Υποκλοπές: Οι γκρίζες ζώνες του νομοσχεδίου και η… απούσα ΑΔΑΕ
Το νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις και την ΕΥΠ, που έφερε σε δημόσια διαβούλευση (…) η κυβέρνηση, δεν είναι συλλήβδην αρνητικό. Διέπεται από μία προσπάθεια βελτίωσης, ένα συμμάζεμα του αντιθεσμικού και αντισυνταγματικού χάους που αποκάλυψε το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Επί της ουσίας, ωστόσο, έχει αρκετά προβληματικά στοιχεία, τα οποία επειδή είναι δομικής φύσεως απειλούν να αναιρέσουν τις όποιες “καλές προθέσεις”.
Ένα ζήτημα που αποφεύγουν πολλοί να συζητήσουν είναι αυτό της ενημέρωσης εκείνων (πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, απλών πολιτών) που γίνονται στόχοι των λεγόμενων νόμιμων επισυνδέσεων για λόγους “εθνικής ασφάλειας”.
Στις περιπτώσεις που άνοιξαν την ζοφερή υπόθεση συνέβησαν τα εξής:
–Ο Θανάσης Κουκάκης, ερευνώντας σκανδαλώδεις υποθέσεις στην γκρίζα ζώνη μεταξύ τραπεζών και πολιτικής, υποψιάστηκε πως το κινητό του τηλέφωνο μπορεί να παρακολουθείται. Απευθύνθηκε στο Citizen Lab που του επιβεβαίωσε πως είχε “επιμολυνθεί” από το pretador. Με αυτή την πληροφορία κινήθηκε νομικά και έφτασε και στην ΑΔΑΕ, η οποία ανταποκρίθηκε με θεσμική υπευθυνότητα για να φτάσουμε στην επιβεβαίωση (μέσω παρόχων) πως παρακολουθείτο και από την ΕΥΠ.
–Ο Νίκος Ανδρουλάκης έμαθε πως έγινε απόπειρα παρακολούθησής του με pretador, εντελώς τυχαία, μέσω έρευνας της αρμόδιας (νεοσυσταθείσας) επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ακολούθησε η μυνητήρια αναφορά του και η ενεργοποίηση -ξανά- της ΑΔΑΕ για να γίνει γνωστό ότι υπήρξε στόχος και νόμιμης επισύνδεσης.
Συμπέρασμα: Και στις δύο περιπτώσεις που αποκάλυψαν το μέγα σκάνδαλο, η γνώση της παρακολούθησης προήλθε, ή τυχαία, ή μετά από κάποια αμυδρή υποψία του “στόχου”. Όλοι οι άλλοι που αναφέρονται στις λίστες που είδαν το φως της δημοσιότητας, ή καθείς και καθεμία από τους/τις περίπου 15.000 νόμιμες επισυνδέσεις (έκθεση ΑΔΑΕ) που έκανε η ΕΥΠ –με εντολή Κοντολέοντος και υπογραφή Βλάχου– το 2021, με λόγους “εθνικής ασφαλείας”, γιατί θα έπρεπε να υποψιαστούν κάτι, ή να σπεύσουν να ερευνήσουν μία τέτοια πιθανότητα; Ο υπουργός, ο επιχειρηματίας, ο γενικός γραμματέας που “μετράει ο λόγος του” για συμβάσεις του δημοσίου, ο δημοσιογράφος και τόσοι άλλοι, γιατί πρέπει να πιστεύουν πως παρακολουθήθηκαν; Και πώς, τελικά, με βάση το ισχύον και το μελλοντικό πλαίσιο θα γίνει, καθένας ή καθεμία τους, κοινωνός αυτής της τόσο σημαντικής, για τους ίδιους, και τους θεσμούς, πληροφορίας; Έως τώρα αυτή την δυνατότητα την έχει θεωρητικά η ΑΔΑΕ, τώρα, όμως, αποδυναμώνεται.
Έχει, άλλωστε, ατονήσει και για πρακτικούς λόγους, καθώς το επίμονο αίτημα της αρχής για ένα ψηφιακό αρχείο των εντολών που εκδίδει η ΕΥΠ παραπέμπεται διαρκώς στις καλένδες. Ένα κράτος που υπερηφανεύεται για τις τόσες ψηφιακές πλατφόρμες εξυπηρέτησης των πολιτών, δεν μπορεί να εγκαταστήσει μία τεχνολογικά απλή διαδικασία που θα εκσυγχρονίζει την ανεξάρτητη αρχή; Ή, απλώς, δεν θέλει;
Διότι, είναι αυτονόητο πώς μία αρχή με ελάχιστο προσωπικό δεν μπορεί να κάνει βουτιές σε έναν ωκεανό “χαρτούρας” δεκάδων χιλιάδων εντολών για παρακολουθήσεις, ούτε διαθέτει τεχνολογικό εξοπλισμό και αρκετούς ειδικούς ώστε να ανταπεξέλθει στην κακόβουλη δράση των λογισμικών- είτε λειτουργούν αυτόνομα από “ιδιωτικά κέντρα”, είτε σε κάποια σύνδεση με κρατική αρχή.
Διαβουλευόμαστε, λοιπόν, δημοσίως, για ένα νομοσχέδιο που βαθαίνει, τελικά, την αδυναμία ενημέρωσης όποιων γίνονται στόχοι παρακολούθησης. Η θέσπιση τριετίας δυσχεραίνει έτι περαιτέρω αυτή την δυνατότητα. Ουσιαστικά την απενεργοποιεί. Αφενός γιατί, όταν και εάν φτάσει η ώρα της ενημέρωσης, τα αρχεία δεν θα υπάρχουν (!), αφετέρου διότι, ακόμα και τότε, θα πρέπει να συναινέσει κάποιος δικαστής που δεν θα έχει καμία προηγούμενη σχέση με την υπόθεση. Αλλά, ξανά επί της ουσίας, πώς και γιατί ο ανυποψίαστος θα μπορέσει να φτάσει, έστω και μετά από 3 χρόνια, στην αναζήτηση της αλήθειας. Και γιατί ένα κράτος θα υποκύψει στους θεσμούς όταν γνωρίζει πως θα παραμείνει στο απυρόβλητο για 3 ή 4 χρόνια (διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας), κι ενώ εύκολα, ίσως, μπορεί να αναλάβει το ρίσκο να μην μάθει ποτέ αυτός που παρακολουθήθηκε, και το ό,τι του συνέβη, και τους λόγους γι αυτό.
Στην περίπτωση Ανδρουλάκη, βεβαίως, το μείζον είναι πώς θα φτάσει στις εκλογές με την σκιά ότι κάποια στιγμή και για κάποιο άγνωστο λόγο κρίθηκε ύποπτος για αντεθνική δράση (;), προδοσία (;), εξυπηρέτηση συμφερόντων κατά της πατρίδας (;). Η δε εξήγηση του κυβερνητικού εκπροσώπου σχετικά με την τριετία είναι, τουλάχιστον, ανεπαρκής.
«Το χρονικό όριο των τριών ετών που τίθεται συνδέεται με την ανάγκη να υπάρχει μία αντικειμενική χρονική απόσταση πριν από την ενημέρωση, ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε επικινδυνότητα για την εθνική ασφάλεια», είπε.
Πώς αίρεται η “επικινδυνότητα για την εθνική ασφάλεια” εάν η ενημέρωση εκείνου που παρακολουθήθηκε γίνει στα δύο χρόνια και 11 μήνες, ή στα τρία χρόνια και μία ημέρα; Και πώς υφίσταται τέτοιο θέμα για δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες που παρακολουθήθηκαν με αυτό το “σκεπτικό” (που τώρα γίνεται πολύ ευρύτερο και περιλαμβάνει θεωρητικά ακόμα και εκείνους που θεωρούνται επικίνδυνοι για το περιβάλλον και το κλίμα…), και για τους οποίους δεν υπήρξε το παραμικρό (ενοχοποιητικό) εύρημα;
Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των συνταγματολόγων και αντικείμενο της διαβούλευσης μεταξύ κομμάτων και άλλων ειδικών. Πλην της ΑΔΑΕ, βεβαίως, η οποία ούτε ρωτήθηκε, ούτε της ζητήθηκε πρόταση. Παρότι είναι το μοναδικό θεσμικό ανάχωμα (γι αυτό δεν ιδρύσαμε τις ανεξάρτητες αρχές, άλλωστε;)και θα έπρεπε να την εμπιστευόμαστε πολύ περισσότερο από Κοντολέοντες και χαμηλού κύρους εισαγγελείς που δηλώνουν ευθαρσώς πως θα παρακολουθούσαν ακόμα και την/τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.