Γιώργος Σταθάκης: Η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα ως ολιγοπωλιακή υπερκερδοφόρα αγορά
Η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα είχε και διατηρεί εν πολλοίς την καθολική πρωτοκαθεδρία της ΔΕΗ. Μέχρι την επίσημη εισαγωγή του Target Model, το 2020, η αγορά ενέργειας είχε δύο αγορές, την προς ημερησίας και την ημερήσια (και την διορθωτική μικρή αγορά εξισορρόπησης). Κοινώς δεν είχε προθεσμιακή αγορά, αγορά δηλαδή μακροχρόνιων συμβολαίων, ανάμεσα σε επιχειρήσεις και προμηθευτές ενέργειας (με εξαίρεση τη βαριά βιομηχανία που εξυπηρετούσε με διμερή συμβόλαια η ΔΕΗ με τιμές κοντά ή κάτω του κόστους). Η ΔΕΗ το 2019 είχε το 75% της αγοράς ενέργειας και παρήγαγε το 50%.
Γιώργος Σταθάκης, Πρ. Υπουργός Ενέργειας
Η υπόλοιπη παραγωγή ήταν ΑΠΕ ιδιωτών (μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα φωτοβολταϊκά, και μεγάλες στα αιολικά) και οι μονάδες φυσικού αερίου κατά κύριο λόγο ιδιωτών. Η ΔΕΗ είχε μονοπώλιο στα υδροηλεκτρικά και το λιγνίτη και μικρή παρουσία σε φυσικό αέριο και ΑΠΕ.
Οι τιμές στις δύο αγορές προσδιορίζονταν πρακτικά από τη ΔΕΗ, καθώς ως παραγωγός είχε προνομιακή θέση. Στην αγορά έμπαιναν κατά προτεραιότητα οι ΑΠΕ με μηδενική τιμή (αφού πληρώνονταν από τα συμβόλαια τους) και ακολουθούσαν οι δικές της λιγνιτικές μονάδες που ήταν φτηνότερες, για να συμπληρώσουν στο τέλος οι ακριβότερες μονάδες φυσικού αερίου, με τιμές όμως που η ΔΕΗ λόγω μονοπωλίου και δυνατότητας εισαγωγών, έλεγχε πλήρως. Συνεπώς η αγορά δεν ήταν ανταγωνιστική, αλλά, εμφανώς η ΔΕΗ προσδιόριζε τις τιμές. Οι ιδιώτες προσέφυγαν στην Κομισιόν κατηγορώντας την για καταχρηστικές πρακτικές και οι ιδιώτες ζητούσαν εξισορρόπηση των πλεονεκτημάτων της ΔΕΗ με πώληση μέρους των υδροηλεκτρικών και των λιγνιτικών μονάδων (η «μικρή» ΔΕΗ του 2014).
Το 2015-2019 η κυβέρνηση ακύρωσε τη «μικρή» ΔΕΗ και κράτησε σταθερά τα τιμολόγια της ΔΕΗ για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές για μία πενταετία, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάκαμψη της οικονομίας και την προστασία των καταναλωτών. Οι ιδιώτες παραγωγοί με φυσικό αέριο είναι γεγονός ότι είχαν περιορισμένη και οριακή κερδοφορία. Το ίδιο και η ΔΕΗ, με μεσοσταθμικό κέρδος της τάξης των 200-300 εκατομμυρίων ετησίως.
Με την εισαγωγή του Target Model δυστυχώς δεν άλλαξε κάτι. Πρακτικά άλλαξε μόνο η ταμπέλα. Διότι οι δυο αγορές, προ ημερησίας και ημερησία, παρέμειναν κυρίαρχες, καθώς οι παραγωγοί και έμποροι ενεργειας αρνηθηκαν να εμπλακούν και να διαμορφώσουν την προθεσμιακή αγορά. Αυτή ως γνωστόν περιλαμβάνει κάποιο ρίσκο, που έπρεπε να ασφαλιστεί (στις ευρωπαϊκές χώρες η προθεσμιακή αγορά ενέργειας διακινεί το 50% της ενέργειας), και οι διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες (Ιταλία και Βουλγαρία) παρέμειναν υποτυπώδεις. Έτσι παρά τη πολιτική φασαρία περί της «ταμπέλας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας», και το καθεστώς τη οριακής τιμής, που ανακυκλώνει απλά λογιστικά χρήματα, στην ουσία δεν άλλαξε τίποτα σε σχέση με πριν. Ούτε οι διασυνδέσεις με άλλες χώρες δουλεύουν (η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά του Target Model), ούτε η προθεσμιακή αγορά, ανταγωνιστική και σταθερή από τη φύση της, δούλεψε.
Αυτό που άλλαξε ήταν η ΔΕΗ. Η κυβέρνηση επέλεξε τη «βίαιη απολιγνιτοποίηση», απομειώνοντας ραγδαία σχεδόν στο ήμισυ την παραγωγή της ΔΕΗ και αντικαθιστώντας την με τις νέες και παλιές, μονάδες φυσικού αερίου των ιδιωτών. Εισήγαγε στη ΔΕΗ τη ρήτρα αναπροσαρμογής, τη συνεχή δηλαδή μεταφορά καθημερινά, της αύξηση της τιμής της χονδρικής στους καταναλωτές, πρακτική που την είχαν ήδη οι ιδιωτικές εταιρίες. Και ενεργοποίησε το 2019/2020, πέντε διαδοχικές αυξήσεις της τιμής λιανικής του ρεύματος, ενώ η χονδρική αγορά ήταν ακόμα πολύ χαμηλή, πριν καν ξεκινήσει η ενεργειακή κρίση.
Η χονδρική αγορά από τη μονοκρατορία της ΔΕΗ, πέρασε στην ολιγοπωλιακή σύμπραξη της ΔΕΗ με τους 3-4 ιδιωτικές εταιρείες. Διότι αποδυναμωνόταν μεν η ΔΕΗ παραγωγικά, και σταδιακά περιορίστηκε και στο 50% της λιανικής. Καθώς η αγορά άλλαζε, με όλο και περισσότερες ΑΠΕ να μπαίνουν στο σύστημα (φθάνοντας από 30% που ήταν το 2018, στο 50% στο ενεργειακό μείγμα το 2022), κάτι που θεωρητικά λόγω μηδενικού κόστους θα έπρεπε να κρατήσουν την αγορά κάτω, η αγορά πήρε την ανηφόρα.
Το 2020 η χονδρική αγορά ήταν μεσοσταθμικά με βάση τις δύο αγορές στα 65 ευρώ η μεγαβατώρα, λίγο κάτω από τη σταθερή τιμή των 70 ευρώ που είχε τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Το 2021 ανέβηκε στα 130, χωρίς κανένα λόγο, παρά μόνο την αντικατάσταση του φτηνότερου λιγνίτη με το ακριβότερο φυσικό αέριο και φυσικά την ίδια την πολιτική της ΔΕΗ. Μετά το «θόρυβο» για την ζημιογόνα ΔΕΗ που ήταν έτοιμη να χρεοκοπήσει, ακολούθησαν οι διθύραμβοι για τη ΔΕΗ που καταγράφει ένα δις κέρδη ετησίως (σε πωλήσεις της τάξης των 4-5 δις). Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 2022 οι τιμές έφθασαν στα 300 ευρώ.
Η ελληνική αγορά ενέργειας μετατράπηκε σε μία αγορά, μηδενικού ρίσκου για τους παραγωγούς και εμπόρους ενέργειας. Ο ανταγωνισμός μειώθηκε, με τη συγκέντρωση σε λιγότερες επιχειρήσεις, με την εξαγορά των μικρότερων. Έγινε η αγορά με απόλυτο ρεκόρ κερδοφορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς, στις περισσότερες χώρες, οι ενεργειακές εταιρείες πιέζοντας από τα μέτρα των κυβερνήσεων. Αντίθετα στην Ελλάδα, δεν υπήρξαν παρεμβάσεις στην αγορά, και απλά επιδοτήθηκε η κατανάλωση, ενισχύοντας την κερδοσκοπία, που με καθυστέρηση και με μετριοπαθή τρόπο φορολογήθηκε ως εξόφθαλμα «κέρδη απληστίας». Η ελληνική αγορά ενέργειας παραμένει η τέταρτη πιο ακριβή στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι σήμερα η παραγωγή ενέργειας υπερβαίνει τη ζήτηση. Με τα «θύματα» να είναι οι μικροί παραγωγοί ΑΠΕ που δέχονται διαδοχικές μειώσεις στην προσβασιμότητα στο δίκτυο, αντιμέτωποι με αρνητικές τιμές και με κίνδυνο συγκέντρωσης του συνόλου των ΑΠΕ σε ένα έλαχιστο αριθμό επιχειρήσεων.
Ο δρόμος των αλλαγών είναι μακρύς προκειμένου πρώτον η αγορά να γίνει ανταγωνιστική, δεύτερο να γίνει κανονική αγορά. Να το πούμε ρητά. Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας πρέπει να τεθεί εκτός της αγοράς του Target Model. Η προθεσμιακή αγορά σημαίνει ότι αν προσωπικά θέλω να καταναλώνω μόνο ΑΠΕ, άρα είμαι έτοιμος να υπογράψω συμβόλαιο, απευθείας η με μεσολαβητή, για μακροχρόνια προσφορά καθαρής ενέργειας, ακόμα και πιθανόν σε υψηλότερη τιμή, θα πρέπει να έχω αυτήν την δυνατότητα. Το ίδιο και μία αλυσίδα καταστημάτων, μία εταιρεία ή ένας Δήμος. Πολύ περισσότερο θα έπρεπε να μπορούσα να συνάψω σύμβαση με παραγωγό ΑΠΕ απευθείας. Εάν ήταν και κοινωνική εταιρεία, – ενεργειακή κοινότητα, ακόμα καλύτερα. Εξάλλου οι ΑΠΕ είναι η φτηνότερη μορφή ενέργειας τελικά.
Μόνο που χρειάζονται περισσότερα δίκτυα, και επειδή η ΔΕΗ προτιμά να εξαγοράζει αλυσίδες πώλησης ψυγείων, αντί να επενδύει στο ΔΕΔΔΗΕ, να κατασκευάζει τοπικά δίκτυα, τίθεται το ευρύτερο θέμα του μοντέλου του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας. Η θα συνεχίσει να αποτελεί πεδίο μιας ολιγοπωλιακής αγοράς ή θα αποκτήσει στοιχεία πολλών παράλληλων αγορών με τοπικά δίκτυα και παραγωγούς, με απευθείας συμβάσεις παραγωγής και κατανάλωσης, με κοινωνικές και ιδιωτικές εταιρείας με ίδιες προϋποθέσεις επενδύσεων, κόστους και απόδοσης, ένα αποκεντρωμένο, τοπικό, κοινωνικό μοντέλο με τεράστια οφέλη για την αυτοπαραγωγή ενέργειας σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά, δήμους, νοσοκομεία, και πανεπιστήμια, για εμπορικές συναλλαγές με ανοικτά πεδία και για μία πράσινη μετάβαση που θα απεμπλέξει τις αγορές ενέργειας από τη δυστοπία της σημερινής ολιγοπωλιακής δομής, που παράγει ακριβή ενέργεια και με εμφανώς κέρδη πολύ πάνω του μέσου όρου.