Bild: “Ένα λουκάνικο το μήνα για κάθε γερμανό πολίτη”
Το έγγραφο που αποκάλυψε η Bild δείχνει να προτείνει μερική παραίτηση από το κρέας. Είναι της Γερμανικής Εταιρίας Διατροφής (Deutsche Gesellschaft für Ernährung e.V.-DGE), και φέρεται να περιέχει λεπτομέρειες του σχεδιασμού νέων κατευθυντήριων οδηγιών, ως προς τις συστάσεις για τα τρόφιμα.
Για την ακρίβεια, ορίζει ως νέο μέγιστο όριο κατανάλωσης κρέατος τα 10 γραμμάρια την ημέρα. Που δεν αντιστοιχούν καν σε μια φέτα μορταδέλα (15 γραμμάρια), όπως αναφέρει το έντυπο.
“Για να το θέσουμε διαφορετικά, βάσει των νέων οδηγιών αντιστοιχεί ένα currywurst το μήνα ανά πολίτη”, έγραψε ο συντάκτης Florian Kain, ο οποίος ζήτησε από τον γενικό διευθυντή του Συνδέσμου Γαλακτοκομικών Βιομηχανιών, Eckhard Heuser ένα σχόλιο.
“Είναι τρελό το πλάνο. Δεν είναι εφικτό.
Ομολογουμένως, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να τηρεί την οδηγία αυτή καθαυτή. Εν τούτοις, οι χειριστές καντίνας θα μπορούσαν πραγματικά να αναγκαστούν να το κάνουν εάν θέλουν να διατηρήσουν το πιστοποιητικό που παίρνουν από τη Γερμανική Εταιρία Διατροφής.
Όσες επιχειρήσεις δεν το διαθέτουν, θεωρούνται ανθυγιεινές”.
Τα επικαλούμενα στοιχεία δείχνουν πως ο μέσος πολίτης της Γερμανίας καταναλώνει κατά μέσο όρο 19 γραμμάρια πουλερικών την ημέρα, συν 40 γραμμάρια κόκκινου κρέατος και 50 γραμμάρια επεξεργασμένου κρέατος.
Συνολικά, δηλαδή φτάνει στα 109 γραμμάρια την ημέρα ή 763 γραμμάρια την εβδομάδα. Η νυν φερόμενη σύσταση της DGE είναι έως 600 γραμμάρια κρέατος την εβδομάδα. Στη νέα πρόταση, βάσει του επικαλούμενου πάντα εγγράφου, ελήφθη υπ’ όψιν η βιωσιμότητα και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Άρα το ισοζύγιο διοξειδίου του άνθρακα και φαγητού.
Εκπρόσωπος της Εταιρίας επιβεβαίωσε στην Bild πως όντως, αναθεωρούνται οι διατροφικές συστάσεις,“εν τούτοις δεν υπάρχει ακόμα κάτι οριστικό”. Όσο για το έγγραφο που αποκάλυψε το ένα λουκάνικο την εβδομάδα “δείχνει μόνο τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της νέας μεθόδου.
Κανείς δεν θέλει να απαγορεύσει στους ανθρώπους το περιστασιακό currywurst τους. Αλλά η συνολική κατανάλωση κρέατος στον πληθυσμό είναι πολύ υψηλή για λόγους υγείας και βιωσιμότητας, αυτό είναι ένα επιστημονικό γεγονός”.