Η Ευρώπη μπορεί να πεθάνει, λέει ο Μακρόν- Και κάνουμε ότι μπορούμε να το επισπεύσουμε
«Η Ευρώπη μας μπορεί να πεθάνει»! Η ενωμένη Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει σε γενναία μεταρρυθμιστικά βήματα, για να συνεχίσει να υπάρχει. Χθες ο Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν, σε μια ομιλία-ποταμό, διάρκειας μιας ώρας και τριών τετάρτων, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, μίλησε για θανάσιμους κινδύνους με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η Ε.Ε. και ανέλυσε γιατί η απάντηση είναι μια Ευρώπη περισσότερο ενωμένη, αυτόνομη και δημοκρατική, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει ένα εκλογικό σώμα που φλερτάρει με την ιδέα της μαζικής αποχή.
Όπως εύστοχα υπενθυμίζει ο Economist, το 2017 ο Εμμανουέλ Μακρόν ανέβηκε στη σκηνή κάτω από το θολωτό αμφιθέατρο της Σορβόννης στο Παρίσι για να ζητήσει μια πιο «κυρίαρχη», αυτόνομη Ευρώπη. Γεμάτη με τόσα αφηρημένα ουσιαστικά όσο και ιδέες πολιτικής, η ομιλία ήρθε για να σηματοδοτήσει τη φιλοδοξία του Γάλλου προέδρου να σκληρύνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και να σταθεί στα πόδια της. Επτά χρόνια αργότερα, στις 25 Απριλίου, ο κ. Μακρόν επέστρεψε στο πανεπιστήμιο με ένα εντελώς σοβαρό μήνυμα: «Η Ευρώπη μας είναι θνητή. μπορεί να πεθάνει». Ωστόσο, η αυτοκριτική δεν ήταν ποτέ το δυνατό στοιχείο της ευρωπαϊκής ηγεσίας.
Σε αυτά τα επτά χρόνια η κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ. Από τον οραματικό λόγο του Μακρόν, πάλι από την εμβληματική Σορβόνη, μέχρι σήμερα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτή της ευρωπαϊκής αποδρομής είναι η απουσία στιβαρής ηγεσίας. Ο Γάλλος πρόεδρος σπρώχνει απλώς τον χρόνο προς το 2027, οπότε θα αποχωρήσει από τα Ηλύσια Πεδία, το χειρότερο, όμως, είναι πως ενδεχομένως να αναγκαστεί να παραδώσει τα κλειδιά στην Μαρίν Λεπέν. Στο Βερολίνο, ο Όλαφ Σολτς είναι μόνο μία καρικατούρα της γερμανικής πυγμής της Άνγκελα Μέρκελ και ένα μαύρο σημείο στην ιστορία των μεγάλων ηγετών.
Είναι αλήθεια πως η Ευρώπη ανησυχεί για την εξάντληση του προσδώκιμου επιβίωσης της, όπως επισήμανε ο Γάλλος πρόεδρος. Η ανάθεση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών στον Μάριο Ντράγκι και στον Ενρίκο Λέττα να εκπονήσουν τις γνωστές μελέτες για την ενιαία αγορά, την οικονομία και τα άλλα μεγάλα προτάγματα επιβεβαιώνουν αυτή την ανησυχία. Το ερώτημα είναι εάν αυτό αρκεί και εάν υπάρχει ακόμα χρόνος. Οι συσχετισμοί που θα προκύψουν από τις ευρωεκλογές και, μετά, η σύνθεση της νέας ευρωπαϊκής ηγεσίας στην Επιτροπή (Κομισιόν) θα αποτελέσουν πιθανώς μία κάποια απάντηση.
Πόσο έτοιμη είναι, άραγε, η Ελλάδα να συμμετάσχει σε αυτή τη συζήτηση; Με εξαίρεση το γεγονός ότι (κατά τον Economist) το όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη ακούγεται μεταξύ άλλων για την πιθανότητα να απαιτηθεί να αντικατασταθεί η ασθενής και προβληματική υποψηφιότητα της Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, εκπροσωπώντας το ΕΛΚ, για μία δεύτερη θητεία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ελληνική συμμετοχή απουσιάζει.
Η πληροφορία, δε, ότι οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές της Ν.Δ και των άλλων κομμάτων ήταν καθηλωμένοι και παρακολουθούσαν την ομιλία Μακρόν από τη Σορβόνη, ελέγχεται ως ανακριβής. Ειρωνεία, ή αποτύπωση μιας πραγματικότητας που έρχεται στην επιφάνεια όταν διαβάζει κανείς τα ονόματα των υποψηφίων ευρωβουλευτών που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις; Το δεύτερο. Η Ελλάδα δεν συζητά για την Ευρώπη, ακόμα χειρότερα δεν θέλει να συζητά. Οι ευρωεκλογές θα διεξαχθούν με εθνική ατζέντα (η κάλπη είναι εθνική, είναι ο πρωθυπουργός), η πόλωση θα χτυπήσει κόκκινο, οι δε υποψήφιοι αναλώνονται σε γκάφες, ανοησία και άγνοια για τα διεκδικούμενα στην Ευρώπη. Ας μην αυτομαστιγωνόμαστε, πιθανότατα κάτι ανάλογο ισχύει και στις προεκλογικές καμπάνιες σε άλλες χώρες, από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορεί να ισχύσει μία τέτοια δικαιολογία.