The Times:Τι ψηφίζουν οι Βρετανοί για την επιστροφή ή μη των Γλυπτών του Παρθενώνα
Η ηλεκτρονική έκδοση των Times του Λονδίνου αναφέρεται στο ζήτημα της επιστροφής ή όχι των Γλυπτών – «Μαρμάρων». Διεξάγει debate με επιχειρήματα υπέρ και κατά της ελληνικής διεκδίκησης όπως τα αναπτύσσουν δύο αρθρογράφοι του, ενώ φιλοξενεί και ψηφοφορία που έως την ίδια ώρα έδινε αποτέλεσμα 59% υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών επί σχεδόν 5.600 συμμετασχόντων σε αυτή.
Ειδικότερα, δύο αρθρογράφοι της εφημερίδας, καταγράφουν με επιχειρήματα τις θέσεις του, ο ένας υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Αθήνα και ο άλλος κατά.
Υπέρ της ελληνικής θέσης τάσσεται ο συγγραφέας και αρθρογράφος των Times, Τζέιμς Μάριοτ, ο οποίος αναφέρει τα εξής:
«Επισκεπτόμενος τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Λονδίνο, νιώθεις τη μελαγχολία της εξορίας. Η ψηλοτάβανη, χωρίς παράθυρα, αίθουσα με τους λευκούς τοίχους στην οποία εκτίθενται μου θύμιζε πάντα φυλακή. Οι τουρίστες — ήδη εξουθενωμένοι από τα υπέροχα, πολιτισμικά επιτεύγματα των Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων και των Ασσυρίων — περνούν με μισή καρδιά στις μάχες των Κενταύρων και των Λαπιθών και των εορτασμών των Παναθηναίων. Μακριά από το σπίτι τους και αποκομμένα από το πλαίσιό τους, τα μάρμαρα έχουν στερηθεί το παράξενο χάρισμα που ταιριάζει στα πολύ αρχαία αντικείμενα: τη δύναμη να εμπνέουν μια ευφάνταστη σύνδεση με το παρελθόν» αναφέρει ο αρθρογράφος σημειώνοντας πως το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της επιστροφής τους. «Είναι συναισθηματικό, όχι λογικό».
Ο Τζέιμς Μάριοτ συνεχίζει λέγοντας:
«Όπως επισημαίνουν όσοι τάσσονται υπέρ της παραμονής στη Βρετανία των μαρμάρων, είναι λάθος να λέμε ότι τα μάρμαρα ‘ανήκουν’ στους σύγχρονους Έλληνες. Έχουν τόση σχέση με τους αρχαίους Έλληνες όσο εμείς με τους Κέλτες της ύστερης εποχής του Χαλκού… Όποιος, όμως, έχει επισκεφτεί την Αθήνα ξέρει ότι τα μάρμαρα πρέπει να είναι εκεί. Στην Ελλάδα, όπου κάθε ελαιώνας έχει κι ένα κομμάτι ναού ή ένα αρχαίο αμφιθέατρο, το κλασικό παρελθόν μοιάζει μαγικά κοντά με έναν τρόπο που δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί στο Λονδίνο». Στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα αισθάνεσαι το απόμακρο της ζωής του αρχαίου κόσμου. Ομολογουμένως, δεν το καταλαβαίνεις αυτό στο Bloomsbury. Τα ιστορικά έργα τέχνης αντλούν τη σημασία τους από τον τρόπο που δουλεύουν στη φαντασία αυτών που βρίσκονται στο παρόν. Στο Λονδίνο τα μάρμαρα μοιάζουν παράξενα και χωρίς νόημα. Στην Αθήνα, στην όμορφη αίθουσα που έχει ετοιμαστεί γι’ αυτά με θέα στην Ακρόπολη, θα ανακτούσαν την πρέπουσα δύναμή τους».
Στην αντίπερα όχθη των επιχειρημάτων, ο Πάτρικ Κιντ, υπερθεματίζει για την παραμονή τους στο Βρετανικό μουσείο, χαρακτηρίζοντας τον Έλγιν ως διασώστη τους.
«Τα Ελγίνεια Μάρμαρα είναι τυχερά που επέζησαν για να αποτελούν σήμερα αντικείμενο διεκδίκησης, 2.500 χρόνια αφότου σμιλεύτηκαν από τους κορυφαίους γλύπτες της Αθήνας. Οι Έλληνες δεν ήταν προσεκτικοί φύλακες των θησαυρών τους. Το υπέροχο γλυπτό από χρυσό και ελεφαντόδοντο του Φειδία της προστάτιδας θεάς εξαφανίστηκε την πρώτη χιλιετία και ο Παρθενώνας που είδε ο Λόρδος Έλγιν πριν από 200 χρόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα ερείπιο αφού χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία, τζαμί και αποθήκη πυρομαχικών. Αν ο Έλγιν δεν αγόραζε νόμιμα τα γλυπτά από τους τότε Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, λίγα θα είχαν απομείνει τώρα και ό,τι θα είχε απομείνει θα είχε υποστεί μεγάλη ζημιά από το νέφος της Αθήνας. Αυτό μπορεί να ήταν ταιριαστό για τον Μπάιρον, ο οποίος αντιτάχθηκε στον Έλγιν, αν και προτίμησε οι πέτρες να παραμείνουν διάσπαρτες στην Ακρόπολη, μία εγκατάλειψη που ταίριαζε στον ρομαντισμό του», υποστηρίζει ο Βρετανός δημοσιογράφος.
«Έχοντας σώσει τα γλυπτά, η Βρετανία επί σχεδόν 200 χρόνια τα εμφανίζει σε περίοπτη θέση στην καρδιά του Λονδίνου, έτσι ώστε επισκέπτες από όλο τον κόσμο να μπορούν να μελετήσουν, να εκτιμήσουν και να αντιγράψουν την ποιότητα κατασκευής τους από κοντά. Έγιναν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Βρετανίας και, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας συλλογής και όχι απλώς μιας αυτόνομης γκαλερί αθηναϊκής τέχνης, μπορούν να κατανοηθούν ως μέρος της μακράς παγκόσμιας ιστορίας της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. Και διπλάσιοι άνθρωποι μπορούν να τα απολαύσουν» σημειώνει ο αρθρογράφος, υπογραμμίζοντας ότι «το Βρετανικό Μουσείο δέχεται έξι εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο. Η Ακρόπολη δυσκολεύεται να διαχειριστεί τρία εκατομμύρια και αναγκάστηκε να περιορίσει τον αριθμό των επισκεπτών φέτος».
«Τα ‘Ελγίνεια Μάρμαρα’ δεν μπορούν ποτέ να επανενωθούν πλήρως. Η θέση του Έλληνα πρωθυπουργού να τα παρομοιάζει με μια Μόνα Λίζα κομμένη στα δύο, ή το σχόλιο του Νιλ Κίνοκ [σσ: ηγέτη των Εργατικών] στη δεκαετία του 1980 ότι είναι σαν ένα χαμόγελο με ένα δόντι που λείπει, αγνοούν τα μεγάλα κενά που υπήρχαν από καιρό στη συλλογή.
Πάρα πολύ μεγάλο μέρος του γλυπτού χάθηκε πριν από τον Έλγιν και ό,τι έχει απομείνει απλώνεται σε εννέα μουσεία, με θραύσματα να εκτίθενται επίσης σε πόλεις όπως το Παρίσι, η Κοπεγχάγη και το Μόναχο. Θα ήταν το καλύτερο και για τους δύο κόσμους να επιτρέψουμε στην Αθήνα, τη γενέτειρά τους, και το Λονδίνο, τον σωτήρα τους, να συνεχίσουν να μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής»