Θετική αποτίμηση αλλά αναγκαία η προετοιμασία για το “μετά”…
Είτε η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν δίνει (μόνο) την ευκαιρία για παράταση του άτυπου μορατόριουμ των τελευταίων δέκα μηνών στο Αιγαίο, είτε σηματοδοτήσει μία συνολική αλλαγή κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το αποτέλεσμα των επαφών κατά την περίπου 6ωρη παραμονή του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα αξιολογείται θετικά. Η “σκηνογραφία” ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και οι επί μέρους συμφωνίες των υπουργών δεν πρέπει να υποτιμηθούν- κάποιες απ΄ αυτές, όπως για το μεταναστευτικό, έχουν μεγάλη αξία.
Ο Ερντογάν αξιοποιεί το πέρασμά του από την Αθήνα για να εμφανίσει πρόσωπο καταλλαγής και προσανατολισμό προς μία δυτική “κανονικότητα”, η δε ελληνική πλευρά αξιοποιεί αυτό το μομέντουμ για να πολλαπλασιάσει -κατά το εφικτό- τα οφέλη, δεσμεύοντας (;) τον αναθεωρητή γείτονα σε μία όσο το δυνατόν πιο μακρόχρονη ηρεμία. Η αντοχή της μη δεσμευτικής νομικά Κοινής Διακήρυξης περί Αρχών Καλής Γειτονίας και Φιλίας θα κριθεί τα επόμενα χρόνια, όπως και θα φανεί εάν οι δύο χώρες μπορούν πράγματι να κάνουν το επόμενο βήμα προς έναν ουσιαστικό πολιτικό διάλογο που υπό πολλές και αυστηρές προϋποθέσεις ίσως οδηγήσει σε συνυποσχετικό προς την διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Σήμερα, είναι δύσκολο να ευχηθεί κανείς κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται πως επέτυχε η συνάντηση της Αθήνας και θα επικυρώσει η επόμενη, την άνοιξη στην Άγκυρα.
Κι αυτό διότι:
-Ο Ερντογάν ήταν και παραμένει ο ρυθμιστής της έντασης στο Αιγαίο, υπό την έννοια ότι εκείνος αποφασίζει τι στάση θα κρατήσει έναντι της Ελλάδας ανάλογα με τον γεωπολιτικό του σχεδιασμό και τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες του. Η ταχύτητα με την οποία μετακινήθηκε από τις πολεμικές ιαχές και το “Μητσοτάκης γιοκ” στο “Κυριάκο, φίλε μου” είναι αποκαλυπτική για το πόσο εύκολα μπορεί να συμβεί (ξανά) και το αντίστροφο. Η Ελλάδα δεν μετέβαλε την στάση της όλα τα προηγούμενα χρόνια, παραμένει υπέρ της συνεννόησης και διατηρεί τις κόκκινες γραμμές της. Εφόσον, η κίνηση του Ερντογάν προς την Δύση είναι στρατηγική και όχι ευκαιριακή, η Διακήρυξη της Αθήνας μπορεί να μακροημερεύσει ακόμα και εάν οι διαφορές (διαφορά) παραμένουν σε εκκρεμότητα. Ως προς αυτό, πρέπει να επισημανθεί πώς θα αποδειχθεί σημαντικός ο ρόλος της ίδιας της Δύσης έναντι της Τουρκίας.
Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να ζητήσουν από τον Ερντογάν συγκεκριμένο “οδικό χάρτη” της σύγκλισης που δηλώνει ότι επιθυμεί με την Δύση και να βρουν διαύλους επικοινωνίας, ακόμα και συζήτησης/υλοποίησης κάποιων εκ των αιτημάτων του εάν υλοποιεί τα υπεσχημένα.
-Επίσης, εάν ο πρωθυπουργός -που αναμφίβολα γνωρίζει- αξιολογεί πως υπάρχουν περιθώρια να γίνει και το επόμενο βήμα, από το μορατόριουμ στον πολιτικό διάλογο, τότε οφείλει:
να συζητήσει σε βάθος με μερίδα, τουλάχιστον, του πολιτικού συστήματος που συγκλίνει στην βασική αρχή της συνεννόησης, και να επιδιώξει συναίνεση. Πρώην πρωθυπουργοί και εξέχοντες πολιτικοί παράγοντες, εκτός των προέδρων συγκεκριμένων κοινοβουλευτικών κομμάτων και ομάδων, μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο προς μία τέτοια κατεύθυνση και δεν πρέπει, ως εκ τούτου, να μείνουν εκτός της ενημέρωσης και του εθνικού μετώπου. Εφόσον, ο πρωθυπουργός επιδιώξει να χειριστεί μόνος του το μείζον αυτό (εθνικό) θέμα επικαλούμενος την πολιτική κυριαρχία του κόμματός του και την ευρεία πρόσφατη εκλογική του νίκη, τότε αργά ή γρήγορα κινδυνεύει να βρεθεί απέναντι σε ισχυρές εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις εκείνων που εμπορεύονται τον πατριωτισμό. Η πρόσφατη ιστορία τοξικού χειρισμού της επίλυσης του Μακεδονικού από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει δημιουργήσει ισχυρά υπερδεξιά και ακροδεξιά ερείσματα στην κοινωνία που αντιστρατεύονται κάθε προσπάθεια συνεννόησης με την Τουρκία και τρέφονται με εχθροπάθεια.
Γι αυτό και εφόσον ο πρωθυπουργός θεωρεί πως κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον η ευχάριστη ατμόσφαιρα της επίσκεψης του Ερντογάν στην Αθήνα μπορεί ή και πρέπει να περάσει σε μία νέα φάση οριστικής αντιμετώπισης του ζητήματος, οφείλει να υπερβεί τα πολιτικά και κομματικά σύνορα εντός των οποίων αισθάνεται ισχυρός και να μοιραστεί την ευθύνη. Πολιτικά θα ήταν, άλλωστε, καλό και για τον ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, μία αλλαγή κλίματος στα ελληνοτουρκικά απαιτεί αναθεώρηση της εθνικής στρατηγικής και προετοιμασία της κοινωνίας. Η αναφορά στην Χάγη που γίνεται από αρκετούς (και στη Ν.Δ) δεν είναι κάτι απλό και εύκολο. Προϋποθέτει, μεταξύ πολλών άλλων, και συνειδητοποίηση της κοινής γνώμης ως προς την εξ ορισμού (διαιτησία γαρ) ανάγκη συμβιβασμών.
Εν κατακλείδι, ο διάδρομος ηρεμίας που φαίνεται ότι ανοίγει είναι θετική εξέλιξη και πιστώνεται στην κυβέρνηση. Η διαδικασία, όμως, δεν έληξε. Αντιθέτως, μόλις τώρα αρχίζει. Χωρίς αφέλειες για κάποια μετάλλαξη της Τουρκίας, χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς συνεννοήσεις στο παρασκήνιο και αιφνιδιασμούς του πολιτικού συστήματος και της κοινής γνώμης.