Το αναπτυξιακο υποδειγμα παραμενει οικονομικα, κοινωνικα, κλιματικα μη βιωσιμο
Ολοένα και περισσότερες μελέτες (S.Dixson-Decleve et al: Terres pour tous, Oκτώβριος 2023) αποδεικνύουν ότι η υλοποίηση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνέβαλε καθοριστικά, μεταξύ άλλων, στην κυριαρχία των Αγορών, στα υψηλά τεχνολογικά κέρδη , στη συρρίκνωση των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών και στον περιορισμό του πεδίου σχεδιασμού και άσκησης των δημόσιων και κοινωνικών πολιτικών.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Τα αποτελέσματα αυτής της βίαιης και άνισης μετάβασης, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, επέφεραν, μεταξύ άλλων, την κλιματική κρίση, την φτωχοποίηση του πληθυσμού, την διεύρυνση των ανισοτήτων, την δημογραφική κρίση και γενικότερα την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου στη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Στο πλαίσιο αυτό το Κράτος δεν κατέρρευσε, άλλαξε τον ρόλο του και τον λειτουργικό του χαρακτήρα από ρυθμιστή της παραγωγής, της κατανομής και της αναδιανομής των πόρων σε εγγυητή της «θεσμοποιημένης θέσπισης» της Αγοράς, της υπερ-κερδοφορίας και της παραγωγής εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με άμεσες συνέπειες, μεταξύ άλλων, την αύξηση των τιμών των ιδιωτικοποιημένων αγαθών και υπηρεσιών, την επιδείνωση της ποιότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Στις συνθήκες αυτές η κριτική που ασκείται από τις κοινωνικές επιστήμες στο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα συνίσταται ουσιαστικά στην αμφισβήτηση του ρόλου και του χαρακτήρα του Κράτους από το ίδιο το Κράτος. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι από την δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα το μέσο εισόδημα των επιχειρηματιών έχει αυξηθεί κατά 1400%(S.Dixson-Decleve et al, Οκτώβριος 2023).
Έτσι, στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς το υπόδειγμα της παραγωγικής οικονομίας μετεξελίχθηκε σε μία χρηματοπιστωτική οικονομία βασισμένη στην αξία των μετοχών. Επιπλέον, στις επικρατούσες επιλογές της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο ο ανταγωνισμός μεταξύ των χρηματοπιστωτικών παραγόντων ενθάρρυνε την ανάληψη κινδύνων για την αύξηση της κερδοφορίας τους με την αύξηση του αριθμού των δανειζόμενων χωρών (χαμηλό επίπεδο επιτοκίου) και του δημόσιου χρέους τους(Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 21/6/2023). Από την άποψη αυτή η ελληνική οικονομία για παράδειγμα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση, με την έννοια ότι το 2009 είχε ΑΕΠ 239 δις ευρώ σε πραγματικές τιμές , δημόσιο χρέος 288 δις ευρώ(120% του ΑΕΠ) και κοινωνικό χρέος που αντιπροσώπευε μόλις το 9,5% του δημόσιου χρέους, συντελέσθηκε η επιβολή των Μνημονίων, ενώ « υπήρχε καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής και της ελληνικής κρίσης»(Τζ.Στίγκλιτς,Βήμα 23/7/2023).