Η μάχη για τη δεύτερη θέση και το μετά- Πυκνώνουν οι διεργασίες-Τα πρόσωπα-κλειδιά
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της “Νέας Αριστεράς” που επισημαίνουν την ανάγκη συνεννόησης των (προοδευτικών) πολιτικών δυνάμεων μετά τις ευρωεκλογές με σκοπό τη σύμπηξη μετώπου κατά της Ν.Δ στην πορεία προς τις επόμενες εθνικές εκλογές συνηθίζουν να λένε συντονισμένα πως αυτό θα προκύψει “από τη βάση”, ως αίτημα, δηλαδή, της κοινωνίας. Θεωρητικά σωστό, πρακτικά, όμως, μάλλον ανέφικτο χωρίς ένα σχετικό σήμα από τις ηγεσίες.
Μέχρις ώρας σαφέστερος προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης ο οποίος εδώ και καιρό έχει προαναγγείλει σχετική πρωτοβουλία μετά τις ευρωεκλογές και γι΄ αυτό έχει την έχει περίπου συνδυάσει με την επίτευξη του στόχου της δεύτερης θέσης. Πολύ νωρίτερα είχε μιλήσει βεβαίως για τη συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων ο Στέφανος Κασσελάκης: το βράδυ της νίκης του Χάρη Δούκα στον δήμο της Αθήνας (και με ανάλογα μηνύματα από την επικράτηση του Στέλιου Αγγελούδη στη Θεσσαλονίκη και του Δημήτρη Κουρέτα στην περιφέρεια Θεσσαλίας). Είναι, άλλωστε, γνωστό τοις πάσι πως χωρίς τα πολιτικά “καύσιμα” του Κώστα Ζαχαριάδη, ο οποίος παρέσυρε και άλλες δημοτικές παρατάξεις της αριστεράς, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δυσκολότερο. Κάπως έτσι εδραιώθηκε στο πολιτικό σκηνικό το λεγόμενο “μοντέλο Δούκα” ως πεδίο δοκιμών μιας ανάλογης συνεργασίας στο επίκεντρο του πολιτικού τοπίου.
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και οι σχέσεις μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ πέρασαν από σαράντα κύματα. Σε άλλες περιπτώσεις δημιουργήθηκαν συγκλίσεις (πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης), γενικώς, όμως, επικρατεί σχεδόν πολεμικό κλίμα με σκληρές επιθέσεις και από τις δύο πλευρές. Η δεύτερη θέση είναι και για τους δύο “ιερό δισκοπότηρο”, οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, εδώ και περίπου δύο μήνες δείχνουν πως η αξιωματική αντιπολίτευση θα παραμείνει αξιωματική αντιπολίτευση με ικανοποιητική διαφορά. Οι ίδιες μετρήσεις, μάλιστα, αναδεικνύουν ότι η απόσταση του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν από την “Ελληνική Λύση” παρά το μικρό “φρενάρισμα” της τελευταίας. Πάντοτε, δημοσκοπικά, λοιπόν, ο Νίκος Ανδρουλάκης περισσότερο κινδυνεύει από τον Κυριάκο Βελόπουλο που τον ακολουθεί, παρά μπορεί ο ίδιος να θέσει σε κίνδυνο τη δεύτερη θέση του Στέφανου Κασσελάκη.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει ο ίδιος μιλήσει για “πολιτική ήττα” εάν χαθεί η δεύτερη θέση, ο υποψήφιος (και νυν) ευρωβουλευτής Νίκος Παπανδρέου δήλωσε πως “θα υπάρξει πρόβλημα”, κάτι που λένε ολοένα και περισσότερα στελέχη του κόμματος. Συνεπείς στην προεκλογική γραμμή και ολιγομίλητοι οι περισσότεροι δεν λένε κάτι περισσότερο, είναι, ωστόσο, βέβαιο πως εάν χαθεί η δεύτερη θέση το ΠΑΣΟΚ θα περιέλθει σε πολιτική περιδίνηση και εκ των πραγμάτων αυτό θα οδηγήσει ακόμα και σε αμφισβήτηση της ηγεσίας του.
Γι’ αυτό, ίσως, ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι αναγκασμένος να επιδιώξει -σε μία τέτοια περίπτωση- την “φυγή προς τα εμπρός” και να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη συνεννόηση με κόμματα ή πρόσωπα της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως στη “Νέα Αριστερά” θα βρει πολλούς συνομιλητές. Ο στόχος αυτός θα υπηρετηθεί καλύτερα εάν αυτό το κόμμα εκλέξει έναν ευρωβουλευτή και μπει στον χάρτη της επόμενης μέρας, ενώ με τους 11 βουλευτές του έχει αρκετά ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί ενόψη των επόμενων εθνικών εκλογών. Με εξαίρεση, επίσης, κάποιων “θερμόαιμων” στο περιβάλλον Κασσελάκη -κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών του στα social media- που συνεχίζουν να επιτίθενται στους “υπονομευτές” και “διασπαστές”, τα περισσότερα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμβιώνουν φιλικά με τους βουλευτές της “Νέας Αριστεράς” στα τηλεοπτικά πάνελ. Για το κόμμα του Αλέξη Χαρίτση το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης και το “κόκκινο πανί” που λέγεται Παύλος Πολάκης, ενώ διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με άλλα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι συζητήσεις, βεβαίως, είναι πολύ πιθανό να σκοντάψουν στους πολιτικούς εγωϊσμούς. Θα δεχτεί, για παράδειγμα, ο Νίκος Ανδρουλάκης να θέσει εαυτόν άνευ όρων στο όποιο μελλοντικό εγχείρημα συνεννόησης; Και θα καθήσει σε ένα τέτοιο τραπέζι ο Στέφανος Κασσελάκης εφόσον συγκεντρώσει εκλογικό ποσοστό άνω του 16% -ή και ακόμα περισσότερο-, αντί να δρομολογήσει την εκ βάθρων αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να υψώσει τη σημαία του ότι “μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη”;
Τίποτε δεν θα είναι εύκολο. Ο δε Αλέξης Τσίπρας, στον οποίο ομνύουν αρκετοί, δεν φαίνεται να είναι διατεθιμένος να σπαταλήσει κάτι από το πολιτικό προφίλ που χτίζει σταθερά με τις ευρωπαϊκές παρεμβάσεις του και να αναλωθεί σε μία παρασκηνιακή μάχη χαρακωμάτων και προσωπικών ανταγωνισμών.
Η πρόσφατη παρέμβασή του από το Eurojam έδειξε τι θεωρεί “δέον γενέσθαι” σχετικά με το χρέος της κεντροαριστεράς απέναντι στις συντηρητικές πολιτικές και την ακροδεξιά, από την άλλη, όμως, έθεσε και το πλαίσιο της απάντησης της πολιτικής έναντι της viral μεταπολιτικής.
Εκ των πραγμάτων, και άλλα πρόσωπα θα αναγκαστούν να μπουν στο κάδρο των πρωτοβουλιών της επόμενης μέρας. Για παράδειγμα, υπάρχουν στελέχη στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ (που συνομιλούν) τα οποία εκτιμούν πως ο Χάρης Δούκας μπορεί να είναι μία ηγετική φυσιογνωμία σε ένα μπλοκ συνεννόησης, ακόμα κι αν πρέπει να διατηρήσει -δεν υπάρχει ασυμβίβαστο, όπως τονίζουν…- τον θώκο του δημάρχου Αθηναίων. Η γαλλική πολιτική κουλτούρα το επιβεβαιώνει, αν και πόρρω απέχει από την αντίστοιχη ελληνική. Ο Γιώργος Παπανδρέου θα παίξει κι εκείνος τον ρόλο που του αναλογεί, δεν μπορεί, όμως, να οδηγήσει τα πράγματα. Η τακτική επικοινωνία του με τον Αλέξη Τσίπρα, πάντως, ίσως οδηγήσει σε μία συνεννόηση που θα δίνει τον τόνο. Ο Παύλος Γερουλάνος είναι επίσης ένα πρόσωπο που χαίρει μεγάλης εκτίμησης και στα τρία κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά): αστός, συνετός, πολιτικά συγκροτημένος, με σοσιαλδημοκρατική παιδεία και εκφορά και πέρασμα σε κεντρώα εκλογικά κοινά. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι όταν οι συζητήσεις που γίνονται στο παρασκήνιο φθάνουν στα πρόσωπα, δύσκολα υποδεικνύει κανείς κάποιο από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ (πλην του Αλέξη Τσίπρα που, όμως, για ευνόητους λόγους δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις συζητήσεις- τουλάχιστον όχι σε πρώτο χρόνο). Κι αυτό είναι αρκετά σημαντικό πρόβλημα: από τη μία ο Στέφανος Κασσελάκης θα δηλώνει -και έως ένα βαθμό δικαίως- πως εκείνος πρέπει να ηγηθεί ως επικεφαλής του μεγαλύτερου κόμματος, ειδικά στην περίπτωση που έχει πιάσει τον στόχο του 17,8%-, από την άλλη ελάχιστοι στο ΠΑΣΟΚ, τον υπόλοιπο ΣΥΡΙΖΑ, και, φυσικά, τη “Νέα Αριστερά”, θα μπορούσαν να τεθούν υπό την δική του προσωποπαγή ομπρέλα.
Η μάχη για την δεύτερη θέση αναδεικνύεται έτσι σε ένα πολύ σοβαρό πολιτικό στοίχημα, οι πιθανότητες, όμως, οι ηγεσίες των κομμάτων της κεντροαριστεράς να συνομιλήσουν χωρίς εγωϊσμούς είναι μικρές. Εκτός εάν ξεκινήσει μία άλλη πρωτοβουλία που θα παρακάμπτει τους υπάρχοντες σχηματισμούς και που θα οδηγεί στην ίδρυση ενός νεου φορέα με πρόσωπα από τα κόμματα αυτά, συγκεκριμένο προγραμματικό πλαίσιο διεκδίκησης της διακυβέρνησης. Εάν συμβεί αυτό, τότε είναι πιθανό να βρεθούν και οι μάχιμοι της πρώτης γραμμής και οι “επίστρατοι”. Όπως και η ηγετική φυσιογνωμία. Το καλοκαίρι θα έχει πολιτικό ενδιαφέρον και το φθινόπωρο ακόμα περισσότερο…