θέση του Έλληνα (Ευρωπαίου) Επιτρόπου συνιστά μία “στροφή προς τα δεξιά”. Στόχος, όπως αναφέρεται, να καλυφθεί το κενό των δεξιών και υπερδεξιών ψηφοφόρων που έμεινε ακάλυπτο από την επιμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη να πολιτεύεται στον χώρο του κέντρου, μετά τις σημαντικές απώλειες που κατέγραψε η Ν.Δ στις ευρωεκλογές (28%).
Η συγκεκριμένη τακτική κίνηση μπορεί όντως να υποκινείται έως ένα βαθμό από τον συγκεκριμένο πολιτικό λόγο, πόσο βάσιμη είναι όμως η αιτία που την προκάλεσε; Η ανάλυση του (και εκλογολόγου) υπουργού Εσωτερικών Θοδωρή Λιβάνιου –ως γνωστόν αναβαθμίστηκε στον ανασχηματισμό μετά τις ευρωεκλογές- αναφέρει, όπως έγινε τότε γνωστό, πως οι περίπου ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει τη Ν.Δ τον Ιούνιο του 2023 και δεν προσήλθαν στις κάλπες, ή επέλεξαν άλλο κόμμα, “διχοτομήθηκαν”: ένας αριθμός αυτών κινήθηκε προς τα δεξιά (Ελληνική Λύση, Λατινοπούλου, κ.ά), οι υπόλοιποι, ωστόσο, έμειναν στο σπίτι τους.
Η ανάλυση Λιβάνιου, μάλιστα, επισήμαινε ότι εξ αυτών που δεν ψήφισαν οι περισσότεροι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι και στηρίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη (όχι απαραίτητα τη Ν.Δ) επειδή εκτιμούν πως διέθετε το προφίλ του κεντρώου και επειδή δεν διακρίνουν εναλλακτική λύση στην συγκεκριμένη πολιτική περιοχή.
Είναι αλήθεια πως ο Τζιτζικώστας διαθέτει “appeal” στην δεξιά πτέρυγα της Ν.Δ και σημαντική επιρροή ακόμα και σε ψηφοφόρους που κινούνται δεξιότερα.
- Υπήρξε “μακεδονομάχος”, όμως ανήκει σε ένα κόμμα που ως κυβέρνηση δεν κατήργησε τη Συμφωνία των Πρεσπών που απαιτούσαν οι ψηφοφόροι του στη Βόρεια Ελλάδα. Ήταν ανεκτικότατος (2013) με τη Χρυσή Αυγή και τα τάγματα των εθνικιστών στη Θεσσαλονίκη που επιτέθηκαν στον Γιάννη Μπουτάρη, όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης μια χαρά συνεργάστηκε με τον πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης επί θητείας του. “Αφόρισε” τα gay pride, όμως ο πρωθυπουργός δεν δίστασε να περάσει (με μεγάλες απώλειες) το νόμο για την ισότητα στον γάμο. Όταν, δηλαδή, ο Τζιτζικώστας κινούνταν δεξιά, ο Μητσοτάκης επέλεγε το κέντρο.
Αρκεί, άραγε, και μόνο η μετακόμιση του Απόστολου Τζιτζικώστα στις Βρυξέλλες, στο νέο cabinet της Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, για να μετακινηθούν αγεληδόν οι ούλτρα δεξιοί απογοητευμένοι ή θυμωμένοι ψηφοφόροι ξανά στα πατρώα νεοδημοκρατικά εδάφη; Δύσκολο.
Και πόσο διορθώνει αυτή την προβληματική για το κυβερνών κόμμα κατάσταση η δήθεν “δεξιά στροφή” δια του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, όταν το ίδιο χάσμα βαθαίνει από την σκληρή διαφοροποίηση του “πατριάρχη” του συγκεκριμένου χώρου Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος επιπλέον ενισχύεται πιά από τον διαθέτοντα ακόμα μεγαλύτερη επιρροή Κώστα Καραμανλή;
Ο τελευταίος, διόλου τυχαία, προφανώς, επέλεξε να φωτογραφηθεί με τον έχοντα πολιτικές βλέψεις γιό του Μεσσήνιου πολιτικού στην Πύλο, οι δε φήμες λένε πως Καραμανλής και Σαμαράς σκέπτονται να μην ανεβούν φέτος στη Θεσσαλονίκη για να παραστούν στην κεντρική ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Το πιθανότερο ίσως είναι πως θα το ζυγίσουν προσεκτικά και θα βρεθούν στην πρώτη σειρά καθισμάτων στο Βελλίδειο, διότι εάν δεν το πράξουν το μήνυμα θα είναι ηχηρότατο και κανένας Επίτροπος Τζιτζικώστας δεν θα μπορέσει να το λειάνει. Εν κατακλείδι το δεξιό-δεξιό και το λαϊκοδεξιό ακροατήριο της Ν.Δ πολύ περισσότερο ακούει και επηρεάζεται από τους Σαμαρά και Καραμανλή, απ΄ ότι από τον φωτογενή αλλά ακόμα πολιτικά “άγουρο” 45χρονο περιφερειάρχη-επίτροπο.
Όμως, υπάρχει και η ανάλυση Λιβάνιου, όπως υπάρχει και η πρόσφατη ιστορία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέλαβε τη Ν.Δ του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στο 28% (Σεπτέμβριος 2015) και την έφτασε το 2019 κοντά στο 40% –αξιοποιώντας στο έπακρο το “αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο” και τα λάθη της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα- και μετά όχι μόνο διατήρησε το ποσοστό αλλά και το αύξησε το 2023. Δεν ήταν οι δεξιότεροι των ψηφοφόρων της Ν.Δ που τον ενίσχυσαν πολιτικά αλλά ήταν το καθημαγμένο κέντρο, το λεγόμενο “ακραίο κέντρο”, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και φυσικά η αδυναμία του Τσίπρα να κάνει το άνοιγμα που σχεδίαζε. Εν τέλει ήταν η μαζική μετακίνηση κεντρώων (κατά αυτοπροσδιορισμό) ψηφοφόρων που είδαν στον Μητσοτάκη ένα πολιτικό πρόσωπο που δικαιολογούσε την ψήφο στη Ν.Δ.
Μία δεξιά στροφή, λοιπόν, μπορεί εύκολα να σημάνει ακόμα μεγαλύτερη αποστασιοποίηση γι’ αυτό το εκλογικό ακροατήριο. Σε συνδυασμό, βεβαίως, με το κρισιμότερο όλων που κανείς Τζιτζικώστας δεν το σώζει: την βαριά πληγωμένη διαχειριστική επάρκεια με την οποία ήταν συνυφασμένη η πρώτη θητεία της κυβέρνησης (πανδημία, ψηφιακή μετάβαση κ.ά) και η κόπωση έως απώλεια του συχνά φλύαρου και όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικού αλλά πάντως δυναμικού μεταρρυθμιστικού οίστρου. Και επιπλέον, η ακρίβεια που περιθωροποιεί δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς, η ανάδειξη του μεγάλου προβλήματος στο ΕΣΥ και αρκετά ακόμα μικρά αλλά σοβαρά ζητήματα της καθημερινότητας. Ποιά δεξιά στροφή μπορεί να τα ανατάξει αυτά;
Η απάντηση που δίνεται είναι πως η απουσία ικανού εναλλακτικού λόγου με προοπτική κυβερνησιμότητας οδηγεί στο “Μητσοτάκης μέχρι να δύσει ο ήλιος”. Δεν είναι, όμως, έτσι. Η οργή που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις (και θα είναι κρίσιμες και ενδεικτικές αυτές του Σεπτεμβρίου) δεν θα οδηγεί εσαεί κάποιους στο να ψηφίζουν με κριτήρια ανάγκης. Η οργή εκτονώνεται και τυφλά, μπορεί να επιλέγει τον “Κανένα”, μπορεί και να αγιογραφεί τους κραυγαλέους ή και τους γραφικούς. Σε κάθε περίπτωση τρυπά πολύ ευκολότερα πιά τα κομματικά σύνορα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επιδιώξει γρήγορα να ανατάξει την εικόνα της κυβέρνησής του.
Η δε άλλη πλευρά, του κέντρου και της κεντροαριστεράς, δείχνει σημάδια ότι κατανοεί το μείζον κενό και την πολιτική στρέβλωση, και περιμένει την ευκαιρία. Κι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκαταστρέφεται, δυνάμεις του, όπως και δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ αναζητούν την αφορμή. Η εκλογή νέας ηγεσίας μπορεί να είναι μία τέτοια, αλλά κι αν δεν είναι οι πρωτοβουλίες “προθερμαίνονται”…