“Βόρεια Μακεδονία”/ Η Αθήνα σε δίλημμα- Ο κίνδυνος για το “erga omnes” και ο χρόνος που χάθηκε- Τι θα γίνει με τις συμφωνίες που εκκρεμούν
Εάν πράγματι τεθούν σε κίνδυνο οι σχέσεις της Ελλάδας με την “Βόρεια Μακεδονία” αυτό φαίνεται πως δεν θα προκύψει από κάποια προσπάθεια της νέας κυβέρνησης των εθνικιστών στα Σκόπια να ακυρώσουν την διεθνή συνθήκη των Πρεσπών. Διότι η ίδια η συνθήκη δεν προβλέπει κάτι τέτοιο, οποιαδήποτε δε επιθετική κίνηση της νέας κυβέρνησης του προέδρου του VMRO-DPMNE (που σάρωσε στις εκλογές) με το μπλοκ των μικρών αλβανικών κομμάτων, θα προκαλούσε εκ των πραγμάτων τεράστια εμπόδια στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Εκείνο που κινδυνεύει είναι η σοβαρότατη πτυχή του “erga omnes” (που αποτελεί και μία από τις επιτυχίες της Συμφωνίας των Πρεσπών καθώς αποτελούσε πάγια θέση της ελληνικής διπλωματίας), δηλαδή το γεγονός ότι η σύνθετη ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” θα ισχύει όχι μόνο διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.
Ωστόσο, η θριαμβευτική επιστροφή των εθνικιστών του VMRO στην εξουσία στα Σκόπια (μετά από μια εκλογική καμπάνια με σύνθημα «κάντε ξανά την Μακεδονία δική σας») φορτώνει με κινδύνους τις εύθραυστες σχέσεις μας με τον μικρότερο από τους γείτονές μας. Ήταν, άλλωστε, ο “προπάτορας” του Μιτσκόσκι, επί αρκετά χρόνια (πριν ανέλθουν στην εξουσία οι σοσιαλδημοκράτες του Ζόραν Ζάεφ) πρωθυπουργός, Νίκολα Γκρούεφσκι που ξεδίπλωσε το αλυτρωτικό σχέδιο των “Μακεδόνων” και γέμισε τις πλατείες των πόλεων με αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ήδη στην προεδρία της γείτονος, στη θέση του μετριοπαθή σοσιαλδημοκράτη Στέβο Πενταρόφσκι, εξελέγη στις προχθεσινές επαναληπτικές εκλογές η δεξιά πολιτικός Γκορντάνα Σιλιανόφσκα – Ντάβκοβα, την οποία υποστήριξε το VMRO- DPMNE. Η νέα πρόεδρος της χώρας έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη «Βόρεια» και ότι θα ονομάζει τη χώρα της μόνο «Μακεδονία». Τώρα, μένει να δούμε εάν θα πραγματοποιήσει αυτές τις προειδοποιήσεις της, οπότε θα έχουμε και πάλι μείζονες εντάσεις και διαμάχες με το κρατίδιο στα βόρεια σύνορά μας, ή θα σεβαστεί την υπογραφή του πρωθυπουργού της εποχής εκείνης, Ζόραν Ζάεφ και άρα θα αποδεχθεί τα δεδομένα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η κυβέρνηση καλεί τα Σκόπια να σεβαστούν τη Συμφωνία των Πρεσπών
Η ελληνική κυβέρνηση δια του εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη κάλεσε εμμέσως τη νέα κυβέρνηση να σεβαστεί τη Συμφωνία των Πρεσπών, δίνοντας το στίγμα της στάσης της Αθήνας.
Ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης (ο οποίος την περίοδο που η κυβέρνηση Τσίπρα με υπουργό Εξωτερικών το Νίκο Κοτζιά διαπραγματευόταν τη συμφωνία είχε αναλάβει να διατυπώσει -ως σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη- τις ενστάσεις) επισήμανε:
“Η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση είχε θέσει τα γκρίζα σημεία της Συμφωνίας των Πρεσπών. Έχουμε τόσο την πολιτική όσο και τη νομική υποχρέωση όχι μόνο να σεβαστούμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά να μεριμνήσουμε έτσι ώστε να υπάρξει και πιστή εφαρμογή της, πράγμα το οποίο ερείδεται στο ίδιο το Σύνταγμά μας. Δεν θα διαταραχθεί αυτό το κλίμα, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα τυπικό προαπαιτούμενο για την ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι το οποίο νομίζω δεν αμφισβητείται ως μείζων σκοπός της γείτονος χώρας».
Ενώ πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα ήταν η επισπεύδουσα χώρα για την ένταξη των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το 2003 και από τη Διάσκεψη της Θεσσαλονίκης. Εμείς είμαστε πάντοτε υπέρ της ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων. Και τούτο διότι θεωρούμε ότι με τον τρόπο αυτό εδραιώνεται η ειρήνη και η ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή μας.
Άρα, αυτή τη στιγμή η Βόρεια Μακεδονία με τη νέα της κυβέρνηση και τη νέα Πρόεδρο θα βρεθούν μπροστά σε σημαντικά διλήμματα. Η πεποίθηση και η ελπίδα μου είναι ότι θα συνεχίσει τον ευρωπαϊκό της δρόμο η γειτονική χώρα και δεν θα έχουμε αναζωπύρωση εθνικισμών και προβλημάτων του παρελθόντος.
Η καθυστέρηση της Αθήνας
Πάντως κύκλοι της αντιπολίτευσης σχολίαζαν χθες ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά να κυρώσει τα τρία μνημόνια συνεργασίας της Συμφωνίας των Πρεσπών μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου, οπότε θα είχε ολοκληρωθεί ο θεσμικός κύκλος επικύρωσής της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πολιτικό διακύβευμα είναι αν η γειτονική χώρα θα επιστρέψει στις «ένδοξες μέρες» Γκρουέφσκι με τίμημα την ενταξιακή της πορεία, ή αν θα δει τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα υπό το πρίσμα του διπλωματικού και γεωπολιτικού ρεαλισμού. Επίσης δεν ενεργοποίησε ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, με αποτέλεσμα επί της ουσίας να υπονομεύσει την αμυντική, διπλωματική και οικονομική συνεργασία της χώρας μας με τη Βόρεια Μακεδονία.
Οι εξελίξεις πάντως στη “Βόρεια Μακεδονία” επιβεβαιώνουν τη σημασία του χρόνου που χάθηκε, πέντε χρόνια τώρα, καθώς η Ελλάδα δεν αξιοποίησε τη συμφωνία των Πρεσπών για να αφαιρέσει οξυγόνο από τον «μακεδονικό» εθνικισμό, επειδή η καθ΄ημάς εθνικιστική δεξιά διαφωνούσε και η κυβέρνηση του 41% δεν τολμούσε.
Από τις 15 διακρατικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών τον Απρίλιο 2019, οι τρεις χρειάζονταν κοινοβουλευτική κύρωση. Δεν κυρώσαμε καμία, ενώ δεν προκαλέσαμε καν νέα σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, που προβλεπόταν να συνεδριάζει άπαξ ετησίως και κάθε φορά να εγκρίνει 10-15 συμφωνίες σε επιμέρους θέματα. Επί μία 5ετία, δεν έγινε καμία συμφωνία, με μόνη εξαίρεση ελληνικού ενδιαφέροντος μια συμφωνία για τον αγωγό πετρελαίου.
Έτσι, αφέθηκαν μεγάλες εκκρεμότητες. Οι αναφορές των σχολικών βιβλίων στον Μ. Αλέξανδρο δεν έχουν αλλάξει, οι διαδικασίες για τα εμπορικά σήματα δεν έχουν προχωρήσει, η αλλαγή του ονόματος της χώρας στα διαβατήρια και στις πινακίδες των αυτοκινήτων της γείτονος δεν έχει ολοκληρωθεί. Επιστρέφοντας στην εξουσία, οι εθνικιστές βρίσκουν, χάρη και στην αδράνεια της Αθήνας, το έδαφος στρωμένο.
Τούτων δοθέντων και με βάση όσα ειπώθηκαν προεκλογικά από τη νέα πρόεδρο και την ηγεσία του VMRO εκείνο το οποίο θα επιχειρηθεί είναι η τήρηση μεν της Συμφωνίας ως προς το διεθνές της σκέλος αλλά η χρησιμοποίηση του ονόματος “Μακεδονία” στο εσωτερικό, δηλαδή η καταστρατήγηση του “erga omnes”. Είναι προφανές πως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αντιδράσει άμεσα σε αυτό, πρωτίστως, όμως, πρέπει να επιταχύνει τις συμφωνίες και όλα όσα προβλέπονται από τη Συμφωνία έστω και με καθυστέρηση ετών. Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να το πράξει τώρα, υπό την εσωτερική πίεση της “ομάδας” του Αντώνη Σαμαρά αλλά και την πίεση εκ δεξιών της από την Ελληνική Λϋση του Κυριάκου Βελόπουλου και άλλων μικρότερων κομμάτων με επιρροή στη Βόρεια Ελλάδα.
Σε αυτό το βαρύ περιβάλλον στη γειτονιά μας, και με δύο πολέμους σε εξέλιξη, αποκτά μεγαλύτερη σημασία η «ανοσοποίηση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων απέναντι στον κίνδυνο εσωτερίκευσης κρίσεων.