Έκθεση της ΤτΕ “επιβεβαιώνει”: Πανάκριβη η Ελλάδα στα βασικά προϊόντα του σούπερ μάρκετ
Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύεται σήμερα στην Καθημερινή, αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη ακρίβεια στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, καθώς οι διαφορές είναι μεγάλες σε αρκετά προϊόντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ακρίβειας είναι το ανθρακούχο νερό, το οποίο είναι 129% ακριβότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, οι χαρτοπετσέτες είναι στο 100%, ενώ ακολουθούν η μαργαρίνη (60%) και το βούτυρο (54%). Σημαντικά φθηνότερο σε σχέση με την Ευρωζώνη, είναι μόνο το ελαιόλαδο, που βρίσκεται σε τιμές -24%.
Κατά μέσον όρο, η Ελλάδα είναι ακριβότερη (το 2023) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 10% σε μια γκάμα 41 κατηγοριών επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων και κατατάσσεται μεταξύ των ακριβότερων χωρών της Ευρωζώνης. Υπάρχει, βεβαίως, βελτίωση σε σύγκριση με το 2011, όταν ήταν 19% ακριβότερη. Αλλες χώρες, όμως, όπως η Ιρλανδία, επίσης μεταξύ των ακριβότερων, μείωσαν τη διαφορά από 26% το 2011 σε μόλις 2% το 2023. Κάτω από τον μέσο όρο παραμένουν χώρες όπως η Γαλλία (93%) και η Γερμανία (98%), αν και στην τελευταία η διαφορά έχει μειωθεί από το 2011, όταν ήταν 10% φθηνότερη.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης την οποία παρουσίασε η εφημερίδα Καθημερινή, υπολογίζουν ότι στα προϊόντα με τις υψηλότερες πωλήσεις, η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της Ευρωζώνης θα οδηγούσε σε μειώσεις στις διαφορές τιμών 17 ποσοστιαίων μονάδων κατά μέσον όρο: «Υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης, με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανικής και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό», αναφέρει η μελέτη.
Σύμφωνα με τους μελετητές, «ο ανταγωνισμός στην αγορά των παραγωγών, η συγκέντρωση της αγοράς λιανικής και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σημαντικό μέρος των διαφορών στις τιμές μεταξύ των χωρών».
Η μελέτη βασίζεται στα αποτελέσματα άλλης ευρωπαϊκής μελέτης των Dixon et al. (2023). Οι μελετητές της Τράπεζας της Ελλάδος κατασκεύασαν υποθετικές τιμές που θα ίσχυαν αν η δομή της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών εξομοιωνόταν με τα αντίστοιχα δεδομένα της Ευρωζώνης και τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως εξής:
Οι τιμές στα πιο ακριβά προϊόντα θα μπορούσαν να είναι 28%-33% χαμηλότερες, περιορίζοντας τη διαφορά των τιμών από την Ευρωζώνη από το 61% στο μισό, δηλαδή στο 31%.
Οι τιμές στα προϊόντα με μεγάλα μερίδια αγοράς στην Ελλάδα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 17%, κατεβάζοντας το μέσο επίπεδο τιμών στην Ελλάδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, στο ελαιόλαδο, που οι Ελληνες συνηθίζουν να το αγοράζουν σε μεγάλες συσκευασίες, η προσαρμογή στις ευρωπαϊκές συνήθειες θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του κατά 37%!
Οι τιμές σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Τέσσερις ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Λάρισα) κατατάσσονται στην ομάδα των πόλεων με τις χαμηλότερες τιμές για περίπου τα μισά είδη της βάσης δεδομένων (κυρίως μη επεξεργασμένα είδη διατροφής). Για το 13% των ειδών, όπως για είδη σούπερ μάρκετ, φιάλη κρασί, εγχώρια μπίρα και αυγά, αλλά και σερβιριζόμενο καφέ, συγκαταλέγονται σε εκείνες με τις υψηλότερες τιμές. Τέλος, για το 30% των ειδών, όπως τα είδη ένδυσης και ορισμένα επεξεργασμένα είδη διατροφής (φιλέτα κοτόπουλου και εγχώρια τυριά), κατατάσσονται στον μέσο όρο.