Μέλπω Λεκατσά /Η φαρμακοποιός στο Πολυτεχνείο: “Ήταν σα να ετοιμαζόμασταν οι 300 του Λεωνίδα – Δεν τους συγχώρεσα ποτέ”
Για τον εφιάλτη που είχε βιώσει στο Πολυτεχνείο πριν από 50 χρόνια μίλησε η Μέλπω Λεκατσά.Ως φοιτήτρια στη Φαρμακευτική τότε έστησε μαζί με άλλους φοιτητές ένα πρόχειρο φαρμακείο για τους τραυματίες. Η Μέλπω Λεκατσά, όπως διηγείται, μιλώντας στο OPEN, μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τη συνέλαβαν και τη βασάνισαν στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Μέλπω Λεκατσά: «Η δικτατορία με βρίσκει στην πρώτη Λυκείου. Όπως όλα τα παιδιά θα πηγαίναμε σε έναν υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Πάμε στο σχολείο και μας λένε γυρίστε σπίτια σας. Έγινε δικτατορία. Γυρίζω σπίτι μου και ακούμε από το ραδιόφωνο εμβατήρια. Ήξερα μόνο κάποιες χούντες που άκουγα και κυρίως του Φράνκο, δεν ήμουν εξοικειωμένη. Βλέπω όμως την μητέρα μου να τραβά τα μαλλιά της, να μου λέει ‘’το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, έγινε σήμερα’’. Η μητέρα μου ήταν Επονίτισσα, στα 14 ήταν στο βουνό, από μια λαϊκή φτωχή συνοικία του Κερατσινίου, με μεγάλο αγώνα για να επιβιώσει. Ο πατέρας μου ήταν γόνος οικογένειας του Κολωνακίου, αλλά ποτέ δεν είχαμε δεξιό στην οικογένεια. Ήταν Βενιζελικοί, Παπανδρεϊκοί. Μετά άρχισα να λέω πως πρέπει να διαβάσω, να μάθω τι είναι δικτατορία, δεν ήξερα. Προσπαθούσα με ότι βιβλία είχα στο σπίτι, με δανεικά, από άλλα σπίτια να μάθω. Θέλω να διαβάσω για τα κινήματα, να ενωθώ με τις ιδέες των ανθρώπων. Μπαίνω στο Πανεπιστήμιο και δεν υπήρχε άνθρωπος που μπαίνει στο Πανεπιστήμιο μετά το ’68, εγώ μπήκα το ’71, που δεν θα καταλάβαινε πως κάτι έχει αλλάξει. Φοβόμαστε. Στα αμφιθέατρα έβλεπες ανθρώπους του καθεστώτος, της ασφάλειας που παρακολουθούσαν μην τυχόν και γίνει μια απρεπής ερώτηση. Τι να γίνει τώρα στη Χημεία και τα Μαθηματικά; Κοιτούσαν ποιος κάνει παρέα με ποιον. Οι αριστερές οργανώσεις είχαν αποδεκατιστεί με το που γίνεται η χούντα. Οι άνθρωποι που ήταν γνωστοί, ήδη είχαν καλεστεί στην ασφάλεια και είχαν συρρικνωθεί».
Η Μέλπω Λεκατσά συνεχίζει: «Κατεβαίνω στο Πανεπιστήμιο μια μέρα και δεν μου μιλάει κανείς. Πάω στη φοιτητική λέσχη και βλέπω διορισμένο συμβούλιο φαρμακευτικής, αντιπρόεδρος Μέλπω Λεκατσά. Χωρίς εκλογές. Με πιάνει το επτανησιώτικο και το παίρνω το χαρτί και το κάνω κομμάτια. Στα δευτερόλεπτα με έχουν συλλάβει και με πάνε στην ασφάλεια. Και εκεί αρχίζει ανακρίσεις. Με βάζουν στη λίστα. Γιατί θεωρούσαν τον πατέρα μου εθνικόφρονα. Φακελώθηκα και από τότε είχα έναν από πίσω μου».
«Γράφει ιστορία το αίμα»
«Στο Πολυτεχνείο δεν πρόλαβα να κλονιστώ. Ήταν σαν να ετοιμαζόμαστε οι 300 του Λεωνίδα. Ένιωθες ότι είσαι στο μικρό αλωνάκι. Κανείς δεν το περίμενε. Παρασκευή μεσημέρι ειδοποιούν τις οργανώσεις ότι έχουμε μια πληροφορία πως θα χτυπήσουμε με τανκς. Ο στρατός θα επέμβει. ”Φύγετε, να σωθούν τα στελέχη”. Εγώ δεν ήμουν σε καμία οργάνωση. Ήμουν το αυθόρμητο σπουργιτάκι που πήγαινε από δω, από κει όπου μπορούσα να βοηθήσω. Και δεν έφυγε κανείς. Ένιωθα πως είμαι ένα κομμάτι μιας πολύ μεγάλης ομάδας που παλεύουμε για τα δίκια μας. Δεν το είδα το τανκς, έφυγα από πίσω μισή ώρα νωρίτερα για να γλιτώσω τη σύλληψη. Το έβλεπα απέναντι το τανκς. Είπαμε λίγα άτομα να φύγουμε από την πίσω πόρτα, να σωθούμε, να χαθούμε μέσα στην Αθήνα γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Άτρωτοι. Δεν είχαμε καμία συναίσθηση με την πραγματικότητα. Ότι θα γράφαμε ιστορία δεν το είχαμε καταλάβει. Εάν δεν είχε χυθεί το αίμα, δεν είχαμε νεκρούς, νεκρούς, νεκρούς, διότι κοντεύουν να μας τρελάνουν πως δεν υπήρχαν νεκροί. Και ένας να υπάρχει νεκρός, το αίμα, θέλει εκδίκηση. Γράφει ιστορία το αίμα. Εάν δεν είχε επέμβει η χούντα, δεν θα είχε γίνει και αυτή η ρωγμή στο καθεστώς.
Η κυρία Λεκατσά παρουσίασε και μια φωτογραφία με μια σοκολάτα ΙΟΝ πάνω στην οποία έγραφε σημειώσεις όσο βρισκόταν στα κελιά στο Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ-ΕΣΑ), όπου όπως διηγείται το «μενού» ήταν «ξύλο, πάρα πολύ ξύλο».
Στο χαρτί της σοκολάτας έγραψε: «Ήρθε ο γιατρός, και με είδε. Είμαι φοβερά χάλια. Ο χωρισμός μου και η ανησυχία μου από τους δικούς μου, με κάνει συνεχώς να κλαίω». «Με πήγαν και με πλύνανε μια μέρα και περίμενα πως κάτι θα συμβεί. Φέρανε τον πατέρα και την μάνα μου…».
Στη συνέχεια, η κυρία Λεκατσά αναφέρει πως έχει συναντήσει δύο από τους ταγματάρχες – βασανιστές. «Τον είδα στη λαϊκή της Νέας Ιωνίας, να κουβαλάει τα μπαγκάζια που είχαν ψωνίσει με την γυναίκα του. Γιατί αυτός είναι καλός χριστιανός, είναι ο πολύ καλός οικογενειάρχης. Αυτά είναι τα όλα ψέματα που μας λένε για τους εθνικόφρονες, τους καλούς οικογενειάρχες. Εμείς δεν είμαστε εθνικόφρονες, δεν αγαπάμε την πατρίδα μας. Της τα κουβάλαγε, έλεγε το κορίτσι μου, περήφανος για το παιδί του. Μου έλεγε να μοιάσω στο δικό του παιδί, με έλεγε πόρνη», θυμάται.
Τον άνθρωπο αυτό τον συνάντησε έπειτα από 10 χρόνια και όπως διηγήθηκε, δεν του είπε τίποτα για τον εφιάλτη του Πολυτεχνείου.