Επόμενη μέρα/ Αυτό που υποτιμά η αντιπολίτευση σε μία κοινωνία “χαμηλών προσδοκιών”
Ένα βασικό λάθος των κομμάτων της αντιπολίτευσης που δηλώνουν πως έχουν ή σκοπεύουν να παρουσιάσουν εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης είναι ότι υποτιμούν αυτό που η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν αργά και σταθερά οικοδομήσει ως σημαντικό πλεονέκτημα: την διαχειριστική υπεροχή.
Η επόμενη μέρα των ευρωεκλογών θα βρει ίσως την αντιπολίτευση σε έναν λαβύρινθο αναλύσεων και διεργασιών σχετικά με το εάν το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών τους είναι εφικτό να αμφισβητήσει την πρωτιά της Ν.Δ, είτε αυτή επιτύχει τον στόχο του 33%, είτε κινηθεί χαμηλότερα. Δεν αρκεί, όμως, αυτό, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μπορούν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και άλλα μικρότερα κόμματα να συμφωνήσουν σε έναν κοινό τόπο και, κυρίως, να υπερβούν τις βολικές περιχαρακώσεις της δήθεν αυτονομίας τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οικοδόμησε και στερέωσε όλα τα προηγούμενα χρόνια το αφήγημα του ικανού διαχειριστή. Στην μεταναστευτική κρίση του Έβρου απάντησε “στρατιωτικά”, στην “αιώνια” απειλή του αναθεωρητισμού του Ερντογάν απαντά με υπερεξοπλισμούς, στην πανδημία πρόσφερε “επιστρεπτέες”, στην ενεργειακή κρίση έδωσε περισσότερα “pass”, στην πληθωριστική έκρηξη έχτισε αρχικά τη θεωρία του εισαγόμενου φαινομένου και απάντησε με “καλάθια” και όταν πείστηκαν όλοι για την ενδημική εσωτερική της διάσταση άρχισε να επιβάλλει πρόστιμα και να καθιστά αντίπαλο τις πολυεθνικές. Κι’ όταν η αντιπολίτευση άρχισε να προτείνει αντίμετρα και μειώσεις έμμεσων φόρων, σήκωσε τον φόβο της αποσταθεροποίησης της οικονομίας. Αποδοτικό, σε κάποιο βαθμό, απέναντι σε μία κοινωνία που υπέφερε μέχρι πριν μερικά χρόνια από μία δεκαετή οικονομική κρίση και πτωχοποίηση. Μαζί, βεβαίως, με την επιχειρηματολογία περί επιπόλαιης κοστολόγησης των προτεινόμενων μέτρων που φαίνεται σε κάποιους λογική.
Εάν, λοιπόν μπορεί να προκύψει απάντηση απέναντι σε αυτή την υπεροπλία από την αντιπολίτευση, δεν αρκεί το πολιτικό άθροισμα (αβέβαιο, μάλιστα, εάν μπορεί να πείσει με όσα έχουν ειπωθεί τον τελευταίο καιρό από τον έναν εναντίον του άλλου), ούτε μόνο μία καλά επεξεργασμένη προγραμματική πρόταση.
Πρέπει να βρεθεί τρόπος να υπερβούν, πρωτίστως, οι πολίτες την σιγουριά των “χαμηλών προσδοκιών” και να θεωρήσουν ότι αυτό που μοιάζει με άλμα στο κενό είναι μετάβαση σε μία άλλη πολιτική αντίληψη που, όμως, δεν θα θέσει σε κίνδυνο τα ελάχιστα αλλά θα μπορεί να εγγυηθεί τα περισσότερα.
Η αξιοπιστία των προσώπων και οι “επωνυμίες” στις κομματικές μαρκίζες θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Αλλιώς θα πρέπει να ωριμάσουν οι συνθήκες, κι αυτό παίρνει χρόνο. Και, επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως γνωρίζει κανείς προς ποιά κατεύθυνση θα ωριμάσουν. Όσα συμβαίνουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα έπρεπε να μας προβληματίζουν. Και, εν κατακλείδι, το γεγονός ότι πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους δεν φτάνουν στις κάλπες, επιβεβαιώνει τα αδιέξοδα…