Πολυζωγοπούλου/Η μήνυση που κατέθεσε:Πώς περιγράφει το επεισόδιο στο σπίτι της-Τι είπε ο αστυνομικός
Νέα στοιχεία για το τι συνέβη χθες το βράδυ στο σπίτι της συζύγου του Απόστολου Λύτρα, όταν έφτασαν εκεί η πρώην σύζυγος, ο στενός του συνεργάτης-δικηγόρος και η μεγαλύτερη κόρη του, έρχονται στο φως. Η σύζυγος του Απόστολου Λύτρα, Σοφία Πολυζωγοπούλου προχώρησε σε μηνύσεις σε βάρος τους -πλην της νεαρής κόρης του ποινικολόγου-, περιγράφοντας όσα διαδραματίστηκαν στην οικία της.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στους αστυνομικούς ανέφερε πως έχουν υπάρξει και μηνύματα μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής στο κινητό της, τα οποία έχουν ως αποστολέα τον σύζυγό της και τον συνεργάτη του.
Η Σοφία Πολυζωγοπούλου φέρεται να υποστηρίζει ότι τα μηνύματα από τον σύζυγό της ξεκίνησαν να φτάνουν λίγη ώρα μετά το πέρας της απολογίας του.
«Παρά την επιβολή του όρου της μη συναναστροφής μαζί μου, ο ίδιος 17 Ιουνίου 2024 και ώρα 12:34 (σ.σ. λίγη ώρα μετά την απολογία του) μετά μεσημβρίαν μου απέστειλε γραπτά μηνύματα στο κινητό αντίγραφα των οποίων θα σας προσκομίσω. Κατόπιν αυτών αναγκάστηκα να τον κάνω αποκλεισμό μέσω σχετικής εφαρμογής που έχει το κινητό μου.
Σήμερα (18-6-2024) και ώρα 22.42 ο Γ.Κ. συνάδελφος και συνεργάτης του συζύγου μου, με προσέθεσε σε μία ομαδική συνομιλία στο Viber, στην οποία συμμετείχα εγώ, ο σύζυγός μου και ο δικηγόρος. Μάλιστα η ίδια φέρεται να είπε πως είναι πεπεισμένη ότι αυτό έχει γίνει κατόπιν εντολής που έλαβε από τον σύζυγό της καθώς ήδη ο δικηγόρος την έχει καλέσει πάρα πολλές φορές θέλοντας να της μεταφέρει μηνύματα από τον σύζυγό της, παρόλο που του έχει πει ότι δεν θέλει να έχει την παραμικρή επαφή.
Στη συνομιλία αυτή απέστειλε μηνύματα ο σύζυγός μου λέγοντας ότι προσπαθούν τα παιδιά του να μιλήσουν μαζί μου και να έρθουν στο σπίτι να πάρουν λεφτά. Σημειωτέον ότι μετά την απολογία του και αφού αφέθηκε ελεύθερος, οι κόρες του και ο εν λόγω δικηγόρος ήρθαν από το σπίτι ζητώντας μου ρούχα και χρήματα του πατέρα τους και τους παρέδωσα κάποια ρούχα και ένα τσαντάκι με χρήματα που είχε στο σπίτι», φέρεται να έχει καταθέσει στους αστυνομικούς η 37χρονη.
Όπως υποστηρίζει η 37χρονη, χθες το βράδυ στο σπίτι βρίσκονταν οι γονείς της και, σύμφωνα με την κατάθεσή της, ο δικηγόρος και τα παιδιά δεν σεβάστηκαν τα βαριά της τραύματα και την άθλια ψυχική της κατάσταση. Μάλιστα, η ίδια σημειώνει: «εγώ δεν αρνήθηκα να έρθουν, απλώς ζήτησα όχι εκείνη τη στιγμή».
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η Σοφία Πολυζωγοπούλου, έχουν παραβιαστεί οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί από την ανακρίτρια:
«Τα μηνύματα αυτά που μου απέστειλαν σήμερα για τα χρήματα αποστέλλονται σκοπίμως με προθέσεις που δεν γνωρίζω ποιες είναι, πάντως σίγουρα παραβιάζοντας τον περιοριστικό όρο της μη συναναστροφής μαζί μου και επιδιώκοντας την περαιτέρω τρομοκράτηση μου και την επιβάρυνση της ψυχικής μου υγείας. Ήδη από χθες παρακολουθούμαι από ψυχολόγο της αστυνομίας και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου μου προκαλεί τρόμο και ανησυχία», σημειώνει.
Το χρονικό που οδήγησε στη μήνυση
Η 37χρονη κατέθεσε αναλυτικά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν χθες το βράδυ στο σπίτι της που την οδήγησαν αρχικά να ενεργοποιήσει το κουμπί πανικού και στη συνέχεια να στραφεί με μηνύσεις σε βάρος του ποινικολόγου, του συνεργάτη του και της πρώην συζύγου του.
«Περίπου στις 10 το βράδυ βρισκόμουν στην οικία μου μαζί με τους γονείς μου και αφού έχω επιστρέψει λίγη ώρα με περιπολικό από την ψυχολογική υποστήριξη που δέχομαι, στην οποία με πηγαίνουν και με φέρνουν αστυνομικοί, αντιληφθήκαμε και οι τρεις να ανοίγει εξώπορτα του σπιτιού. Να σημειώσω ότι κλειδιά του σπιτιού υπάρχουν τρία. Δυο ζευγάρια κλειδιά που έχω εγώ στην κατοχή μου και ήταν μέσα στο σπίτι και ένα ακόμα το οποίο ο μόνος που έχει στην κατοχή του είναι ο κατηγορούμενος σύζυγός μου και τα οποία προφανώς ο ίδιος δεν παρέδωσε στις ανακριτικές αρχές όταν έλαβε γνώση της διάταξης του περιοριστικού όρου της μετοίκησης».
«Αμέσως πάτησα το μπουτόν πανικού που μου έχει χορηγηθεί από την αστυνομία και το ιδιωτικό κουμπί πανικού που έχω στην κατοχή μου και είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει απευθείας στην αστυνομία», περιέγραψε στην κατάθεσή της.
Στη συνέχεια η σύζυγος του Απ.Λύτρα αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν άτομα τα οποία είχαν εισέλθει στην αυλή του σπιτιού και τους ζήτησε να αποχωρήσουν. «Εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι και από τα παράθυρα είδαμε να έχουν έρθει στον χώρο ο δικηγόρος, η πρώην σύζυγος του κατηγορουμένου και η μεγάλη κόρη του συζύγου μου.
Ο πατέρας μου φώναξε «τι κάνετε μέσα στο σπίτι;» και η πρώην σύζυγος απάντησε «εδώ είναι το σπίτι του Αποστολή και ήρθαμε να πάρουμε ό,τι θέλουμε». Άνοιξα την εσωτερική πόρτα του σαλονιού του ζήτησα να φύγουν γιατί δεν είμαι καλά και να σεβαστούν την κατάστασή μου και να μείνει μόνο το παιδί.
«Πλησίασε ο αστυνομικός που ήταν έξω από το σπίτι, ο οποίος και αυτός όλη την ώρα προσπαθούσε να τους βγάλει από την αυλή. Εγώ τους είπα “αφήστε μόνο το παιδί μέσα και φύγετε” και η πρώην σύζυγος φώναζε “θα μπούμε μέσα και θα πάρουμε τα πράγματα του Αποστόλη”. Ο δε συνεργάτης – δικηγόρος άρχισε να βλαστημάει με απειλητικό ύφος και εκφράσεις. Ταράχτηκα πάρα πολύ και λιποθύμησα και κλήθηκε το ΕΚΑΒ από τον αστυνομικό».
Τέλος, η 37χρονη σημειώνει στην μήνυσή της ότι ο πρώην συνεργάτης και δικηγόρος και η πρώην σύζυγος ενήργησαν ως όργανα με την πειθώ, τις προτροπές και τη φορτικότητα του Απόστολου Λύτρα, με συνέπεια να έχει καταστεί ο ίδιος ηθικός αυτουργός των πράξεών τους, αλλά και αυτουργός της παραβίασης της διάταξης των περιοριστικών όρων.
Τι κατέθεσε ο αστυνομικός που βρισκόταν στο σπίτι
Έξω από σπίτι βρίσκονταν δύο αστυνομικοί φρουροί, στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας που έχουν ληφθεί για τη σύζυγο του Απ. Λύτρα.
Ο ένας παρέμεινε έως τις 22.00, οπότε άλλαζε η βάρδια του, ενώ ο άλλος έγινε μάρτυρας των όσων εκτυλίχθηκαν.
Όπως κατέθεσε ο αστυνομικός «περί ώρα 21.55 ακόμα ο συνάδελφος απογευματινής αλλαγής στο σημείο, προσήλθε πεζός ένας κύριος με κοστούμι, όποιος δεν μας μίλησε καθόλου και πήγε να μπει μέσα στο σπίτι. Τον ρωτήσαμε ποιος είναι και τι θέλει κι εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι συνεργάτης της οικογένειας και ότι έχει μιλήσει, υπονοώντας ότι έχει συνεννοηθεί με την κυρία Πολυζωγόπουλου. Τότε χτύπησα το κουδούνι για να λάβουμε οδηγίες σχετικά με το άτομο, πλην όμως ουδείς αποκρίθηκε. Όσο αναμένουμε την απάντηση από την οικία ο έτερος συνάδελφος αποχώρησε και μετά από 2 λεπτά προσήλθαν στο σημείο δύο κύριες. Απευθύνθηκα σε αυτές και τις ρώτησα για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ, ενημερώνοντας τες ότι δεν μπορεί να εισέλθει κάνεις την οικία. Τότε η νεαρή κοπέλα εκ των δύο μου απάντησε ότι μένει εδώ και πως έχει τα κλειδιά, ενώ μου έδειξε αντίγραφο ταυτότητας που έφερε το ίδιο επίθετο με τον γνωστό ποινικολόγο και της απάντησα πως εάν είναι να μπει κάποιος απ’ τους τρεις θα μπει μόνο η κοπέλα και ότι ακόμα περιμένω απάντηση από το κουδούνι για τον κύριο».
Τότε, με τα κλειδιά της η κοπέλα άνοιξε την αυλόπορτα για να μου αποδείξει ότι όντως είναι κάτοικος της οικίας, λέγοντάς μου άλλη μια φορά ότι θέλει να πάρει τα πράγματά της. Τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα, ήρθαν και οι τρεις στον αύλειο χώρο και τους φώναξα «σας παρακαλώ περάστε έξω». Εκείνη τη στιγμή ένας κύριος μεγάλης ηλικίας, ο όποιος βρισκόταν κι αυτός στην αυλή, άρχισε να φωνάζει «γιατί τους άφησες να μπουν;». Συνέχισα να δίνω εντολές στους τρεις να βγουν έξω και ταυτόχρονα εξήγησα στον κύριο μεγάλης ηλικίας ότι η κοπέλα κατοικεί εδώ. Όταν ο κύριος αυτός μου απάντησε ότι ούτε η κοπέλα μένει εδώ και να περάσουν όλοι έξω, τότε επανέλαβα ακόμα πιο έντονα την εντολή «περάστε όλοι έξω και η νεαρή δεσποινίς». Τελικώς ακολούθησαν τις οδηγίες μου, εξήλθαν της αυλής και ασφάλισαν την πόρτα και ο κύριος που ήταν μέσα μου είπε να μην μπει κανείς όπως έχει δοθεί εντολή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί η κυρία Σοφία για να λάβω επίσημες οδηγίες.
Ο αστυνομικός σημείωσε στην κατάθεσή του ότι εκείνη την ώρα ειδοποιήθηκε πως χτύπησε το κουμπί πανικού.
«Μετά από λίγο εξήλθε από την οικία η κυρία Σοφία, ο κύριος μεγάλης ηλικίας που ήταν μέσα στο σπίτι και ταυτόχρονα πλησιάσανε οι προηγούμενοι τρεις οπότε και ξεκίνησαν αντεγκλήσεις αναμεταξύ τους όπου χαρακτηριστικά παραθέτω κάποιες από τις στιχομυθίες που έγιναν. “Γιατί έρχεστε στο σπίτι μου; Γιατί μου το κάνετε αυτό;” είπε η κυρία Σοφία και ο πατέρας της έλεγε “γιατί έρχεστε εδώ; Δεν βλέπετε σε τι κατάσταση είναι η κόρη μου;”».
Οι δύο κύριες αποκρίνονταν «γιατί δε μας αφήνεις να πάρουμε τα πράγματα, εμείς είμαστε μαζί σου και το ξέρεις». Τότε η Σοφία είπε, απευθυνόμενη στην μεγαλύτερη κυρία, «γιατί παίρνεις το μέρος του ενώ τα έχεις πάθει κι εσύ», ενώ βρισκόταν σε σοκ. Μου δήλωσε ότι θέλει να τους κάνει μήνυση και μετά από λίγο κατέρρευσε από τη φόρτιση. Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και τη μετέφερα εντός της αυλής και της πρόσφερα λίγο νερό.