H “Terra incognita” της Κεντροαριστεράς- Τι μπορεί να συμβεί μετά τις 9 Ιουνίου
Τι θα είναι η Κεντροαριστερά μετά τις 9 Ιουνίου; Μία υπόθεση αριθμών και αθροισμάτων ή μία καλά ζυγισμένη απόφαση απέναντι στην ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη που όσο (και εάν) πληγεί θα παραμείνει ισχυρή με πολιτικό διάδρομο τριετίας;
Οι πιο ρομαντικοί ελπίζουν στο δεύτερο, οι ρεαλιστές εκτιμούν πως εάν σημειωθούν εξελίξεις θα επικεντρωθούν στο πρώτο. Σε κάθε περίπτωση, ο συνωστισμός πολιτικών εγωϊσμών είναι ήδη αρκετά ασφυκτικός και οι όποιες πιθανότητες έχουν πληγεί από τις επιθετικές δηλώσεις ένθεν κακείθεν.
Πρώτο ορόσημο θα είναι αναμφίβολα αυτό της “δεύτερης θέσης”. Εάν κατά τους Abba “The Winner Takes It AlI”, θεωρητικά νικητής σε αυτή την περίπτωση θα είναι το κόμμα που θα καταταγεί πίσω από τη Ν.Δ. ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να έχουν ήδη αποφασίσει, όμως το τελικό ποσοστό συμμετοχής (αποχή), οι συσπειρώσεις και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη. Κι εδώ υπεισέρχονται οι αριθμοί. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, δεύτερος και τρίτος εάν η διαφορά είναι στα όρια του στατιστικού σφάλματος;
Εφόσον, όμως, όπως δείχνουν οι μετρήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρά δεύτερο κόμμα και δη με ποσοστό κοντά σε εκείνο των τελευταίων εθνικών εκλογών (17,8%) και το ΠΑΣΟΚ περιοριστεί -πάνω κάτω- στο 12% του Ιουνίου του 2023, ενεργοποιείται εκ των πραγμάτων το σενάριο που ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε χαρακτηρίσει “πολιτική ήττα”. Δύσκολα θα μπορεί να δικαιολογηθεί η στασιμότητα, με τη Ν.Δ να καταγράφει απώλειες από το 41% (ακόμα κι αν λογικά θα συγκρίνει το ποσοστό της στις ευρωεκλογές του Ιουνίου με εκείνο στην ίδια αναμέτρηση προ τετραετίας-33,14%) και τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει διατρέξει μία μακρά περίοδο εσωστρέφειας με αλλαγή αρχηγού και μία διάσπαση. Σε αυτή την εκδοχή είναι μάλλον αναμενόμενο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να επιχειρήσει φυγή από την δική του εσωστρέφεια με την ανάληψη πρωτοβουλίας για την συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, όπως έχει ήδη προαναγγείλλει, και τη συγκρότηση αντι-δεξιού μετώπου.
Πόσο ειλικρινείς θα είναι, όμως, οι προθέσεις του, όταν προ μηνών αντιμετώπισε χλευαστικά και επιθετικά την απόφαση του βουλευτή του κόμματός του Μανώλη Χριστοδουλάκη να συμμετάσχει σε εκείνη την πρόβα συνεννόησης με τους Διονύση Τεμπονέρα και Έφη Αχτσιόγλου; Η τρίτη θέση, υπό αυτές τις συνθήκες, έτι δε περαιτέρω εάν η μεν απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιοσημείωτη, η δε -κατά τις μετρήσεις- από την τέταρτη στη σειρά (;) “Ελληνική Λύση” είναι μικρή, θα αποτελέσει σοβαρό πολιτικό ζήτημα και θα αναδείξει το κενό πολιτικής ταυτότητας.
Ο πρώτος λόγος στον Κασσελάκη
Σε τέτοιες συνθήκες, ο Στέφανος Κασσελάκης θα έχει αναμφισβήτητα τον πρώτο λόγο. Θα θελήσει, όμως, να μπει σε μία τέτοια συζήτηση; Κι αυτό θα κριθεί: α. από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, β. από το εύρος της διαφοράς του από τη Ν.Δ. Ήτοι, θα εξαρτηθεί από το εάν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να ισχυριστεί πως με την αλλαγή και διεύρυνση του πολιτικού μοντέλου (αρκετοί εκτιμούν πως η μετάλλαξη επιχειρείται ήδη) δεν χρειάζεται εταίρους αλλά μπορεί προοπτικά να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για νίκη επί του Κυριάκου Μητσοτάκη στις επόμενες εθνικές εκλογές. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν συμφωνούν με αυτό το σενάριο και θεωρούν πως η λύση για ουσιαστική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών βρίσκεται στο άθροισμα των δυνάμεων των κομμάτων της ευρύτερης κεντροαριστεράς και την πολλαπλασιαστικής ισχύος που μπορεί να παραγάγει. Ο Διονύσης Τεμπονέρας, η Όλγα Γεροβασίλη, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ο Γιάννης Ραγκούσης, ο Χρήστος Σπίρτζης, ο Γιώργος Τσίπρας είναι μερικοί εξ αυτών, ενώ ο Κώστας Ζαχαριάδης έχει καταθέσει ήδη πρόταση για ενιαίο προοδευτικό ψηφοδέλτιο εφόσον ο Άρειος Πάγος αποφασίσει τελικά αναπληρωματικές εκλογές έναντι του άλλου σεναρίου για κατανομή των εδρών που θα χάσουν οι (εκτός ευρωεκλογών) “Σπαρτιάτες”.
Ένα σημαντικό μέρος, όμως, της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως οι “κασελίστας”, όπως αποκαλούνται, αντιδρούν έντονα σε μία τέτοια πιθανότητα, ειδικά εάν αυτή συμπεριλάβει και τη “Νέα Αριστερά”. Είναι χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχτηκε από συριζαϊκούς λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η Όλγα Γεροβασίλη επειδή, πρόσφατα, κατά την επίσκεψή της στην Καλαμάτα (σε κομματική εκδήλωση) εθεάθη να συντρώγει φιλικά με τον Αλέξη Χαρίτση. Το μίσος για τους “υπονομευτές” είναι βαθύ και δύσκολα ξεπερνιέται, εκτός εάν ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης αναλάβει μία τέτοια πρωτοβουλία.
Αθοίσματα και ψευδαισθήσεις
Βεβαίως, τα αθρίσματα στην πολιτική παράγουν, συχνά, ψευδαισθήσεις. Διότι μπορεί (θεωρητικά και στη βάση των σημερινών μετρήσεων) το 15% του ΣΥΡΙΖΑ, το 11% του ΠΑΣΟΚ, και το 2,9% της “Νέας Αριστεράς” να πλησιάζουν το 29% και να απέχουν μόλις τέσσερις μονάδες από το (δημοσκοπικό) 33% της Ν.Δ, ουδείς, ωστόσο, εγγυάται πως ένα τέτοιο πολιτικό συνονθύλευμα μπορεί να αποκτήσει λόγο και ταυτότητα συνύπαρξης και, ακόμα, περισσότερο μπορεί να συμφωνήσει ποιό θα είναι το πρόσωπο που θα αναμετρηθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάποιοι θα λένε, ίσως λογικά, πως θα το δικαιούται ο πρώτος στη σειρά (Κασσελάκης), άλλοι θα επισημαίνουν την ανάγκη να μπει μπροστά ένα νέο πρόσωπο που όντως θα μπορούσε να δράσει ανανεωτικά και πολλαπλασιαστικά. Στο τραπέζι έχουν πέσει, άλλωστε, δύο-τρία ονόματα, κανένα απ΄ αυτά, όμως, προσώρας, δεν προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα “στα όπλα” που συγκινεί αρκετούς είναι πολύ δύσκολη καθώς ξυπνάει αρνητικές μνήμες σε πολλούς στο ΠΑΣΟΚ και δεν αρέσει και σε ορισμένους από τους φανατικούς υποστηρικτές του σημερινού προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Μία ακόμα θητεία στον Μητσοτάκη;
Αυτό το μικρό -και ακόμα διόλου δημιουργικό- χάος στην ευρύτερη Κεντροαριστερά, εφόσον επιβεβαιωθεί και μετά τις ευρωεκλογές, θα δώσει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση να ανατάξει τυχόν εκλογικές απώλειες και να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα τροποποιήσουν την ατζέντα. Με ελάχιστες (αλλά όχι ανύπαρκτες), πλέον, τις πιθανότητες να αποκτήσει ευρωπαϊκό ρόλο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι περίπου “καταδικασμένος” να διεκδικήσει και, σύμφωνα με τις ορατές συνθήκες, να κερδίσει μία ακόμα πρωθυπουργική θητεία. Το να σπάσει το ρεκόρ(της συνεχούς και αδιάλλειτπης θητείας) του Κώστα Σημίτη είναι αρκετά ελκυστικός στόχος. Έχει, δε, την πολυτέλεια να επιλέξει και τον χρόνο των επόμενων εκλογών, ο οποίος παρότι ο ίδιος μιλάει για το 2027 μπορεί να είναι και αρκετά πιο κοντινός.