Λιβύη: Διπλωματία με (προσωπικό) πολιτικό άγχος οδηγεί σε κινδύνους
Ο πολιτικός “θρίαμβος” του Νίκου Δένδια, μετά την αποχώρησή του από την Τρίπολη της Λιβύης, αρνούμενος να συναντηθεί με την ομόλογό του της προσωρινής κυβέρνησης Νάϊλα Μανγκούς, διήρκεσε μερικές ώρες. Μέχρι και τα βραδινά δελτία ειδήσεων της Πέμπτης. Αργά το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες του ταξιδιού του υπουργού Εξωτερικών στην Λιβύη και να αποκαλύπτεται άλλη μία φορά η διάσταση μεταξύ της Βασιλίσσης Σοφίας και του Μεγάρου Μαξίμου.
Σε εκείνη την μιάμιση ώρα που ο υπουργός Εξωτερικών παρέμεινε στο κυβερνητικό αεροσκάφος, στο αεροδρόμιο της Τρίπολης, είχε να σταθμίσει τις πιθανές διπλωματικές συνέπειες της όποιας απόφασής του και τα πολιτικά οφέλη που θα αποκόμιζε από μία “ηρωϊκή” κίνηση. Προτίμησε, τελικά, το δεύτερο. Το ερώτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι εάν όλα αυτά προκαλούν ζημία στην θέση της χώρας στην ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό -θα το εξηγήσω-, όσο περνούν οι ώρες και οι ημέρες , θα γίνεται σαφές.
Στο εσωτερικό (πολιτικό) μέτωπο:
–Ο Νίκος Δένδιας μοιάζει να διακατέχεται από το άγχος της συγκυρίας και της ανάγκης να επιβεβαιώνει καθημερινά πως είναι το ακλόνητο φαβορί εάν και εφόσον δημιουργηθούν συνθήκες για αποχώρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (είτε λόγω εκλογικής ήττας, είτε λόγω ανάγκης κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, χωρίς, όμως να είναι εκείνος πρωθυπουργός). Στην υπόθεση των υποκλοπών απέφυγε να αντιδράσει, ακόμα και όταν το “Βήμα της Κυριακής” τον εμφάνισε ως θύμα του pretador-πιθανώς και νόμιμης επισύνδεσης από την ΕΥΠ. Διατύπωσε μία δήλωση-γρίφο και συντάχθηκε, τελικά, με το αφήγημα του Μεγάρου Μαξίμου. Τώρα, στην περίπτωση της Λιβύης, πάλι το πρωθυπουργικό επιτελείο του προσέφερε “ασυλία” (με την δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου που παρέπεμπε στην ανακοίνωση του ΥΠΕΞ), την ίδια ώρα, όμως, διοχέτευε την δυσφορία του. Οι τοποθετήσεις φιλοκυβερνητικών μέσων και δημοσιογράφων, το πρωί της Παρασκευής (χαρακτηριστικότερο το editorial της “Καθημερινής”), αύξησαν την απόσταση μεταξύ των δύο ανδρών.
Ο Νίκος Δένδιας παρακολουθεί την Όλγα Κεφαλογιάννη να ανοίγει τον βηματισμό της και να λαμβάνει θέσεις αρκετά ριζοσπαστικές (σκάνδαλο υποκλοπών, κοινωνικό προφίλ της κυβέρνησης κ.ά), κάτι που δημιουργεί την αίσθηση πως θα είναι εκείνη τελικά που θα μπορέσει να εκπροσωπήσει πολύ πιο αξιόπιστα τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και την σιωπηλή αλλά ισχυρή καραμανλική τάση. Ακόμα και στα εκτός πολιτικής “σημεία αναφοράς” και των δύο, η βουλεύτρια με την ισχυρή κρητική πολιτική οικογενειακή παράδοση μοιάζει να προηγείται κατά ένα βήμα από τις επίσης ισχυρές διασυνδέσεις του υπουργού Εξωτερικών. Λέγεται στο παρασκήνιο πώς το πρωτοσέλιδο της “δημοκρατίας” υπό τον τίτλο “Μόνο η Όλγα έχει τα κότσια;” ενόχλησε σφόδρα τον υπουργό Εξωτερικών.
Όλα αυτά δικαιολογούν το πολιτικό του άγχος.
–Ως προς την εξωτερική πολιτική, ο Νίκος Δένδιας γνωρίζει πως, μέχρις ότου και εφόσον δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την πολιτική του ανέλιξη, η “κληρονομιά” της δυναμικής παρουσίας του στην Άγκυρα, δίπλα στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ίσως θα έχει εξαντληθεί. Στην Τρίπολη της Λιβύης, πιθανώς να προσπάθησε να την ανανεώσει. Αυτή την φορά, όμως, δεν φαίνεται να του βγαίνει.
Όταν, μόλις πριν μερικές ημέρες, ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει (Ant1, Νίκος Χατζηνικολάου) πως επιδιώκει συνομιλίες με την κυβέρνηση της Λιβύης -και δη με αμερικανική διαμεσολάβηση- για την οριοθέτηση ΑΟΖ, και ο υπουργός Εξωτερικών γκρεμίζει κάθε δίαυλο επικοινωνίας και καθιστά την Ελλάδα “ανεπιθύμητη” στην δυτικη Λιβύη, είναι προφανές πως ο “θρίαμβος” δεν είναι θρίαμβος, και διπλωματικά μπορεί εύκολα να χαρακτηρισθεί ήττα. Η δικαιολογία περί “παγίδας” εξέπνευσε σχετικά γρήγορα, αφού από έναν υπουργό Εξωτερικών δεν αναμένει κανείς απλώς να μην πέφτει σε αυτήν, όταν την βρει μπροστά του, αλλά να μην έχει επιλέξει τον δρόμο που οδηγεί, με βεβαιότητα, σε αυτήν.
Και, μάλιστα, πρόκειται για μία ήττα που φέρει την υπογραφή του, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να είχε κάνει παρασκηνιακές προσπάθειες (μέσω του αμερικανού ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν) για την αποκατάσταση των σχέσεων Αθήνας-Τρίπολης, σε συνέχεια του ταξιδιού του, εκεί, το 2021.
Η εξέλιξη αυτή, επιπροσθέτως, θέτει σε κίνδυνο την ελληνοαμερικανική συνεννόηση για την Λιβύη, καθώς δημιουργεί την αίσθηση πως αυτά που συμφωνεί ο πρωθυπουργός, τα ναρκοθετεί με άστοχες κινήσεις ο υπουργός Εξωτερικών. Η δε δήλωση του τελευταίου ότι η Ελλάδα θα συνομιλήσει με την κυβέρνηση που θα εκλεγεί στην Λιβύη είναι, τουλάχιστον, αμήχανη.
Ποιός μπορεί να εξασφαλίσει πως οι εκλογές -οι οποίες ήδη καθυστερούν εδώ και ένα χρόνο- θα διεξαχθούν τον Ιανουάριο, όπως λέγεται; Το αντίθετο. Διεθνείς αναλυτές θεωρούν πολύ πιθανό η μεταβατική κυβέρνηση της Λιβύης να παραμείνει για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα. Για δύο βασικούς λόγους: α. ο εμφύλιος πόλεμος των “φυλών”, και των ξένων δυνάμεων που παρεμβαίνουν σε αυτόν, θα αναζωπυρωθεί τους επόμενους μήνες, απομακρύνοντας κάθε δυνατότητα ανακωχής και συμφωνίας, και, β. οι μεγάλες χώρες με συμφέροντα στην περιοχή έχουν επαναπαυτεί στο γεγονός πως το λιβυκό πετρέλαιο ρέει κανονικά προς τις διεθνείς αγορές. Η εσωτερική κρίση, ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό να παραταθεί επ’ αόριστο, και μαζί με αυτή ο βίος της μεταβατικής κυβέρνησης.
Τούτων δοθέντων, το ταξίδι του Νίκου Δένδια στην Τρίπολη μπορεί να αποδειχθεί βαρέως αρνητική κίνηση με συνέπειες σε βάθος χρόνου. Αντί, δηλαδή, η Ελλάδα να πιάσει το νήμα της αποκατάστασης των σχέσεων και να συνομιλήσει με την Λιβύη για τις θαλάσσιες ζώνες, εξισορροπώντας έως ένα βαθμό και την επιρροή της Τουρκίας (μετά την υπογραφή της επέκτασης και της υλοποίησης της συμφωνίας του ’19), χάνει τις δυνατότητες επαφής.
Οι ΗΠΑ θα σκεφτούν δύο φορές, πιά, εάν συντρέξουν σε ελληνικό αίτημα για διευθέτηση, οι ευρωπαϊκές χώρες που μας είχαν αποκλείσει από τις διασκέψεις για την Λιβύη, δύσκολα θα μας προσεγγίσουν ως παράγοντα που μπορεί, όντως, να διαδραματίσει κάποιον ρόλο, η Τρίπολη δεν θα μας δέχεται, η ελληνική πρεσβεία που επρόκειτο να αναβαθμιστεί, μάλλον δεν θα γίνει, ακόμα, δε, και η επικοινωνία με την Βεγγάζη θα γίνει δυσκολότερη.
Εάν συνυπολογίσει κανεις και την απόφαση του Μπεντζαμίν Νετανιάχου να συνεχίσει την πολιτική προσέγγισης στην Τουρκία -την οποία εγκαινίασε ο προκάτοχός του, με αμερικανικό “καλώς έχει”-, γενικότερα δυσχεραίνει η θέση της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.