ΣτΕ: ”Ξεκλειδώνει” τον διαγωνισμό για τις αστυνομικές ταυτότητες- Στα 515 εκατ. ο προϋπολογισμός του έργου
Το Συμβούλιο της Επικρατείας «ξεκλειδώνει» τον διαγωνισμό με προϋπολογισμό 515 εκατ. ευρώ για την ανάδειξη του σχήματος που θα αναλάβει την έκδοση των νέων αστυνομικών ταυτοτήτων
Το «ξεκλείδωμα» του διαγωνισμού προϋπολογισμού 515 εκατ. ευρώ για την ανάδειξη του σχήματος που θα αναλάβει την έκδοση των νέων αστυνομικών ταυτοτήτων αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε όλες τις προσφυγές που είχαν κατατεθεί κατά της διαδικασίας.
Το θέμα είχε προκαλέσει αντιδράσεις επί υπουργίας του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, ενώ, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, είχε προκληθεί ρήγμα ακόμα και εντός της κυβέρνησης.
Για το έργο υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον εταιρειών κατι που αναμένεται να φανεί στον σχετικό διαγωνισμό.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ, αποκλείεται οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα των ανθυποψηφίων τους. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας είχαν προσφύγει εταιρείες γαλλικών και ελληνικών συμφερόντων και στρεφόντουσαν κατά υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Οι εταιρείες ζητούσαν να ακυρωθεί, εν μέρει, ο διαγωνισμός για την «προμήθεια νέου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Εντύπων Ασφαλείας (Ο.Π.Σ.Ε.Α.), για την εκτύπωση – προσωποποίηση εντύπων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του νέου δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας Ελλήνων Πολιτών – Κάρτας Πολίτη, με τις συναφείς υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», ως προς το σκέλος εκείνο που χαρακτηρίζει, αφενός το σύνολο της τεχνικής προσφοράς των συμμετασχόντων ως «εμπιστευτική ή απόρρητη» και αφετέρου τη μη χορήγηση δυνατότητας στους συμμετέχοντες να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα των λοιπών συμμετασχόντων, έτσι ώστε να μπορούν να ασκήσουν ενστάσεις επί της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Ωστόσο, η επταμελής σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ με τέσσερεις αποφάσεις της κατά πλειοψηφία, απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν κατά πλειοψηφία ότι «η περιορισμένη δυνατότητα που έδωσε η Διοίκηση στους διαγωνιζόμενους να έχουν πρόσβαση σε στοιχεία των ανταγωνιστών τους ήταν θεμιτή και δεν στηρίχθηκε σε αυθαίρετο χαρακτηρισμό μέρους της προσφοράς των άλλων υποψηφίων ως “εμπιστευτικού χαρακτήρα” [από εμπορικής απόψεως], αλλά, προεχόντως, στο ότι επρόκειτο για στοιχεία, τα οποία ενέπιπταν εξ αρχής στο απόρρητο του διαγωνισμού και δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν για λόγους εθνικής ασφάλειας, και τούτο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχαν δώσει οι προσφέροντες».
Επιπλέον, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι «η ένδικη πρόσκληση [υποβολής προσφορών], ναι μεν δεν προβλέπει η ίδια την πρόσβαση των διαγωνιζομένων στα στοιχεία των ανταγωνιστών τους, χάριν προεχόντως του κρατικού απορρήτου, ερμηνευόμενη όμως κατά το γράμμα και τον σκοπό της, αλλά και σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει την έννοια ότι καταλείπει στη Διοίκηση, κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού, να κρίνει, αν ανακύψει περίπτωση, κατά πόσον η αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, θα μπορούσαν, κατ’ εξαίρεση, να καταστήσουν επιτρεπτή την πρόσβασή τους σε στοιχεία που αφορούν τις προσφορές των ανταγωνιστών τους, σταθμίζοντας προς τούτο (η Διοίκηση) αν – και σε ποιό βαθμό – τα σχετικά δικαιώματα μπορούν να ικανοποιηθούν ή είναι αναγκαίο να περισταλεί αντιστοίχως η άσκησή τους χάριν του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος στη διαφύλαξη του οποίου αποσκοπεί το απόρρητο του διαγωνισμού».
Καταλήγοντας αναφέρει το ΣτΕ, ότι «εν όψει των αναφερομένων στις οικείες υπουργικές αποφάσεις λόγων δημόσιας ασφάλειας, κρίθηκε αιτιολογημένη η κήρυξη της επίδικης προμήθειας ως απόρρητης και η εξαίρεσή της από τις ρυθμίσεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων».