Ένα πείραμα, και δύο “συζητήσεις δωματίου”…
Ας εφεύρουμε μία πειραματική διαδικασία: τι σχήμα κυβερνητικής συνεργασίας θα προέκυπτε (στις επόμενες εκλογές) εάν βάζαμε να συνομιλήσουν αντιπροσωπευτικά δείγματα του “μωσαϊκού” των εκλογικών βάσεων της Ν.Δ, του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ; Με την απολύτως βάσιμη “υπόθεση εργασίας” πώς, με πολύ μακρινό (σήμερα) το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος, ακόμα και μετά την δεύτερη κάλπη, από αυτά τα τρία κόμματα θα προκύψει το σχήμα της επόμενης διακυβέρνησης.
Με βάση (και οδηγό) την δημοσκόπηση της MRB (4 Νοεμβρίου-Open), η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, σχετικά, σε ποσοστό 54,2% τάσσεται υπέρ της κυβέρνησης συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων, ενώ το 38,4% θέλει προσφυγή εκ νέου στις κάλπες.
Όσον αφορά το σενάριο συμμαχίας σε νέα κυβέρνηση, το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνει το σενάριο να κυβερνήσουν μαζί Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ (25,5%), ενώ το 24,3% θέλουν κυβέρνηση με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά μεταξύ των δύο σεναρίων είναι μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη. Έχει, δε, αποτυπωθεί σε διάφορες μετρήσεις, πώς στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ υπερτερεί η τάση υπέρ της συνεργασίας με τη Ν.Δ, κάτι που έχει ατονήσει αρκετά -αλλά όχι εντελώς- μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Ένα πείραμα, λοιπόν, όπως αυτό της εισαγωγής, είναι πιθανότερο να οδηγούσε σε μία κυβέρνηση συνεργασίας της Ν.Δ (εάν είναι πρώτο κόμμα) με το (τρίτο) ΠΑΣΟΚ. Αυτά, στον σημερινό, σχετικά “ανύποπτο”, ακόμα, χρόνο.
Οι εκλογικές βάσεις, όμως, υποκύπτουν αρκετά εύκολα στην συγκυρία και στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι “αναγκαιότητες”. Πόσοι θα ανέμεναν, για παράδειγμα, να συνεργαστεί το καχεκτικό ΠΑΣΟΚ με τον Αντώνη Σαμαρά, το 2012, και πόσοι Συριζαίοι θα αποδέχονταν, εάν το γνώριζαν εγκαίρως, την ανορθόδοξη συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο;
Το ερώτημα είναι εάν οι αρχηγοί ακούνε πάντοτε τον παφλασμό της εκλογικής τους βάσης, ή καθοδηγούνται από τις μετεκλογικές συνθήκες, το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, και τις ιεραρχήσεις που μπαίνουν στο τραπέζι; Ακόμα, ακόμα, και από τις “οδηγίες” που διατυπώνονται από διάφορα κέντρα επιρροής.
Ας υποθέσουμε, τώρα, πως τοποθετούμε τις …”χημείες” των τριών πολιτικών αρχηγών στα δωμάτια των μετεκλογικών διαβουλεύσεων. Σε αυτό που θα συναντηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Νίκο Ανδρουλάκη, θα υπάρχει διάχυτη η σκιά των υποκλοπών, η ακλόνητη πεποίθηση του δεύτερου ότι ο πρώτος γνώριζε, εάν δεν ενορχήστρωσε, την παρακολούθησή του. Η συμφωνία (συνεργασίας) δεν μπορεί να αποκλειστεί (…οι συνθήκες, γαρ), ωστόσο για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ θα ισοδυναμεί με μία βαρέως επώδυνη διαδικασία, μια έμμεση ομολογία προσωπικής ήττας, και μία αίσθηση ματαιότητας. Θα αισθάνεται πως από την κλειδαρότρυπα θα χασκογελούν όσοι (εκ των έσω) τον χλεύαζαν, πιθανώς –κατά τον Νίκο Αλιβιζάτο– να έπαιξαν και ρόλο στην εμφύτευση του pretador και στην “νόμιμη επισύνδεση”. Θα γνωρίζει, επίσης, πώς ένα τμήμα του κόμματός του δεν θα τον ακολουθήσει, εάν βάλει την υπογραφή του σε μία τέτοια συμφωνία, ακόμα κι αν έχει αρκετά υπουργεία για να μοιράσει. Σε μία τέτοια συνύπαρξη, από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει εκμηδενίσει κάθε αμφισβήτησή του, θα έχει ξανακερδίσει την χαμένη πολιτική του νομιμοποίηση, και θα έχει να αναμετρηθεί μόνο με τον “ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ”.
Στο άλλο δωμάτιο, ο Αλέξης Τσίπρας (υπό τις προϋποθέσεις του εκλογικού αποτελέσματος) θα υποδεχθεί τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ με κάποιο πρόγραμμα σύγκλισης, πολλή ανοχή, και έτοιμος να αποδεχθεί να θέσει εκτός κάδρου εκείνα τα πρόσωπα της προηγούμενης διακυβέρνησης που -δικαίως ή αδίκως- θεωρούνται “κόκκινο πανί”. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα γνωρίζει, πάλι, πως εάν συναινέσει σε μία συγκυβέρνηση, θα χάσει ένα (άλλο) τμήμα των στελεχών του -το οποίο, όμως, πολιτικά και συναισθηματικά κινείται προ καιρού στην “σφαίρα επιρροής Μητσοτάκη”-, και πώς ίσως διατρέχει τον κίνδυνο να ενσωματωθεί πλήρως στο μοντέλο της κεντροαριστεράς, παραδίδοντας για πολλά χρόνια την πρωτοκαθεδρία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δύο σενάρια είναι επικίνδυνα για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. Ψυχολογικά (εάν υπάρχει ψυχολογία στην πολιτική) ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται ότι είναι ευκολότερο να βρει κώδικες επικοινωνίας με τον Αλέξη Τσίπρα. Οι “χημείες” ταιριάζουν περισσότερο, απ΄ ότι με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η νομή της εξουσίας, ωστόσο, μπορεί να κοπάσει εύκολα τα πάθη και να επικυρώσει κάθε (αταίριαστο) σύμφωνο συμ(επι)βίωσης.
Εν κατακλείδι, και στις δυο περιπτώσεις, θα έχει απωλέσει το “ιερό δισκοπότηρο” της πολιτικής αυτονομίας, θα πρέπει να προκρίνει τις αναγκαιότητες της συγκυρίες και το “μη χείρον βέλτιστο”. Αλλά, όλα αυτά, ίσως τα λύσει, τελικά, η ίδια η κάλπη. Κι έτσι θα βγει από το αδιέξοδο που φαίνεται σήμερα.
Υπάρχει, ως επιμύθιο, βεβαίως και κάτι που αφορά την πολιτική ιστορία. Κυβέρνηση κεντροαριστεράς δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ, παρότι το εκλογικό άθροισμα έχει μία συγκεκριμένη κλίση.