Ο (και) ποιητής Παντελής Μπουκάλας εκ βαθέων στο libre: Πώς θα σχολίαζε ο Καραϊσκάκης την επικαιρότητα;

 Ο (και) ποιητής Παντελής Μπουκάλας εκ βαθέων στο libre: Πώς θα σχολίαζε ο Καραϊσκάκης την επικαιρότητα;

Ο Παντελής Μπουκάλας είναι πολλά πράγματα μαζί. Εγώ απέναντί μου είχα τον ποιητή. Τον πολυπράγμονα ποιητή και διανοούμενο, που ξέρει να αγγίζει το φορτίο της μνήμης, να υπάρχει συνειδητά στο παρόν και να αγωνίζεται για το μέλλον. Από το Λεσίνι του Μεσολογγίου και την Καλλιθέα της πρώτης νεότητας μέχρι σήμερα, ο Παντελής Μπουκάλας δρα με την περιέργεια και τη μαχητικότητα του ανθρώπου που ξεκινά τώρα.

Αυτόν τον καιρό, ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» και το studio Μαυρομιχάλη παρουσιάζουν το καινούριο έργο του «Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και το φάσμα των φατριών», σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, Στέλλας Κρούσκα και Κλεοπάτρας Τολόγκου.

  • «Το θέατρο (και η λογοτεχνία γενικότερα) είναι τέχνη της απορίας και των ερωτημάτων, όχι των τελεσίδικων απαντήσεων, και μάλιστα σε ζητήματα για τα οποία η ιστοριογραφία δεν συμφωνεί στις προσεγγίσεις και τα συμπεράσματά της».

Θέατρο, ποίηση, δοκίμια, έρευνα, δημοσιογραφία, άνθρωποι, άνθρωποι, «αγάπη που απλώς συμβαίνει» κι όλα αυτά γιατί η ζωή στην περίπτωση του Παντελή Μπουκάλα έχει το δικό της αυθύπαρκτο σχήμα.

Συνέντευξη

-Κύριε Μπουκάλα, γνωρίζοντας κάποια κομμάτια της Αιτωλοακαρνανίας, ενός απέραντου τόπου με βουνά, λίμνες και ποτάμια, αλλά και το Μεσολόγγι συγκεκριμένα, σκέφτομαι ότι ένα μέρος από ό,τι είστε σήμερα -αναπόφευκτα- έχει τις ρίζες του σ’ αυτή την ταπεινότητα και περηφάνια της Ρούμελης. Ήσασταν παιδί, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα η οικογένεια στην Αθήνα. Πώς θυμάστε εκείνα τα χρόνια, τότε που τα μάτια και τα αυτιά δούλευαν για τις πρώτες μεγάλες καταγραφές;

Την Αιτωλοακαρνανία ακόμα τη μαθαίνω. Παραείναι μεγάλη και ποικίλη. Και αδικημένη. Από το κεντρικό κράτος, από τους πολιτευτές της, από μας τους ίδιους που την κατοικούμε ή καταγόμαστε από κάποιο σημείο της. Αρκεί να πω ότι τα έργα της τρανής χαράκτριας Βάσως Κατράκη, χαρισμένα από την ίδια και την οικογένειά της στο αδρανές Μουσείο που φέρει το όνομά της στον τόπο της καταγωγής της, το Αιτωλικό, που ανήκει στον Δήμο Μεσολογγίου, καταστρέφονται επειδή ουδέποτε εγκαταστάθηκε σύστημα εξαερισμού και κλιματισμού. Κρίμα και ντροπή. Πήγαινα στην  τετάρτη του εξαταξίου τότε Γυμνασίου όταν μετακόμισε στην Αθήνα η οικογένειά μου, η απίστευτα γενναία μάνα και τέσσερα αδέρφια, δύο και δύο. Στην Καλλιθέα συγκεκριμένα. Το ’71. Για να μάθουμε γράμματα. 

Το σχολείο, πάνω από τη Χαροκόπου, ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας, κι έτσι το πρωί ανηφορίζοντας προλάβαινα να κάνω σιωπηρή επανάληψη όλα τα μαθήματα. Θυμάμαι ακόμα με πολλή αγάπη τους φιλολόγους μου, και ξέρω ότι με θυμούνται και αυτοί. Όπως θυμάμαι και την πρώτη φορά που πήγαμε κάτι σαν εκδρομή στο Ελ Πάσο, το γήπεδο της Καλλιθέας, κι έπαιξα μπάλα σε σχεδόν κανονικό γήπεδο. Τρελαινόμουν από παιδί για το «κλοτσοσκούφι». Όταν φοιτούσα στην Οδοντιατρική, με την αυτόνομη Ομάδα Φοιτητών που συγκροτήσαμε το 1979, μοιράζαμε εξ ημισείας τις ελεύθερες εργαστηρίων και κλινικών ώρες μας στις συνεδριάσεις μας και στα διπλά επί χόρτου ή επί τσιμέντου. Πάθος.

Μου πήρε καιρό για να πάψω να νιώθω βλαχάκι. Στο σπίτι πάντως δεν πάψαμε ποτέ να μιλάμε τα οικονομικότατα μεσολογγίτικά μας. Δέκα συλλαβές τα «πολιτικά», της πρωτεύουσας; Τέσσερις εμείς, άντε πέντε. Πολύ πιο βλαχάκι βέβαια είχα νιώσει όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, στο σύνορο από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Με είχαν φέρει τα μεγαλύτερα πρωτοξάδερφά μου ένα καλοκαίρι, να δω την Αθήνα. Θυμάμαι σαν και τώρα το πρώτο μου προσκύνημα στην Ακρόπολη, την πρώτη φορά που άκουσα λαϊκή ορχήστρα, στην «Αίγλη» του Ζαππείου, την πρώτη φορά που είδα ταινία στο σινεμά, τους Γενναίους του Μπρανκαλεόνε, στους Αμπελόκηπους. Στο χωριό, στα χωριά του ’60 γενικώς, περνούσε αραιά και πού ο στρατός για να προβάλει στην πλατεία ταινίες επιλεγμένες από τους αρμόδιους της ΕΗΔ, της Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης. Ευτυχώς υπήρχαν και οι πλανόδιοι καραγκιοζοπαίχτες. Και οι ιστορίες του παππού Παντελή και της βάβας Ασήμως.

Στην Καλλιθέα πάντως πηγαίναμε συχνά κινηματογράφο με τ’ αδέρφια μου. «Σινέ  Σινάν». Ένα εισιτήριο – δύο ταινίες. Η μία ελληνική κωμωδία ή καουμπόικο (από τότε είμαι με τους Ινδιάνους, κάθε λογής Ινδιάνους), η άλλη οπωσδήποτε τούρκικη. Χούλια Χότσιγιτ, Τουρκιάν Σοράι… Είχε και η Καλλιθέα τους πρόσφυγές τους από τη Μικρασία και τους απογόνους τους. Που δεν χρειάζονταν μεταφραστικούς υπότιτλους για να παρακολουθήσουν το μελό της οθόνης.

-«Από μικρός διάβαζα πολύ», έχετε πει. Κατακτούσατε μιαν ελευθερία που σας έκανε, ας πούμε, πιο διεκδικητικό;

Το μόνο που διεκδικούσα, που μπορούσα να διεκδικήσω σαν παιδί αγροτικής οικογένειας στα χρόνια του 1960, ήταν βιβλία, περισσότερα βιβλία. Περισσότερες γραμμένες σελίδες κάθε λογής. Βιβλιοθήκη άργησα πολύ να αποκτήσω, αλλά ήταν να μη βάλω μπρος. Τώρα είναι βιβλιοθήκη ολόκληρο το σπίτι.

Το διάβασμα είναι πέρασμα, ταξίδι σε άλλους κόσμους, πότε τερπνούς και πότε στενάχωρους. Αν θα ελευθερωθείς ή θα αιχμαλωτιστείς, αν θ’ ανοίξει το μυαλό σου και θα πληθύνει ή θα στενέψει, εξαρτάται από τα βιβλία που θα κινήσουν την περιέργειά σου στην κρίσιμη εφηβική και μετεφηβική ηλικία, κι αν θα βρεθεί ένας καλός άνθρωπος να σου πει δυο φρόνιμες κουβέντες χωρίς να θέλει να σε χειραγωγήσει.

Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως έχεις κλίση προς την ανάγνωση ποίησης, αλλιώς θα δεις την τέχνη αυτή και τον κόσμον όλο αν μπεις στον αστερισμό του Καρυωτάκη, για παράδειγμα, και μείνεις εκεί. Και αλλιώς αν μπεις στον αστερισμό του Ελύτη, και πάλι παραδείγματος χάριν, και μείνεις επίσης εκεί (δεν παραβλέπω μολαταύτα τον καρυωτακικό χρωματισμό σε ποιήματα των δύο τελευταίων ελυτικών ποιητικών συλλογών). Διαβάζοντας ανεξίθρησκα και πολυσυλλεκτικά, δηλαδή και Καρυωτάκη και Ελύτη, και Σολωμό και Σούτσους, και Παλαμά και Καβάφη, και Ρίτσο αλλά και Αναγνωστάκη και Κατσαρό και Πατρίκιο και Αλεξάνδρου, έχεις πολύ περισσότερες πιθανότητες να ελευθερωθείς από προκαταλήψεις και στερεότυπα είτε υμνητικά είτε κρημνιστικά. Και σαν περισσότερο ελεύθερος είσαι -οφείλεις να είσαι- και περισσότερο υπεύθυνος, αλλιώς δεν γίνεται. Αν η ελευθερία σου δεν δουλεύει και υπέρ των άλλων, πάει στράφι.

-Η απλότητα στη γραφή είναι κάτι που υπάρχει ή κάτι που μαθαίνεται με κόπο και ιδρώτα; Είστε ποιητής. Αν έπρεπε ένα και μόνο βίωμα να ορίσει την ποίηση ως μονόδρομο για εσάς, ποιο θα ήταν;

Τίποτε πιο δύσκολο από την απλότητα. Αργείς πολύ να την κατακτήσεις, και μπορεί να μην το πετύχεις και ποτέ. Χρειάζεται οξύτατη ακοή, ν’ ακούς γύρω σου, τη μάνα σου, τους συντοπίτες σου, τον κόσμο γενικώς. Η όραση, σαν διάκονος της ανάγνωσης, μπορεί και να σε μπλέξει, αν σε οδηγήσει γητεμένο σε δρόμους μιμήσεως περίπλοκων γραφών.

Πρωταρχικό ή ριζικό βίωμα; Ο θάνατος, τι άλλο σφοδρότερο και μονιμότερο. Ο θάνατος του πατέρα μου του Σπύρου το 1962, ο θάνατος της μάνας μου της Κατερίνης το 1980 και, τελεσίδικα, ο θάνατος του γιου μου τού Σπύρου· σκοτώθηκε το 2011, στα λαμπρά είκοσί του.

Η λύπη με περίμενε βαρύτατη από τα πέντε μου, όταν σκοτώθηκε από χτύπημα αλόγου ο πατέρας μου. Πλήρωσε και αυτός μια κατάρα του Κοσμά του Αιτωλού κατά των ιδρυτικών οικογενειών του χωριού μου, που δεν του έδωσαν λέει νερό να ξεδιψάσει παρά του έδειξαν τον Αχελώο. Από θάνατο σε θάνατο πορεύτηκε έκτοτε το σόι, όπως φοβάμαι αναρίθμητα σόγια.

«Με καιρό και με κόπο», για να το πω σολωμικά, πίστεψα στον άνθρωπο-δέντρο, όχι στον άνθρωπο-φύλλο, κι αυτό θέλησα να δείξω από το «Οπόταν πλάτανος» του 1999 έως το «Ο Χριστός στα χιόνια» του 2022. Εκ των υστέρων μετανιώνω που δεν έβαλα μότο στο «Οπόταν πλάτανος» το ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου «Μέσα στις πέτρες», από τη συλλογή του Ευθύτης οδών του 1959: «Κι όμως δεν αυτοκτόνησα. /

Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο; / Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος /

με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς /

με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες».

-Με τη δημοτική ποίηση έχετε σχέση αίματος. Αν είχατε απέναντί σας έναν έφηβο, πώς θα του εξηγούσατε το περιεχόμενο αυτής της φράσης;

Θα του έβαζα ν’ ακούσει το κλαρίνο του Χαλκιά, του Τάσου ή του Πετρολούκα. Ή το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου, για να μη μένουμε μόνο στους παλαιούς. Από τ’ αυτί φτάνεις στο δημοτικό τραγούδι. Έτσι έφτασα κι εγώ (άκοπα και φυσικά) στο χωριό μου, όπου έζησα τα καθοριστικά για κάθε άνθρωπο πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ο ομφάλιος λώρος δεν με συνέδεε μόνο με τη μάνα μου αλλά με όλον τον γύρω κόσμο, ζώντα κα τεθνεώτα.

Κι αν δεν αρκούσε η ακοή, θα προσφεύγαμε και στην όραση. Η ανάγνωση σε βοηθάει να συνειδητοποιήσεις ότι τα δημοτικά δεν είναι απλώς τραγούδια αλλά ποίηση. Προς Θεού, δεν εννοώ ότι φτάνουν όλα τους σε τέτοιο ύψος. Υπάρχουν και κάμποσα που δείχνουν σαν να βγήκαν από κάποια μηχανή αναπαραγωγής μοτίβων και στερεοτύπων. Θα διάβαζα λοιπόν στον/στην έφηβό μας  μία από τις θαυμαστές παραλογές, τη «Μάνα φόνισσα» λόγου χάρη, πιο σκληρή και από τις επεξεργασίας των θυέστειων δείπνων από τους αρχαίους. Ή το «Τραγούδι της προδοσίας του αγίου Γεωργίου». Ή κάποιο από τα πολλά τραγούδια γυναικοκτονίας. Ή ένα από τα κλέφτικα, με την απροσέγγιστη λιτότητα. Ώστε να δει πόσο τολμηρό και ελευθερόφρον είναι το δημοτικό τραγούδι, και με ποια αδέκαστη ευθύτητα κα πληρότητα αποκαλύπτει τη νοοτροπία των προγόνων μας.

-Το λίγο που εμπεριέχει η ζωή, η ακραία ατομικότητα, γεννάει πια ποιητές;

Ποιητές γεννιούνται και θα γεννιούνται με οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη, όποια ιδεολογία κι αν κυριαρχεί περιστασιακά (με την αυταπάτη ωστόσο πως είναι αιώνια), όποιο μοντέλο βίου κι αν λατρεύεται μαζικά. Η ακραία ατομικότητα, γνώρισμα των κοινωνιών που απαρτίζονται από πολυκατοικίδια μέλη, επιδεινώθηκε με το διαδίκτυο, που μας έκλεισε ακόμα πιο βαθιά μέσα στο κουτί όπου μας είχε ήδη εγκαταστήσει η τηλεόραση. Την ίδια στιγμή εντούτοις το ίντερνετ αποτελεί ένα πολύ καλό μέσο για τον σχηματισμό ομάδων και κοινοτήτων.  Δεν είναι αυτή η μοναδική αντίφαση στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι αχθοφόροι αντιφάσεων, εκτός από αχθοφόροι εμμονών.

Οι αντιφάσεις αυτές είναι ένα καλό πεδίο για την καλλιέργεια της ποίησης. Ρόλο διδάχου και παιδαγωγού δεν γίνεται να διεκδικήσει πλέον, μπορεί όμως να συνεχίσει να καταθέτει σελίδες μας πλήρους απογύμνωσης του εγώ μας, μιας επώδυνης αυτοαναγνωριστικής ανασκαφής. Πολιτική πράξη είναι και αυτή.

-Όλες οι λύπες αντέχονται, αν μπορεί να τις βάλεις σε μια ιστορία. Ποιος παίρνει, διαχρονικά, την πρωτοβουλία να πολεμήσει τη λύπη με εγγύτητα;

Το 1976 ο Βύρων Λεοντάρης, ποιητής αλλά και μελετητής της ποίησης  που τον αγαπώ και τον εκτιμώ ιδιαίτερα, τελείωνε τη συλλογή του Μόνον διά της λύπης… με το εξής δίστιχο: «Μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι· μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής». Από κάτω μια χρονολογία: 29.9.1883. Όπως το συνηθίζω όταν μνημονεύω ποιητικά χωρία, ξανακοίταξα τώρα την Ψυχοστασία, τη συγκεντρωτική έκδοση  του Λεοντάρη, με ποιήματα των ετών 1949-1976, για να τσεκάρω λέξη προς λέξη το δίστιχο. Είδα λοιπόν εκεί πως είχα σημειώσει δίπλα στο δίστιχο του Λεοντάρη το όνομα Νίκος Καμπάς. Και ξαναθυμήθηκα  την ιστορία της φράσης, την καταγωγή της, την οποία μόνον εμμέσως δηλώνει ο Λεοντάρης, διά της χρονολογίας που σημειώνει.

Ο ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς λοιπόν αντλεί τη φράση που έγινε και τίτλος της συλλογής του από μια επιστολή του Μυτιληνιού ποιητή και νομικού Νίκου Καμπά (1857-1932), μέλους της λεγόμενης Νέας Αθηναϊκής Σχολής, προς τον Κωστή Παλαμά: «Μην ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι. Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής. Όλοι οι άλλοι παράγοντες εξέλιπον». Από την Αλεξάνδρεια είχε σταλεί το γράμμα, στις 29.9.1883, όταν δηλαδή ο Καμπάς ήταν 26 ετών. Τη μία και μοναδική του συλλογή την είχε εκδώσει το 1880. Ποιήματα δεν ξανάγραψε. Να εικάσουμε ότι δεν ξαναλυπήθηκε, ότι η λαμπρή νομική σταδιοδρομία του στην Αλεξάνδρεια έφραξε όλους τους πόρους της πίκρας; Απίθανο μοιάζει, όπως και να ’χει ωστόσο, η σχέση του με τις Μούσες διακόπηκε πολύ γρήγορα και οριστικά.

Υπάρχει ακόμα -πάντοτε υπήρχε- και μια ποίηση ενθουσιώδης, χαρούμενη, ανενδοίαστα καταφατική προς τη ζωή. Μια ορισμένη ανάγνωση των πραγμάτων εντούτοις, των γραμμάτων δηλαδή, ανάγνωση όχι αναγκαστικά καρυωτακική, θα διατεινόταν ότι η πλουσιότερη πηγή της ποίησης, της λυρικής ποίησης για να προσδιορίσω αυστηρότερα το πεδίο, είναι η λύπη, όχι η χαρά. Όταν η Σαπφώ εισάγει το λυρικό εγώ στην παγκόσμια ποίηση, τον 7ο/6ο αιώνα π.Χ., η «μούσα» της δεν είναι ο συντελεσμένος θρίαμβος του έρωτα, της αγάπης γενικότερα, αλλά  η λύπη που προκαλεί όταν είναι ανολοκλήρωτος, τρωτός, μονόπλευρος ή και ανέφικτος. Περίπου τρεις χιλιετίες τώρα, έχουν γραφτεί, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, και λαμπρά ποιήματα για τον θριαμβεύοντα έρωτα. Τα λυπημένα ποιήματα πάντως υπερτερούν, ποσοτικά οπωσδήποτε και ποιοτικά πιθανότατα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι για πάρα πολλούς ποιητές, στη φράση «μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής», το επίρρημα «εισέτι» περιττεύει. Γιατί μόνον η συνθήκη της λύπης τούς εμπνέει.

Τι κάνεις ποιητικά μ’ αυτή τη λύπη, τι την κάνεις, αυτό είναι το ερώτημα, η διαφορετική προσπέλαση και αντιμετώπιση του οποίου, μαζί βέβαια και με άλλα γνωρίσματα, χωρίζει τους ποιητές σε σχολές, ρεύματα και -ισμούς. Της υποτάσσεσαι άνευ όρων, ειδωλολατρεύοντάς την, με τον κίνδυνο να καταλήξεις σε μια πόζα πίκρας; Υποδύεσαι τον νικητή της; Αναμετριέσαι μαζί της, ανασκάπτοντάς την επίμονα, για να φτάσεις μέχρι τα βαθύτερα στρώματα, για να την εξευμενίσεις ή να την τιθασεύσεις; Ο καθείς και ο τρόπος του, πώς αλλιώς.

-Μ’ αρέσει πάντα να ρωτώ τον άνθρωπο που γεννήθηκε για να γράφει πώς οργανώνει τον χρόνο, που προηγείται της διαδικασίας της γραφής. Τι γράφετε αυτόν τον καιρό; Ο περισσότερος ελεύθερος καιρός ποια σχέδια γεννάει;

Μακάρι να μπορούσα να πω ότι ξέρω και μπορώ να οργανώνω τον προ γραφής χρόνο μου, τουλάχιστον όσον αφορά την ποίηση. Το ποίημα έρχεται την ώρα που δεν το περιμένεις, σε αιφνιδιάζει, σε καταλαμβάνει ολόκληρον. Τρεις οι Μούσες ή εννιά, έτσι περίπου τις φαντάζομαι, σ’ αυτόν τον ρόλο. Αμέσως έπειτα όμως σε αφήνουν  μόνο. Και πρέπει εσύ να καταλάβεις αν έχουν νόημα και ρυθμό οι αράδες που γεννήθηκαν πάνω στο χαρτί. Και, δια της λογικής πλέον και τις περί αισθητικής αντιλήψεις σου, ψυχρά δηλαδή, να δουλέψεις αυτό που παρήχθη σε υψηλή θερμοκρασία. Στο πρώτο μου κιόλας βιβλίο, τον Αλγόρυθμο του 1980, είχα ένα ποιηματάκι, τρεις αράδες όλες κι όλες, σύνολο λέξεων οχτώ: «Τούτο το ποίημα / δεν είναι άλλο· / με γράφει». Ο τίτλος του, «Με», με όριζε ως αντικείμενο της γραφής.

Η συνταξιοδότησή μου και η μερική «αποστράτευσή» μου από την Καθημερινή, όπου γράφω πλέον δύο φορές την εβδομάδα, Κυριακή και Τρίτη, και όχι έξι, δεν αύξησε σημαντικά τον χρόνο που με μεγάλη γενναιοδωρία αποκαλούμε ελεύθερο. Έτσι κι αλλιώς, όσο με θυμάμαι, δουλεύω πάντα σε δύο, τρία ή και τέσσερα «μέτωπα γραφής» ταυτόχρονα. Καθημερινή υπόθεση το δημοσιογραφιλίκι, σχόλιο, επιφυλλίδα και κριτική βιβλίου, δεκαετίες τώρα, και συγκεκριμένα από το 1987. Καθημερινή και η διόρθωση ή η επιμέλεια κειμένων (από το ’75-’76 αυτή), ένα εξαιρετικό γλωσσικό φροντιστήριο. Με την είσοδο στον 21ο αιώνα προστέθηκε η μετάφραση αρχαιοελληνικού λόγου, κυρίως ποιητικού.

Τέλη Σεπτέμβρη τελείωσα με ένα θεατρικό μου, «Ο Πέτρος της Μάνης – Ένας διπλός μονόλογος», που παίζεται στο Studio Μαυρομιχάλη, σε σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή, και ξανάπιασα να δουλεύω, ταυτόχρονα, τα ποιήματα της Σαπφώς  και τον πέμπτο τόμο των δοκιμίων μου για το δημοτικό τραγούδι, η οποία έχει τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω». Ο νέος τόμος της «δημοτικολογιάδας» μου, δίδυμος του αμέσως προηγούμενου, διερευνά τις ερωτικές σχέσεις, όπως αμερόληπτα τις αφηγούνται τα δημοτικά μας τραγούδια, ανάμεσα σε Ελληνίδες και Έλληνες με Βούλγαρους Τσιγγάνους, Εβραίους και Φράγκους.

Όσο για την κορυφαία λυρική ποιήτρια, μετέφρασα την ποίησή της για την ωραία παράσταση της Ρηνιώς Κυριαζή «Σαπφώ καταστερωμένη», στον πανέμορφο Λόφο των Νυμφών, στο παλιό Αστεροσκοπείο, και τώρα παλεύω με τον σχολιασμό και την εισαγωγή, για να εκδοθούν σε βιβλίο, πάντα στην «Άγρα». Θα εγκαινιάσω έτσι, με μεγάλη καθυστέρηση, μια δεύτερη σειρά, με τις μεταφράσεις μου αρχαιοελληνικού λόγου – Αισχύλος, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Θεόκριτος, Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, Λουκιανός, Πλούταρχος, Σκωπτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά. Θα ’ναι καμιά ντουζίνα τόμοι και αυτά, πάνω-κάτω όσο και οι τόμοι για τα δημοτικά τραγούδια.

Πώς θα σχολίαζε την επικαιρότητα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης;

Ας ασεβήσω, δοκιμάζοντας στιχουργικά. Δοκιμάζοντας δηλαδή να μιμηθώ τον αμίμητο, κι ας είναι βέβαιη η αδυναμία του γραμματιζούμενου να ανατυπώσει τον αυθεντικά λαϊκό:

                Ματώσαμε, σκοτώσαμε, σας δώσαμε πατρίδα.

                Κι εσείς, ζαγάρια μου άμυαλα, άπρεπα τη σκορπάτε.

                Το κέρατό μου, αγγόνια μου, μοιάζετε στην ακρίδα,

                που τρώει, τρώει κι όλο πεινάει. Κατά διαόλου πάτε.

Φωτογραφίες:

  • Μιχάλης Αναστασίου
  • Κώστας Φραγκούλης

Σχετικά Άρθρα