Ξαφνικά υπάρχει ο κίνδυνος ενός πολύ πραγματικού πολέμου – Ο Πούτιν πάει Κίνα και ο Μπάιντεν στέλνει στρατό
Η χτεσινή ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν ότι θα στείλει επιπλέον 3.000 στρατιώτες σε Γερμανία, Πολωνία και Ρουμανία, αλλά και η συνολική ρητορική της Δύσης απέναντι στη Ρωσική Ομοσπονδία, αποδεικνύουν τη γνωστή ρήση μονός καβγάς δεν γίνεται. Φυσικά δεν είναι άμοιρη ευθυνών η Ρωσία που υπό την ηγεσία του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, προσπαθεί να κερδίσει τον ζωτικό χώρο που θεωρεί ότι είναι απαραίτητος για την ασφάλεια της χώρας αλλά και την οικονομική της ανάπτυξη.
Του Σπύρου Σιδέρη
Αυτό το παιχνίδι νεύρων και ορίων από τον Πούτιν με τους δυτικούς, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που θα καταλήξει. Οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές κινήσεις λαμβάνουν χώρα σε ένα ρευστό περιβάλλον, γεμάτο από ανασφάλεια, ανέχεια και φόβο για το μέλλον. Ένα ιδανικό περιβάλλον για εντάσεις, αμφισβητήσεις, ανακατατάξεις και αύξηση της εθνικιστικής ρητορικής.
- Το δυτικό πολιτικό σύστημα αμφισβητήθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού καθώς κυριάρχησε ο φόβος και αυξήθηκε η ανασφάλεια στους πολίτες, κατέρρευσε η οικονομία, ενώ φάνηκε ξεκάθαρα η εξάρτηση της Δύσης από την Κίνα και απομυθοποιήθηκε σε πολλούς τομείς το δυτικό μοντέλο.
Η Προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τράμπ, απομάκρυνε τις ΗΠΑ από παρεμβάσεις στη διεθνή σκηνή ακολουθώντας το σύνθημα του «Πρώτα η Αμερική», βάζοντας τη χώρα σε μια περίοδο εσωστρέφειας, αποφυγής στρατιωτικών συγκρούσεων και ενίσχυση της οικονομικής διπλωματίας.
Αυτή η πολιτική προσέγγιση, δεν σήμανε φυσικά ότι αφέθηκαν Κίνα και Ρωσία εκτός στόχευσης από τις ΗΠΑ, αλλά ήταν σε πιο ήπιους τόνους εξελισσόμενη σε μια οικονομική διαμάχη, παρά στρατιωτική.
Η εκλογή Μπάιντεν όμως άλλαξε τα δεδομένα και η επιστροφή των ΗΠΑ ως χωροφύλακας της παγκόσμιας τάξης «συμφερόντων» φάνηκε με το καλημέρα. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε η AUKUS και η Ουκρανική κρίση. Κίνα και Ρωσία στο στόχαστρο του Αμερικανού Προέδρου και η ένταση εκτοξεύθηκε.
- Ο Αμερικανός Πρόεδρος προσπαθεί απεγνωσμένα να συσπειρώσει τη Δύση γύρω του, αλλά όσο περνάει ο καιρός οι αντιδράσεις από τις συμμαχικές χώρες αυξάνονται και είναι αβέβαιο αν θα έχει στήριξη σε μια ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή.
Το παράδοξο είναι ότι η πλειοψηφία της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, δεν θεωρεί εχθρό την Ρωσία, αλλά ανταγωνίστρια χώρα, σύμφωνα με την έρευνα του Pew Research Center, καθώς το 49% των αμερικανών πολιτών πιστεύει ότι η Ρωσία είναι ανταγωνίστρια των ΗΠΑ, ενώ 41% την θεωρεί εχθρό.
Η βεβαιότητα ότι θα εισβάλει η Ρωσία στην Ουκρανία, που μόνιμα πλέον τονίζει ο Τζο Μπάιντεν, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, θυμίζει αρκετά το 2003. Τότε ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, διαβεβαίωναν στην διεθνή κοινότητα ότι ο ηγέτης του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, είχε όπλα μαζικής καταστροφής, κάτι που αποδείχτηκε ότι ήταν ψέμα. Και παρότι ήταν κατασκευασμένες οι πληροφορίες αυτές, τελικά έγιναν η αιτία να ξεκινήσει ένας αιματηρός πόλεμος, με πάρα πολλές απώλειες απ’ όλες τις πλευρές.
- Ο Πούτιν βέβαια δεν είναι Σαντάμ Χουσεΐν, ούτε η Ρωσία Ιράκ. Γνωρίζει πολύ καλά ότι ένας πόλεμος δεν θα του δώσει κέρδος αλλά απώλειες και σε ανθρώπινες ζωές και στην οικονομία.
«Στα χρόνια που ακολούθησαν την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, ο μέσος Ρώσος είδε τα περισσότερα εσωτερικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ως μέρος της νέας κανονικότητας. Ακόμη και έκτακτες πτυχές όπως οι δυτικές κυρώσεις θεωρήθηκαν ρουτίνα. Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και με τις αντιλήψεις περί πολέμου. Τουλάχιστον από το 2014 και, πιθανώς, από τον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας το 2008, ο πόλεμος ήταν ένα μακρινό σκηνικό στη συνηθισμένη ζωή. Κριμαία, Ντονμπάς, Συρία, μισθοφορικοί στρατοί, υπερηχητικά όπλα και, πιο πρόσφατα, μια ειρηνευτική αποστολή στην Καζακστάν δεν θεωρούνται για τους Ρώσους τέτοιες περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις ως «πραγματικός πόλεμος», αναφέρει σε ανάλυση του ο Αντρέι Κολέσνικοφ, πρόεδρος του Προγράμματος Ρωσικής Εσωτερικής Πολιτικής και Πολιτικών Θεσμών στο Carnegie Moscow Center.
- Όμως ξαφνικά, υπάρχει ο κίνδυνος ενός πολύ πραγματικού πολέμου. Μια σύγκρουση με την Ουκρανία δεν θα ήταν τίποτα λιγότερο από έναν πόλεμο με τη Δύση και πάνω από όλα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Η πιθανότητα να ξεσπάσει πόλεμος το 2022, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2021, από το Μοσχοβίτικο Κέντρο, θεωρείται από τους Ρώσους πολύ υψηλότερη από ό,τι το προηγούμενο έτος.
Η αυξανόμενη πεποίθηση στην πιθανότητα ενός πολέμου αντανακλά και την επιδείνωση των προσδοκιών των πολιτών στη Ρωσία τον Δεκέμβριο του 2021. Οι προσδοκίες για μια οικονομική κρίση είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως και οι προσδοκίες για κάποιου είδους πραξικόπημα ή άλλη επιδημία. Για παράδειγμα, το 63% ανέμενε οικονομική κρίση στα τέλη του 2021, σε σύγκριση με 49% πριν από ένα χρόνο. Το 37% ανέμενε σύγκρουση με μια γειτονική χώρα, έναντι 23% πέρσι και το 25% περίμενε πόλεμο με το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες από μόλις 14% το προηγούμενο έτος. Κάτι που σίγουρα θα έχει επιδεινωθεί τον Ιανουάριο μετά τα όσα γίνονται.
Όπως σημειώνει ο Κολέσνικοφ, η νέα κανονικότητα μετά το 2014 φαίνεται να βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, κι ένας μεγάλος πόλεμος δεν είναι φυσιολογικός.
- Τα απόνερα των συνεπειών ενός κανονικού πολέμου, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κοινωνικο-οικονομική δυσαρέσκεια και να μετατραπεί σε πολιτική δυσαρέσκεια ή ακόμη και σε πολιτική διαμαρτυρία, κάτι που σίγουρα δεν θα ήθελε ο Βλαντιμίρ Πούτιν δυο χρόνια πριν τις Προεδρικές εκλογές το 2024.
Στο πλαίσιο αυτό ο Πούτιν επιχειρεί περισσότερο στον διπλωματικό τομέα και στην ενίσχυση των διμερών σχέσεων, όπου εντάσσεται και η επίσκεψη του στην Κίνα για να συναντήσει τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπιγκ αλλά και να παραστεί στην τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.
Δεν θα πρέπει να περάσει βέβαια απαρατήρητο το γεγονός ότι η Ρωσία προμήθευσε S-400 στην Ινδία, μια άλλη πολύ σημαντική χώρα στη διεθνή σκηνή η οποία ανήκει στην ζώνη επιρροής της Δύσης.
Θα έχει ενδιαφέρον πάντως το τι θα ανακοινώσουν Πούτιν και Τζινπίγκ μετά τη συνάντηση τους και ποια θα είναι η αντίδραση του Αμερικανού Προέδρου.