Το Μαξίμου, ο νόμος του Μέρφυ και η “καμένη” αυτοδυναμία…
Οι πληροφορίες θέλουν τον πρωθυπουργό να πηγαίνει στο συνέδριο του “Οικονομικού Ταχυδρόμου”, στο παλιό κτίριο του Χρηματιστηρίου επί της οδού Σοφοκλέους, αποφασισμένος να “ρίξει την είδηση” περί των κυβερνήσεων συνεργασίας. Κυβερνητικές πηγές έλεγαν στο libre πως στόχος ήταν να εκτεθεί πολιτικά ο πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης, αφού ήταν πασιφανές ότι η πρόσκληση-πρόκληση απευθυνόταν σε αυτόν.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το σχέδιο είχε εκπονηθεί τις προηγούμενες μέρες από το στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, υπό το φως των νέων δημοσκοπικών δεδομένων που είναι αναμφίβολα δυσμενή για την κυβέρνηση και επιβεβαιώνουν πως το αφήγημα και δίλημμα περί αυτοδυναμίας “δεν περπατάει”. Έχουν παρέλθει, άλλωστε, περίπου επτά μήνες από την στιγμή που (στη συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ) ο κ. Μητσοτάκης το είχε θέσει με κατηγορηματικό τρόπο με τον τίτλο “κυβερνητική σταθερότητα ή περιπέτειες”.
Τότε, βεβαίως, η αναφορά στον κίνδυνο της πολιτικής και εθνικής “περιπέτειας” αναφερόταν ευθέως στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την θολή ακόμα τότε πρότασή του για κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας. Ακολούθησαν οι εξελίξεις στο ΚΙΝ.ΑΛ με τον αδόκητο θάνατο της Φώφης Γεννηματά, την εσωκομματική εκλογή νέας ηγεσίας, και την εκτόξευση των δημοσκοπικών ποσοστών του τρίτου κόμματος υπό την ηγεσία του κ. Ανδρουλάκη. Εδώ και τρεις μήνες, το ΚΙΝ.ΑΛ δείχνει να αντέχει επικοινωνιακά και να σταθεροποιείται σε ποσοστό κοντά στο 14% σε όλες τις μετρήσεις.
Κατά το ίδιο διάστημα, το επιτελείο του Μαξίμου εμφανίζεται να κάνει αλεπάλληλες εσφαλμένες αναγνώσεις των εξελίξεων, αν και δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς και την καταλυτική δράση του “τυχαίου” (ενεργειακή κρίση, ακρίβεια, ανατιμήσεις, πόλεμος στην Ουκρανία, επισιτιστική κρίση και νέες επιπτώσεις στον τομέα ενέργειας με περαιτέρω έκρηξη των τιμών).
Αρχικώς θεωρήθηκε πώς η εκλογή Ανδρουλάκη αφορά κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ και ότι από εκεί θα προκύψουν διαρροές ψηφοφόρων προς το ΚΙΝ.ΑΛ. Η πρόβλεψη διαψεύσθηκε με ηχηρό τρόπο και γρήγορα διαπιστώθηκε πως η Ν.Δ χάνει αναλογικά περισσότερους ψηφοφόρους προς το τρίτο κόμμα απ΄ ότι αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όταν ξέσπασε η ουκρανική κρίση ως συνέπεια της ρωσικής εισβολής, ήταν πάλι το επιτελείο του Μαξίμου που άφηνε να εννοηθεί πως η κυβέρνηση θα ωφεληθεί δημοσκοπικά διότι, όπως έλεγαν, σε τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από την (εκάστοτε) κυβέρνηση. Σε όλες, ωστόσο, τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το κυβερνών κόμμα συνεχίζει να καταγράφει απώλειες: η δυσαρέσκεια για τα μέτρα που λαμβάνονται διογκώνεται, η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται αργά αλλά σταθερά (παρότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κατορθώνει να αναπτύξει δυναμική), η προοπτική αυτοδυναμίας έχει εξανεμιστεί, το δε ΚΙΝ.ΑΛ παραμένει σε ποσοστά περί το 14%.
Παράλληλα, διαψεύσθηκε και ο σχεδιασμός για άμεση κοινή ευρωπαϊκή στάση ως προς τις τιμές ενέργειας και προϊόντων, γεγονός που αναγκάζει την κυβέρνηση να λάβει μέτρα στήριξης μόνη της, εξαντλώντας τις δυνατότητες, όπως λέει, του δημοσιονομικού πλαισίου. Ακόμα κι έτσι, όμως, περίπου οκτώ στους δέκα πολίτες εμφανίζονται απογοητευμένοι και δυσαρεστημένοι από τα μέτρα αυτά. Το δε επιχείρημα περί “παγκόσμιας κρίσης” δεν υιοθετείται από την κοινή γνώμη που περιμένει περισσότερα από την κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, που αναδεικνύει σοβαρές πολιτικές και επικοινωνιακές αδυναμίες ακόμα και σε ευνοϊκό μιντιακό περιβάλλον, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να εγκαταλείψει το αφήγημα περί αυτοδυναμίας, για να επιστρέψει, όμως, ξανά σε αυτό μετά την άρνηση του προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ να προσφερθεί ως “σωσσίβιο”, όπως είπε ο ίδιος στο ίδιο συνέδριο (Ο.Τ).
Η αυτοδυναμία, ωστόσο, δεν μπορεί να είναι λαστέξ και να την αναιρεί ή να την επικαλείται κανείς ανάλογα με τη συγκυρία, ακόμα και σε διάστημα 24ωρου.
Βεβαίως, από την κυβέρνηση επισημαίνεται πως αφού οι εκλογές θα διεξαχθούν σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα υπάρχει επαρκής χρόνος για αναδιάταξη των δυνάμεων. Πιθανώς ναι. Πιθανώς, όμως, τα πράγματα να γίνουν ακόμα χειρότερα, εάν λάβει κανείς υπόψιν του πως οι τιμές ενέργειας είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να αποκατασταθούν τους επόμενους μήνες (ιδιαίτερα μετά το μπρα ντε φερ Ρωσίας-Ε.Ε σχετικά με τις πληρωμές των προμηθειών φυσικού αερίου), ενώ, την ίδια ώρα, οι προβλέψεις για την επισιτιστική κρίση αναφέρουν ότι τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα από το προσεχές φθινόπωρο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να εγκαταλείψει -έστω και για λίγο- το δίλημμα περί αυτοδυναμίας παρήγαγε αρνητικά αποτελέσματα:
1ον Πρόδωσε την αμηχανία του Μαξίμου μετά τις τελευταίες δημοσκοπήσεις και προκάλεσε βαθιά ρωγμή στο αφήγημα του επικοινωνιακά και πολιτικά ανίκητου πρωθυπουργού που διατηρεί αλώβητη την πολιτική ηγεμονία. Η αναφορά του στην πιθανότητα κυβερνητικών συνεργασιών έσπειρε την αμφιβολία και, ως γνωστόν, η αμφιβολία εξαπλώνεται εύκολα και γρήγορα. Σε όλες τις μετρήσεις, μάλιστα, ακόμα και με την αμφισβητούμενη μέθοδο της αναγωγής επί των εγκύρων η Ν.Δ φτάνει το πολύ μέχρι το 32%, ποσοστό που πόρρω απέχει από το όριο της αυτοδυναμίας.
2ον Αποκάλυψε πως, προσώρας, η μοναδική διέξοδος για μία κυβέρνηση συνεργασίας που διαθέτει η Ν.Δ είναι προς το ΚΙΝ.ΑΛ. Η άρνηση του Νίκου Ανδρουλάκη φέρνει το κυβερνών κόμμα στη δύσκολη θέση να ερωτάται εφεξής αυτό που απευθυνόταν ως ερώτημα στον ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015: “με ποιόν θα κυβερνήσετε;”. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πολύ δύσκολη, εάν, δε, αναζητηθεί κυβερνητικός “περτενέρ” προς τα δεξιά της Δεξιάς (π.χ Κυριάκος Βελόπουλος, ή νέο δεξιό κόμμα που θα κατορθώσει να συγκεντρώσει το 3%), θα πολλαπλασιαστούν οι απώλειες ψηφοφόρων προς το Κέντρο, με ωφελημένο πρωτίστως τον κ. Ανδρουλάκη.
3ον Ο πρωθυπουργός, με την δήλωσή του περί συνεργασιών, μετέτρεψε τον διπολισμό σε τριπολισμό. Ενώ είχε ως πολιτικό αντίπαλο τον Αλέξη Τσίπρα (για τον οποίο αρκετά κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν με έπαρση πως “τον έχουν”) και τον Νίκο Ανδρουλάκη σε έναν ρόλο “επιτήδειου ουδέτερου”, τώρα βλέπει απέναντί του δύο αντιπάλους. Οι οποίοι, μάλιστα, μετά τις δηλώσεις του δεύτερου, θεωρητικά θα μπορούσαν να κινηθούν στην ίδια όχθη του ποταμού.
Ο πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ ήταν σαφής. Προκαλώντας τον πρωθυπουργό να δηλώσει διαθεσιμότητα για συνεργασίες -εάν πράγματι τις πιστεύει, όπως είπε- από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση με την απλή αναλογική, εξυπηρετεί τον δικό του σχεδιασμό και δευτερογενώς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Ανδρουλάκης ελπίζει βάσιμα πως το σημερινό υψηλό δημοσκοπικό ποσοστό θα αποτυπωθεί και στην (πιο χαλαρή) κάλπη της απλής αναλογικής. Έχει, ως εκ τούτου, κάθε λόγο να διαπραγματευτεί πιθανή συμμετοχή του σε κυβέρνηση συνεργασίας με αυτό το ποσοστό και όχι εκείνο της δεύτερης κάλπης, όταν θα έχει προηγηθεί μεγάλη πόλωση και οξύτητα, με τις συνέπειες που, αναμφίβολα, θα έχει κάτι τέτοιο για τα μικρότερα κόμματα.
Προτείνοντας, μάλιστα, κυβέρνηση με κορμό την σοσιαλδημοκρατία, ο κ. Ανδρουλάκης δεν θα μπορούσε -πάντοτε εφόσον έχει ένα ποσοστό ανάλογο με αυτό που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις- να δεχθεί συμμετοχή σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό είναι από μόνο του ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για την κυβέρνηση. Ο πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ γνωρίζει πως σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να υποστεί ότι υπέστη ο Ευάγγελος Βενιζέλος και το ΠΑΣΟΚ από την συμμετοχή του στην κυβέρνηση Σαμαρά.
Το πιθανότερο θα ήταν σε μία τέτοια κυβέρνηση να επιδιώξει το ΚΙΝ.ΑΛ την συγκρότηση κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας, με τη συμμετοχή και των τριών κομμάτων, με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να προσφέρει στον Νίκο Ανδρουλάκη μια πρόταση συνεργασίας από την πρώτη κάλπη (απλή αναλογική), όλα, όμως, θα εξαρτηθούν από τα ποσοστά των κομμάτων και τις έδρες που θα αναλογούν στη Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται πως η απλή αναλογική δεν θα είναι μία εκλογική διαδικασία διεκπεραίωσης ως σταθμός για την τελική μάχη αλλά θα παραγάγει αποτελέσματα που θα δράσουν καταλυτικά. Η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη μέχρι πρότινος στο αφήγημα περί αυτοδυναμίας, δεν διέθετε στρατηγική για την απλή αναλογική. Τώρα πρέπει να αποκτήσει, αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο για ένα κόμμα που έχει “εκπαιδευτεί” εδώ και χρόνια στις μεγάλες δημοσκοπικές διαφορές (έως και 20 μονάδες) από τον πολιτικό του αντίπαλο και πολιτικό προσωπικό που δρα ηγεμονικά.
Εν κατακλείδι, θα είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον πρωθυπουργό η επιστροφή στο δίλημμα περί αυτοδυναμίας. Με τη δήλωσή του έχασε αυτό το δυνητικό πλεονέκτημα. Εάν κατορθώσει να ανατάξει το δυσμενές κλίμα στην κοινωνία και αρχίζει να διευρύνεται η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, ίσως η συζήτηση αναθερμανθεί. Με πολύ μικρότερη δυναμική, ωστόσο. Εφόσον κάτι τέτοιο δεν συμβεί και η διαφορά ροκανίζεται αργά αλλά σταθερά, θα πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψιν του όλες τις πιθανότητες και όλα τα πιθανά σενάρια κυβερνητικών συνεργασιών. Ιδιαίτερα εάν οι έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν ενταθούν στο μέλλον…
Και, υπάρχει πάντοτε και ο αξεπέραστος νόμος του Μέρφυ: “Ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά”…