Γιατί έκανε λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ- Προβληματισμός και γκρίνια
Έκανε λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ με την άστοχη δήλωση της Πόπης Τσαπανίδου; Η απάντηση είναι, ξερά: “Ναι”. Σημείωση: Η νέα εκπρόσωπος Τύπου και εμπειρότατη δημοσιογράφος τα έχει πάει εξαιρετικά μέχρις ώρας, αποτελεί θετική έκπληξη και ενισχύει το άνοιγμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς το κέντρο. Αυτή ήταν, όμως, μια άτυχη στιγμή της. Και εξηγώ τους λόγους.
- Ο Αλέξης Τσίπρας έχει στηρίξει την εκλογική στρατηγική του, πολύ ορθά και πολύ έγκαιρα, στο αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης. Αρχικά έμοιαζε με μία μάλλον ηττοπαθή στάση απέναντι στο άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ και την μονοκαλλιέργεια του Κυριάκου Μητσοτάκη περί αυτοδυναμίας. Σταδιακά, όμως, στις μετρήσεις η προοπτική των κυβερνήσεων συνεργασίας άρχισε να αποκτά αποτύπωμα και το τελευταίο διάστημα συναγωνίζεται, αν δεν υπερτερεί, της τάσης για μονοκομματική κυβερνητική πλειοψηφία. Η δε προβολή αυτοδυναμίας που εναγωνίως επιζητά το κυβερνών κόμμα μοιάζει όλο και λιγότερο ως πιθανή. Έτσι, το ζητούμενο του σχηματισμού “εταιρικής διακυβέρνησης” με κεντροαριστερό πρόσημο έχει αποκτήσει εφικτότητα.
- Πέρα από κάποιες ουτοπικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί (περισσότερο για να διατηρείται η αίσθηση ριζοσπαστικότητας), ο βασικός, αν όχι μοναδικός, δρόμος για μία τέτοια διακυβέρνηση είναι η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Επί της ουσίας, αυτό επιθυμεί ο κόσμος της κεντροαριστεράς.
- Η προοπτική κατέστη έτι πιο εφικτή πολιτικά από το “κρακ” του σκανδάλου των υποκλοπών. Η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ έσπασε τις γέφυρες και απελευθέρωσε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος του ΠΑΣΟΚ, σημαντικής μερίδας του πολιτικού προσωπικού του (Γ. Παπανδρέου, Κ. Σκανδαλίδης, Χάρης Καστανίδης, Γιώργος Καμίνης κ.ά), και προσωπικοτήτων μεγάλου ειδικού πολιτικού βάρους και επιρροής όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Επίσης, αποδυνάμωσε πολύ το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο την δεξιά όχθη του ΠΑΣΟΚ.
- Η υπόθεση Καϊλή συνέτεινε προς την ίδια κατεύθυνση. Η καταγγελία Ανδρουλάκη περί “δούρειου ίππου” αποτέλεσε την αφορμή για μια σκληρή διαμάχη του με την κυβέρνηση και επιβάρυνε το κλίμα. Προκάλεσε, επίσης, κατάρρευση στις δημοσκοπήσεις.
- Στις μετρήσεις, δε, διαπιστώνεται πως η κινητικότητα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς εντονότερη από εκείνη με τη Ν.Δ, δείχνοντας πόσο πολιτικά όμοροι είναι οι δύο χώροι. Στην μέτρηση της MARC (Ant1), για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται να χάνει τον τελευταίο περίπου ένα χρόνο πάνω από πέντε μονάδες, όσες έχει εισπράξει ο ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται σε ανοδική τροχιά και κλείνει την ψαλίδα με τη Ν.Δ.
- Προκάλεσε αμηχανία και δυσκολίες σε στελέχη και προσωπικότητες που εργάζονται για την σύγκλιση των δύο χώρων. Συνταγματολόγους, πρόσωπα στην αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και αλλού. Για παράδειγμα, ενώ η ευρωομάδα του ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να στηρίξει τις θεσμικές παρεμβάσεις Ανδρουλάκη στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, στο Ευρωκοινοβούλιο και ειδικότερα στην PEGA, η ρωγμή στις σχέσεις Κουμουνδούρου-Χαριλάου Τρικούπη προκαλεί προβληματισμό και οπισθοχώρηση. Οι πληροφορίες θέλουν αρκετά κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να εκφράζουν την διαφωνία τους με τον χειρισμό της εκπροσώπου, κάποιοι βουλευτές, μάλιστα, την εξέφρασαν διακριτικά και στον δημόσιο λόγο τους.
Τούτων δοθέντων, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να κάνει κάτι περισσότερο παρά να περιμένει. Να αναγνωρίζει, δηλαδή, την ανάγκη της Χαριλάου Τρικούπη να περιφέρει την σημαία της πολιτικής αυτονομίας, να παρατηρεί τον Νίκο Ανδρουλάκη παλεύει με τις αμφισημίες του, και να αγωνίζεται να υπερβεί το διψήφιο ποσοστό που του αποδίδουν -μάλλον “πλουσιοπάροχα”- οι δημοσκοπήσεις. Διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας, συνομιλώντας ατύπως επί προγραμματικού πλαισίου, κάνοντας ανοίγματα προς το κέντρο όπου στεγάζεται η μεγαλύτερη μερίδα ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και φροντίζοντας να εξασφαλίσει ο ίδιος ένα μεγάλο ποσοστό βάσης (στην πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής) που θα τον καταστήσουν ανταγωνιστικό της Ν.Δ ακόμα και για την πρωτιά (στην δεύτερη κάλπη).
Ένα μόνο πράγμα δεν ήθελε: πόλεμο με το ΠΑΣΟΚ. Ακόμα κι αν δεχόταν επιθέσεις -που τις δέχεται και θα τις δεχθεί-, έπρεπε να απαντά ήπια και συγκαταβατικά ως η ηγεμονική δύναμη στον χώρο της κεντροαριστεράς. Σε μία τέτοια περίπτωση, ακόμα κι αν ο Νίκος Ανδρουλάκης επέλεγε -από ανάγκη ή πίεση- να συνεργαστεί με τη Ν.Δ, ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι κερδισμένος θα έβγαινε. Αρκεί να είχε επιτύχει να συρρικνώσει τη διαφορά με τη Ν.Δ στο όριο του στατιστικού σφάλματος και να αναμένει τις πρώτες ρωγμές μιας τέτοιας δύσκολης και συγκυριακής διακυβέρνησης. Η δήλωση Καστανίδη “ποτέ με τη Ν.Δ, ποτέ με αυτούς που μας παρακολουθούσαν”, και ηχηρή ήταν και -όπως αναφέρουν οι πληροφορίες- διόλου μοναχική.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η δήλωση Τσαπανίδου ήταν ιδιαίτερα άστοχη. Θα ήταν ακόμα περισσότερο εάν συνιστούσε εκλογική τακτική, εάν κρίνει, όμως, από τους χαμηλότερους τόνους της διατύπωσης του Αλέξη Τσίπρα στη συνέντευξη Τύπου (χωρίς, φυσικά, να την “αδειάζει”) μάλλον δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Κάνει “διμέτωπο” το ΠΑΣΟΚ, όπως είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ από το Περιστέρι; Ναι, κάνει. Και η δήλωση της εκπροσώπου Τύπου της Κουμουνδούρου του έδωσε μία επιπλέον αφορμή. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές είναι αντιμέτωπο με δύο αποτελέσματα: Ή χάνει και η Ν.Δ σχηματίζει κυβέρνηση (οριακά αυτοδύναμη, ή με το ΠΑΣΟΚ), ή κερδίζει και σχηματίζει κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ- εξαιρώ το να επιτύχει αυτοδυναμία διότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει σε οποιοδήποτε δημοσκοπικό σενάριο.
Σε κάθε περίπτωση ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ, και γι αυτό η διατήρηση σχέσεων πολιτικής εντιμότητας αποτελεί προϋπόθεση. Για το αν είναι πιθανό η εκδοχή της συνεργασίας του Νίκου Ανδρουλάκη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αποτελέσει “προϊόν εκβιασμού”, αυτό δεν λέγεται, ούτε καν υπονοείται, την ώρα που χτίζονται γέφυρες. Αρκούν όσα έχουν πει ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ (από τα τέλη Αυγούστου) και πρόσφατα ο Παύλος Γερουλάνος. Ο τείνων χείρα φιλίας και συνεργασίας, που είναι και ισχυρός, δεν έχει κανένα λόγο να το λέει. Είναι λάθος.