Ο καθ/της Ν. Χρηστάκης στο libre: Η μαζική κουλτούρα είναι μια κουλτούρα μεταξύ άλλων
Μια συζήτηση με τον καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, Νικόλα Χρηστάκη για τα Μέσα και τα νέα Μέσα, τον τρόπο που διακινούνται οι πληροφορίες, που γίνεται η ενημέρωση και διαμορφώνεται η πραγματικότητα για τον καθένα από εμάς.
Όπως λέει χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο της συζήτησης «γίνεται κάθε μέρα και πιο ‘‘αυτονόητο’’ ότι η βραχυκυκλωμένη γνώση κάνει καλό και μάς είναι αρκετή, ενώ όσοι την αμφισβητούν περιθωριοποιούνται ως λείψανα μιας ρομαντικής εποχής θέλησης για χρονοβόρα και μάταιη κατανόηση εις βάθος…».
Συνέντευξη
Χρόνης Διαμαντόπουλος
-Η τηλεόραση και οι ειδήσεις από το internet μας βομβαρδίζουν καθημερινά με εξελίξεις. Ωστόσο επί της ουσίας σε πολλά ζητήματα δεν έχουμε καμία ενημέρωση.
Ας πάμε λίγο πιο πίσω για να βάλουμε τις βάσεις αυτής της συζήτησης. Υπάρχουν πολλές βερσιόν ως προς το τι είναι και σε τι χρησιμεύει μια είδηση. Στο κλασικό κείμενό του για τα Ψευδογεγονότα, ο Daniel Boorstin αναφέρει ότι η πρώτη εφημερίδα των Ηνωμένων Πολιτειών (είμαστε στα 1690) υποσχόταν να δημοσιεύει ειδήσεις τακτικά, μια φορά το μήνα, εκτός αν συνέβαινε κάτι έκτακτο! Αυτό έχει να κάνει με τους (ιδιωτικούς ή/και δημόσιους) ρυθμούς ζωής ή με το τι θεωρούμε άξιο αναφοράς, δηλαδή είδηση; Εξάλλου ποιος λέει ότι η εφημερίδα και τα μέσα γενικώς έχουν ή πρέπει να έχουν μόνο ειδήσεις;
Σε μια άλλη διάσταση, και μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, ο τύπος ήταν σε σημαντικό βαθμό τύπος γνώμης, συμμετείχε στην κατασκευή και εξέλιξη της δημόσιας σφαίρας μέσα από τις αντιπαραθέσεις που χαρακτήριζαν πλέον την πολιτική. Η ιδέα ότι υπάρχουν «γεγονότα», τα οποία πρέπει να παρουσιαστούν ουδέτερα και αντικειμενικά, εγκαθίσταται παράλληλα με αυτόν, όπως και η επαγγελματική μορφή του δημοσιογράφου που πρέπει να υπακούει στα πέντε w (what, who, when, where, why). Θεωρείται λοιπόν ότι το ευρύ κοινό κερδίζεται με έγκυρες ειδήσεις (και όχι, τουλάχιστον όχι μόνον, με παθιασμένες, για να μην πούμε εμπαθείς, απόψεις), κάτι που συμβαδίζει μεταπολεμικά με την σχετική ειρήνευση των πολιτικών συγκρούσεων και την άνοδο και διάδοση της επιστημονικής γνώσης. Αυτά αντιστοιχούν επίσης στην οπισθοχώρηση του στρατευμένου τύπου (ενταγμένου στις αξίες μιας κοινωνικής ή πολιτικής ομάδας), αλλά κυρίως στην μετακύλιση της ευθύνης της γνώμης (ή, όπως λέμε, της «ανάλυσης» και της «τοποθέτησης») στον διανοούμενο.
Βαθμιαία η «άποψη» και το «γεγονός» συγχωνεύονται σε ένα γραπτό αφήγημα, μορφή χρήσιμη στην λήψη, κυκλοφορία και αφομοίωσή του από τα διάφορα περιβάλλοντα υποδοχής, με τις δικές τους αναπαραστάσεις και ιδεολογίες, έτσι ώστε άτομα και συλλογικότητες να εμπιστεύονται την «πηγή», να ταυτίζονται με τον επικοινωνητή, να διαμορφώνουν λοιπόν («αντικειμενικά») στάσεις, να διατυπώνουν γνώμες και να προβαίνουν σε συμπεριφορές – η κατανάλωση και η ψήφος είναι από τις πλέον φυσικές καταλήξεις αυτής της διαδικασίας που θεωρούμε αυτονόητη στις καπιταλιστικές δημοκρατίες μας.
Με τα οπτικοακουστικά μέσα αναμφίβολα εγκαθίστανται σημαντικές νέες και διαφορετικές ρυθμίσεις. Προφανώς και όταν αγοράζω και διαβάζω την εφημερίδα μου ξέρω ότι αρκετοί άλλοι κάνουν το ίδιο περίπου τις ίδιες ώρες, όμως η τηλεόραση δίνει αφορμή σε μία εντονότερη -και εξόχως καταβυθιστική- φαντασιακή συμμετοχικότητα, ενώ παράλληλα, τα «μεγάλα γεγονότα», και μάλλον πλέον και πολλά μικρότερα, δεν αναμεταδίδονται απλώς από αυτήν, συλλαμβάνονται και πραγματοποιούνται γι’ αυτήν, σύμφωνα με την (σχετικά φτωχή) λογική της. Είμαστε στο βασίλειο της δραματοποίησης (αυτό αφορά την συγκινησιακή διάσταση σε βάρος της κατανόησης) και της θεαματοποίησης (του κόσμου, της πραγματικότητας). Από ανθρωπολογική άποψη αυτό σημαίνει ότι πολλαπλασιάζονται οι θραυσματικές πληροφορίες, δηλαδή τα σημεία στην βάση των οποίων εξασφαλίζουμε το άλλοθι μιας στρατευμένης σχέσης με το πραγματικό. Όμως η προσχηματική και συγκινησιακή μόνον συμμετοχή στην υποτιθέμενη «καρδιά» αυτού του περίφημου πραγματικού, προάγει την ανεύθυνη παραγνώρισή του και τον εξορκισμό των κινδύνων και των αβεβαιοτήτων του – γι’ αυτό και οι κάθε είδους καταστροφές τηλεοπτικά βιωμένες είναι το πρότυπο της κατανάλωσης, όπως παρατηρούσε ήδη από το 1970 ο Jean Baudrillard.
-Ποιες είναι οι επιπτώσεις…;
Πρέπει να τις δούμε σε διάφορες διαστάσεις. Στα πλαίσια ενός τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων, όταν ένας παρουσιαστής (σκόπιμα δεν λέω δημοσιογράφος, έχω άλλη, πιο υψηλή, εικόνα γι’ αυτόν) διαθέτει ένα ή δύο λεπτά για να παρουσιάσει ένα θέμα που εξ ορισμού είναι σημαντικό (;), πώς θα δώσει την δυνατότητα στον συνομιλητή του να αναπτύξει μια πολύπλοκη σκέψη, να επιχειρηματολογήσει σε διάφορα επίπεδα και να καταλήξει υπεύθυνα σε ένα συμπέρασμα (που αν δεν είναι εντυπωσιακό δεν είναι και «φωτογενές»); Εδώ θα παρωδούσα την διάσημη ρήση «το μέσο είναι το μήνυμα» – δηλαδή: «μην σκέφτεστε και πολύ, δεν πειράζει, ο χρόνος είναι χρήμα, πάμε στην επόμενη είδηση», ή, αλλιώς: «το μήνυμα είναι το επόμενο μήνυμα!». Διαμορφώνεται έτσι μια σκέψη βραχυκυκλωμένη και μια σχέση με την πραγματικότητα στερεοτυπική, κάτι που, δεν απορούμε, χαρακτηρίζει λιγότερο τον γραπτό αναλυτικό λόγο και περισσότερο την καθημερινή ομιλία και την εικόνα, με τις δικές τους ψυχο-κοινωνιο-λογικές, για τα οποία θα μιλήσουμε λίγο αργότερα.
-Μοιάζει να είναι ένας από τους βασικούς καταναγκασμούς της τηλεοπτικής εκφοράς…
Αναμφίβολα. Έρχεται στον νου μου ο Edgar Morin όταν έλεγε ότι η μαζική κουλτούρα είναι μια κουλτούρα μεταξύ άλλων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το ραδιοτηλεοπτικό σύστημα και την κουλτούρα του (που τείνουν να εγκαθίστανται λίγο-πολύ παντού, στο διαδίκτυο μεταξύ άλλων): μας κοινωνικοποιεί δια μέσου των εικόνων και των θεαμάτων, συμμετέχει στην κοινωνικο-πολιτισμική μας γνώση και αναπαραγωγή, διαμεσολαβεί την σχέση μας με τους εαυτούς μας και τον γύρω κόσμο… όπως κάνουν και άλλα συστήματα και κουλτούρες (η εθνική, η λόγια, η επιστημονική, η σχολική, η οικονομικο-νομισματική, η διοικητική κ.ο.κ. … γιατί όχι;). Μόνο που οι εικόνες, τα μηνύματα και τα συγκείμενα της οπτικοακουστικής/τηλεοπτικής κουλτούρας θα όφειλαν να θεωρούνται επίσημα και θεσμικά ένα δευτερεύον κοινό μας φόντο, που ελάχιστα ευνοεί την ανάπτυξη του όποιου ορθού λόγου, και άρα να τυγχάνουν κάποιου είδους οργανωμένης και ρητής αποκωδικοποίησης και ανάλυσης που να τα εντάσσουν κριτικά στις συμβολικές και γραμματικές μορφές. Δεν νομίζω ότι γίνεται κάτι τέτοιο στο σχολείο ή ακόμα και στο πανεπιστήμιο, ή ότι ευρύτερα οι πολίτες έχουν συνείδηση των διαδικασιών κοινωνικο-τεχνικής και ιδεολογικής κατασκευής της είδησης. Αντίθετα, γίνεται κάθε μέρα και πιο «αυτονόητο» ότι η βραχυκυκλωμένη γνώση κάνει καλό και μάς είναι αρκετή, ενώ όσοι την αμφισβητούν περιθωριοποιούνται ως λείψανα μιας ρομαντικής εποχής θέλησης για χρονοβόρα και μάταιη κατανόηση εις βάθος…
-Ένας κόσμος ανεπεξέργαστων εικόνων λοιπόν;
Ανεπεξέργαστων… αλλά πολύ βολικών. Η εικόνα είναι αναλογική, λειτουργεί μέσω της ομοιότητας με το αναπαριστώμενο, «διαβάζεται» τρόπον τινά πιο ελεύθερα και πιο εύκολα, χωρίς τις απαιτήσεις γραμμικής και κατευθυντικής αποκρυπτογράφησης του λογικο-γλωσσικού πεδίου, ενδεχομένως επιβραδύνοντας την νοητική προσπάθεια να πάμε πιο πέρα. Χρειάζεται πάντα μια λεζάντα ή ένα κείμενο, είναι η λογοκεντρική μας παράδοση. Για να επανέλθουμε στις τηλεοπτικές ειδήσεις: οι εικόνες του ΤΔΕ είναι συχνά ένα «ντύσιμο» του θέματος, είναι στερεοτυπικές, τυποποιημένες και φτωχές σε περιεχόμενο, στην λογική των «εικόνων αρχείου», πασχίζουν να κρύψουν ότι δεν υπάρχει κάτι (νέο) να δούμε, παραπέμποντας ταυτολογικά σε αναφορές-φαντάσματα (π.χ. ράφια σούπερ-μάρκετ για να παρουσιαστεί η νιοστή κυβερνητική παρέμβαση για το «καλάθι του καταναλωτή»). Δηλαδή στην ουσία μας λένε: «είστε στην τηλεόραση, ό,τι βλέπετε, ακούτε, μαθαίνετε είναι ολωσδιόλου αυθεντικό, πραγματικό, μείνετε «συνδεδεμένοι» μαζί μας και με τους άλλους τηλεθεατές που επίσης μας παρακολουθούν και μας εμπιστεύονται!» Δεν νοείται τηλεόραση χωρίς εικόνα, και αυτή η επανάληψη εικόνων, ακόμα και στην πιο χονδροειδή προπαγανδιστική τους στόχευση, καταλήγουν να υπονομεύουν, για να μην πω σκοτώνουν, κάθε δημιουργική αναφορική και γνωστική διάσταση, κάθε συμπαραδηλούμενο νόημα. Σε συνδυασμό με ένα γραπτό μήνυμα συχνά αλλόκοτο, πλάγιο, ή αναφερόμενο αλλού, και με ένα προφορικό σχόλιο βιαστικό και πολύπλοκο ή από την άλλη παραγεμισμένο με στερεοτυπικές μεταφορές (π.χ. «δριμεία επίθεση κατά της κυβέρνησης εξαπέλυσε ο Χ»), οι ειδήσεις και η αλληλοδιαδοχή τους ως κοινωνικός λόγος γίνονται το κατ’ εξοχήν αγχώδες, αλλά και με ελάχιστο ή και παντελώς «απενεργοποιημένο» νόημα, προϊόν της κουλτούρας μας. Έχουν μια μυθολογική διάσταση, για να επικαλεστούμε την αναλογία του Roland Barthes, είναι δηλαδή αποπλαισιωμένες, χωρίς στέρεες, βαθιές και τεκμηριωμένες αναφορές στην ιστορία τους, στο κοινωνικο-πολιτισμικό τους πλαίσιο, στην οικολογία τους, είναι φλύαρες, προφανείς και θεαματικές. Θα έπρεπε αντίθετα να αναδεικνύουν το συνεχές, συγκρουσιακό και περίπλοκο κοινωνικό γίγνεσθαι. Φαίνεται όμως ότι αυτό πάντα πρέπει να αποκρύπτεται προς χάριν της «φυσικοποιημένης» αλήθειας στο ψευδο-ρεαλιστικό πρότυπο του «τι να κάνουμε, έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι οι αγορές, έτσι είναι η πολιτική, έτσι είναι οι κοινωνίες… κ.ο.κ.».
Μια άλλη σχετική διάσταση της τηλεοπτικής είδησης παραπέμπει όπως λέγαμε και προηγουμένως στον ταυτοχρονισμό, το live, ψυχαναγκασμό της φαινομενικής και ταυτόχρονα έντονης και παθιασμένης παρουσίας μας στον κόσμο, σκηνοθεσία του απρόβλεπτου, ίσως και του έκτροπου, το οποίο έτσι μαγικά εγκαλείται, μια και η περιπέτεια χωρίς ρίσκο είναι βασικό καταναλωτικό ζητούμενο της εποχής. Ο θεατής καθηλώνεται σε ένα αέναο παρόν, γίνεται κατά φαντασίαν ο ίδιος αφηγητής και ερμηνευτής εξελίξεων, καθώς φυσικά αγνοεί ότι η αντίληψη που έχει και η ιδέα που θα διαμορφώσει έχει προαποφασιστεί μέσω της επιλογής του θέματος, των επιμέρους επεισοδίων και των εικόνων που προβάλλονται, μέσω του καδραρίσματος της κάμερας, της τηλεσκηνοθεσίας κ.ο.κ.. Σ’ αυτή την χωροχρονική «συγκατοίκηση» με το γεγονός, επιβάλλεται μόνο η ενθουσιώδης και ηδονική πεποίθηση ότι το έχουμε δει μπροστά στα μάτια μας και κάθε εξήγηση περιττεύει. O Robert Ménard, ιδρυτής των Δημοσιογράφων χωρίς σύνορα, παρατηρούσε ότι δημοσιογραφία είναι η δουλειά που πραγματοποιείται ανάμεσα στη λήψη μιας πληροφορίας και στην απόδοσή της (στο κοινό) – πράγμα που δεν εμποδίζει κάθε είδους ομιλητές σε «παράθυρα» και «εκπομπές λόγου» να διατείνονται ότι πρέπει «εδώ και τώρα» όλα να «αποκαλυφθούν» και να «ξεκαθαρίσουν».
-Η κάπως ορθολογική και τεκμηριωμένη διαμόρφωση άποψης είναι σε τέτοιο βαθμό καταδικασμένη;
Ο «τύπος γνώμης» δεν είναι παρά ένα μέρος του κόσμου της πληροφόρησης και εάν θέλει να κάνει καλά την δουλειά του, δηλαδή να πληροφορεί για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα και να προάγει τις απόψεις και τις πρακτικές που σχετίζονται με την βελτίωση των κοινωνιών (δεν σημαίνει βέβαια αυτό το ίδιο πράγμα για όλους), πρέπει να βρίσκει καταφύγιο σε στρατευμένα ή κοινοτικά έντυπα ή ακόμα σε διαδικτυακούς τόπους. Αυτό ανακινεί ένα σημαντικό ζήτημα: η πολιτική αντιπαράθεση, που θεωρούμε ζωτικό στοιχείο στις δημοκρατίες μας, μπορεί να εξελίσσεται στο περιθώριο του μείζονος (και κυρίαρχου) συστήματος των μήντια (ή και εντελώς έξω από αυτό), την στιγμή που αυτό κατέχει, είτε το θέλουμε είτε όχι, τόσο κεντρική θέση στην κοινωνία;
–Όπως κι αν έχει, έρχεται στην συζήτησή μας το διαδίκτυο.
Όπως στα άλλα μέσα που κυκλοφορούν γνώμες, έτσι και στο διαδίκτυο υπάρχει άφθονη ψυχαγωγία, διαφήμιση, κατανάλωση, παιχνίδια… Από την άλλη ο γραπτός λόγος συνηγορεί υπέρ του. Μια πρώτη διάσταση που πρέπει να σκεφτούμε είναι εάν οι χρήστες τω όντι επιχειρηματολογούν ή απλά ανταλλάσσουν γραπτώς απόψεις σε έναν ασυμπτωτικό διάλογο κουφών (που ενίοτε καταλήγει σε ύβρεις). Τι είδους κουλτούρα είναι η διαδικτυακή; Γραπτή, προφορική, εικονική; Και τι σημαίνουν όλα αυτά; Δύσκολο να πει κανείς πλέον… Παράλληλα, το διαδίκτυο συχνά σε κάποιο βαθμό αναιρεί, ή τουλάχιστον αναθεωρεί, την κλασική οργάνωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος: οι «πηγές» αλλάζουν, γίνονται λιγότερο σαφείς και αξιόπιστες (όσο τέλος πάντων είναι σαφείς και αξιόπιστες στον καθημερινό τύπο ή στην τηλεόραση) και «ανοίγουν» στον οποιονδήποτε καθώς συχνά δεν είναι παρά άλλοι ιστότοποι. Η υπερκειμενικότητα τείνει να σβήνει τα όρια μεταξύ πηγής και δέκτη: στο διαδίκτυο υπάρχει πολλαπλότητα και «πολυφωνία» πομπών, ενώ η εκφορά κάπως διαλύεται σε ένα «μεγάλο συζητητικό όλο» χωρίς συγκεκριμένη και εντοπίσιμη ιδεολογική ταυτότητα. Δεν θα έλεγα ότι κάτι τέτοιο ευνοεί την δημοκρατική αντιπαράθεση και την δημιουργία ενός δημόσιου χώρου σφυρηλάτησης απόψεων – αν μάλιστα βάλει κανείς στην εξίσωση τον τρόπο που πλέον η ίδια η πολιτική «πλάθεται» στις οθόνες υπολογιστών και κινητών σε ένα αποπροσανατολιστικό άλλοθι τρέντυ τεχνοκρατίας και άμεσης «οικείας» επικοινωνίας με τον πολίτη! Επίσης, όπως και σε άλλους τομείς που αγγίζει η ψηφιακότητα, ο καθένας καθίσταται παραγωγός και καταναλωτής μιας «είδησης», ή και ενός «προγράμματος» που εξαπλώνεται σε όλους τους τομείς του βίου (π.χ. τι φάγαμε σήμερα για πρωινό), όχι απλώς καταργώντας την διάκριση δημοσίου-ιδιωτικού, αλλά και αυτήν μεταξύ σημαντικού και ασήμαντου – έστω και με κάποια μικρή αξία βέβαια στην «πιάτσα του ναρκισσισμού». Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι αυτή η χαλάρωση που περιγράφω (στο πλαίσιο της ευρύτερης διάψευσης των ουτοπικών υποσχέσεων ως προς την διαδικτυακή «συλλογική νοημοσύνη») θα αποτελέσει για κάποιους έναυσμα για τόνωση και αναβάθμιση της κλασικής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας και ότι ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας θα ιστιοδρομούν στους σοβαρούς ιστότοπους πληροφόρησης (δίνοντας τον τόνο στους υπόλοιπους), αρνούμενοι να συμμετέχουν σ’ αυτό το πολιτικο-υπαρξιακό melting pot της «πληροφορίας χωρίς γνώση». Δεν είναι άσκοπο να συμπληρώσω εδώ ότι ναι μεν «πληροφορία χωρίς γνώση», αλλά όχι και «χωρίς σκοπό», εφόσον, διατί να το κρύψομεν άλλωστε, με την διαδικτυακή πλοήγηση, ο καθένας μας παρέχει εντελώς δωρεάν στην απύθμενη δεξαμενή των big data χρήσιμα και αξιοποιήσιμα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία.
-Δεν μιλάτε πολύ για το τι συγκεκριμένα κάνουν τα άτομα με τα μηνύματα που διακινούνται…
Ναι, έχετε δίκιο. Εδώ πρέπει να αλλάξουμε κάπως θέμα. Αυτή η περίφημη «επεξεργασία της πληροφορίας», μέρος της διαδικασίας «υποδοχής των μηνυμάτων», ομολογουμένως είναι άλλη μια μεγάλη απορία για την επιστήμη και την φιλοσοφία. Στον τομέα της πολιτικής, αλλά όχι μόνον σ’ αυτόν φυσικά, ξέρουμε ότι ο σοφότερος, ο ευφυέστερος, ο πλέον «σκεπτόμενος» (όπως λέγαν οι παλιοί) άνθρωπος ενδέχεται να υιοθετήσει τις χονδροειδέστερες απόψεις (και συμπεριφορές), να ακολουθήσει έωλα επιχειρήματα ή ακόμα να αντικαταστήσει τους συλλογισμούς με τα χειρότερα σλόγκαν και τις πλέον εντυπωσιακές (λογικά και κοινωνικά) συντομεύσεις της σκέψης. Ο Tocqueville δεν σημείωνε ότι αυτό που ενώνει τους πολίτες είναι λιγότερο η λελογισμένη θέληση να είναι μαζί και περισσότερο η ενστικτώδης και οιονεί αθέλητη συμφωνία που προέρχεται από την ομοιότητα συναισθημάτων και απόψεων; Είναι ορθολογικός ο (κοινωνικός) άνθρωπος; Ή μήπως απλά έτσι (πρέπει να) πιστεύουμε ως κληρονόμοι του Διαφωτισμού, παραβλέποντας την παραφροσύνη της ιστορίας μας, αλλά και την καθημερινή τρέλα που μας περιβάλλει;
Από την μία η πολιτική, όπως και η ζωή, είναι πολύπλοκες και πολυεπίπεδες υποθέσεις. Καμία οπτική δεν τις εξαντλεί, οι οργανωμένες γνώσεις που έχουμε -παρά το πληροφοριακό πολιτισμικό μας ντελίριο- είναι πάντα λίγες και οι ερμηνείες που μπορούμε να κάνουμε πάντα «τοπικές». Μιλάμε λοιπόν για γνώση, σκέψη, συλλογισμούς, ξεχνώντας τις παραδόσεις, τις συναισθηματικές υπαγωγές σε συλλογικά ρεύματα, τις ταυτίσεις, τις ετοιμοπαράδοτες κοινοτοπίες… πράγματα που μας εμπλέκουν σε επίπεδο πιο μακροσκοπικό (αναπαραστάσεις, ιδεολογίες, κοσμοθεωρίες), αλλά και πιο καθημερινό, υλικό, κοινωνικό, «ξεκλειδώνοντας» και ρυθμίζοντας τις εντάξεις μας στο φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Τα διάφορα συνήθεια και τελετουργικά που διέπουν τις σχέσεις μας και ενδυναμώνουν το αίσθημα του ότι ανήκουμε σε μια κοινωνία και στις διάφορες συλλογικότητες, είναι ένα καλό παράδειγμα, όπως άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματευόμαστε τις σχετικές κοινωνικές και συμβολικές αντινομίες και αντιφάσεις. Για να το πούμε αλλιώς: η ορθότητα ενός συλλογισμού, όπως και η αυστηρότητα με την οποία θα έπρεπε να διαχειριζόμαστε την κοινωνική μας πολυφασία και την ανάγκη μας για συνέπεια, εύκολα μπαίνουν στο περιθώριο μπροστά στις ανάγκες μας για «νοητική νηνεμία» και μπροστά στα ατομικά και κοινωνικά συμφέροντά μας. Γι’ αυτό και είμαστε όλοι ανεξαιρέτως ιδιαίτερα ανθεκτικοί (ελαστικοί είναι ο επίσημος όρος) με τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις: πόσοι άθεοι δεν βλαστημάνε όταν κάτι δεν τους πάει καλά, πόσοι αντιρατσιστές δεν ιεραρχούν αυστηρά τις κοινωνικές ομάδες, με ξεκάθαρη προτίμηση στην δική τους; Ποιος θα αμφισβητούσε εξάλλου την ικανοποίηση που προσφέρει η καταστρατήγηση των κανόνων, και ιδιαίτερα των λογικών; Γι’ αυτό επίσης και πρώτα βρίσκουμε την θέση που μας αρέσει ή μας «εκφράζει» και μετά αναζητάμε λογικά ή λογικοφανή επιχειρήματα (και στοιχεία) υπέρ της. Γι’ αυτό και στηριζόμαστε σε κάθε είδους στερεότυπα: εννοιολογικά (π.χ. «έτσι μιλάνε οι κομμουνιστές»), τυπικά («θα νικήσουμε γιατί είμαστε οι δυνατότεροι»), επιχειρηματολογικά («όλα είναι σχετικά»). Γι’ αυτό και επικαλούμαστε, το φυσικό, το προφανές, το αυτονόητο, κυρίως μάλιστα όταν οι πολλοί το επιβεβαιώνουν: «αφού όλοι το λένε…!» – μια κοινωνία δεν αξίζει όσο αξίζουν οι συμμορφωτικές δυνάμεις που την κρατάνε ενωμένες; Και ο κατάλογος είναι μακρύς…
-Ακούγοντάς σας αναρωτιέται κανείς γιατί να δίνουμε τεκμηριωμένα και ορθολογικά περιεχόμενα σε ανορθολογικούς ανθρώπους…
Διότι δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ανορθολογικοί! Και ούτε αυτό είναι αιτία να κολακεύουμε ό,τι χειρότερο έχουν, όπως ολοένα και εντονότερα και με περίσσεια ανευθυνότητα και ηδονικό κυνισμό κάνουν οι πολιτικοί μας και όλοι όσοι θέλουν να κατακτήσουν μια θέση στον ήλιο της αναγνώρισης και της επιρροής. Είναι θέμα ζωτικό, ειδεμή λυπάμαι που το λέω αλλά η κατρακύλα θα συνεχιστεί, ακόμα και για τους πλέον καλοπροαίρετους, ευφυείς και ευαίσθητους των πολιτών. Αναρωτιέται κανείς πιο ποσοστό αποχής από τα κοινά (και από τον εαυτό μας τον ίδιο) είναι απαραίτητο για να συνειδητοποιήσουμε ότι κυβερνώντες και κυβερνώμενοι έχουμε μετατραπεί σε ψηφιακά φαντάσματα ανομικών και α-νόητων ακυβέρνητων πολιτειών και ανθρώπων.